Της Κωστούλας Μάκη*
Στις ερμηνείες για τη διαχείριση της πανδημίας, οι έννοιες της βιοπολιτικής, της βιοεξουσίας και της βιοηθικής, αποπλαισιωμένες από τα κείμενα του Φουκώ και των θεωρητικών στοχευσεών τους, χρησιμοποιούνται συχνά αυθαίρετα, προκειμένου να εξηγήσουν τους πολλαπλούς ελέγχους των σωμάτων. Επιπλέον, στις συζητήσεις για τις ποικίλες τεχνικές ελέγχου σε κάθε έκφανση του βίου την εποχή του κορωνοϊού, επανέρχονται διλήμματα ταυτότητας, τα οποία εμπεριέχουν τη συνύφανση ψυχαναλυτικών και πολιτικών προσεγγίσεων για τη διαχείριση της νέας κατάστασης, ενώ παράλληλα εξετάζονται προτάσεις για το πώς μπορούν να εκφραστούν τεχνικές αντίστασης συλλογικά και προσωπικά, ώστε τα υποκείμενα να μπορέσουν να επαναδιαπραγματευτούν και να διεκδικήσουν ξανά την αυτονομία, τα δικαιώματα, τον δημόσιο και ιδιωτικό χώρο και την υλική συνύπαρξη με τους άλλους.
Ψυχολογικοί και πολιτικοί λόγοι συμπλέκονται για να εξηγήσουν τι ακριβώς συμβαίνει, να προτείνουν λύσεις και να αρθρώσουν νέες χειραφετητικές πρακτικές οι οποίες έχουν ερείσματα στις έννοιες της εξουσίας, της προόδου, της ακτιβιστικής δράσης, της ιατρικής επιστήμης. Ο διάλογος φαίνεται με μια πρώτη ανάγνωση ότι αξιοποιεί τις πολυπληθείς θεωρίες της κριτικής θεωρίας, των πολιτικών επιστημών και της κοινωνικής ψυχολογίας. Η διεκδίκηση του βίου σε αυτές τις νέες συνθήκες συνοδεύεται από προτρεπτικές διακηρύξεις, που τονίζουν την ανάγκη αποδοχής του θανάτου. Συχνά όμως οι σωρευτικές θεωρητικοποιήσεις για όσα συμβαίνουν είναι γεμάτες με αφορισμούς που έχουν τις ρίζες τους σε απλουστευτικές αναφορές ριζοσπαστικότητας, σε γραμμικές αφηγήσεις προόδου, σε ηθικούς αφορισμούς, σε μονοδιάστατες κατασκευές για την εξουσία, και κυρίως σε περιγραφές ενός υποκειμένου ρευστού και θυματοποιημένου.
Στη θεωρητική αυτή αποπλαισίωση, έχουμε απλουστευτικές προσεγγίσεις, που προσθέτουν πάνω στην έννοια της βιοπολιτικής την έννοια του τραύματος και του υποσυνείδητου. Τα κείμενα αυτά στερούνται συνθετότητας, αναπαράγοντας καταγγελτικούς ουσιοκρατικούς λόγους που αγγίζουν τη θεολογία και τη μεταφυσική. Πιο συγκεκριμένα, η αυθαίρετη οικειοποίηση του φουκωικού έργου, που αγγίζει συχνά τα όρια της ισοπέδωσης, προτάσσει τη θεωρητική διατύπωση μιας μεσσιανικής οπτικής απόλυτης αλήθειας, όπου μέσα από τις δυσκολίες του πραγματικού θα προκύψει ένα χειραφετημένο υποκείμενο, το οποίο θα απελευθερωθεί από τα δεινά που το κατατρέχουν, και έτσι θα διαμορφώσει το νέο προσωπικό και κοινωνικό σώμα, θεραπεύοντας τα τραύματα και διερευνώντας μεθοδικά «προς τα πίσω» τις τραυματικές επιδράσεις στο ασυνείδητο. Ένα νέο ορθολογικό «εγώ» θα αξιοποιήσει ριζοσπαστικά τις ακυρώσεις του πραγματικού και θα επαναφέρει τις έννοιες της προόδου, της αλληλεγγύης και της ισότητας, χωρίς να αφήνει εκτός την επαφή με το φυσικό περιβάλλον. Σαν ένας νέος Αιμίλιος, το υποκείμενο αυτό θα επιδιορθώσει τα σφάλματα του παρελθόντος, σε μια παραδεισένια αρμονία με τον εαυτό, τους άλλους και τη φύση.
