Κορνήλιος Γραμμένος, άποψη της έκθεσης Sculptura Emfatica στη γκαλερί Έκφραση- Γιάννα Γραμματοπούλου το 2014 |
Του Ιάσονα Χανδρινού*
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΤΖΟΥΚΑΣ, Όταν ξέσπασε η βία. Μελέτες και δοκίμια για τη δεκαετία 1940-1950, εκδόσεις Επίκεντρο, σελ. 272