Οι πρόχειρες συζεύξεις ψυχανάλυσης και μεταμοντέρνων θεωριών δεν σηματοδοτούν μόνο απλουστευτικές ισοπεδωτικές θεωρητικές αναγνώσεις, αλλά κινητοποιούν παράλληλα ανιστορικές κατασκευές, για τον χρόνο, την ατομική και συλλογική ταυτότητα, τις προσλήψεις για τις άνισες σχέσεις εξουσίας, το έμφυλο σώμα. Οι επανειλημμένες διασαλεύσεις του πραγματικού μπορούν έτσι να παρουσιαστούν σαν ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι δράσης, όπου η «κακιά βιοπολιτική» προσπαθεί να εξοντώσει τον «ενεργό πολίτη» και αντίστροφα. Επιπρόσθετα, η πραγματικότητα θεωρητικοποιείται, χάνοντας την πολιτική της συνθετότητα. Σε τέτοιες αναγνώσεις, ακόμα και το παρελθόν εξιδανικεύεται, με γραμμικές αφηγήσεις, στις οποίες υποτίθεται ότι το υποκείμενο ήταν πιο συγκροτημένο και η αλληλεγγύη πιο εφικτή.
Αν στις νέες συνθήκες θυμίζουμε φαντάσματα τα οποία συνομιλούν με άλλα φαντάσματα, παρελθοντικά και παροντικά, η εναρκτήρια φράση του Ντεριντά από τα Φαντάσματα του Μαρξ: «θα ήθελα να ζω εν τέλει», επαναφέρει τα διλήμματα βίου και θεωρίας. Σύμφωνα με τον Ντεριντά, είμαστε μαθητευόμενα φαντάσματα που καλούνται να αντιμετωπίσουν ζωή και θάνατο. Επομένως, ο τρόπος που χρησιμοποιούμε και συνθέτουμε τις διάφορες θεωρητικές προσεγγίσεις είναι καθοριστικός για το πώς θα αναδειχθεί η πολιτικότητα του προσωπικού στο ιστορικό, και αντίστροφα. Η γραφή συνδέεται με μια ιδιότυπη γενεαλογία, που περιλαμβάνει ίχνη, αλλά και ευθύνες. Έτσι είναι και αυτή που «θα καθορίσει τον αναγνώστη, ο οποίος θα μάθει να διαβάζει (να ‘ζει’) αυτά τα πράγματα που δεν ήταν συνηθισμένος να τα προσλαμβάνει από αλλού»[1] και χωρίς να χρειάζεται συνεχόμενες παραπομπές στο ατομικό ή συλλογικό ασυνείδητο και τις τραυματικές εμπειρίες οι οποίες δήθεν πρέπει να εξαγνιστούν. Εξάλλου, καθώς ο Κέρτες κάνει χρήση των ντεριντιανών σημείων στο έργο του «Καντίς για το παιδί που δεν θα γεννηθεί», και όπου κατά τον Birnbaum ακούγεται εκεί ο λόγος ενός «ζωντανού ενταφιασμένου», εκφράζεται διαρκώς «ένα cogito της επιβίωσης»: «Επέζησα, άρα υπάρχω»[2].
*Η Κωστούλα Μάκη είναι κοινωνική ψυχολόγος
[1] Derrida, J. (2006) Μαθαίνοντας να ζεις εν τέλει. Συνέντευξη με τον Jean Birnbaum. Αθήνα: Άγρα, σ. 34
[2] Ο.π. σ. 11
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου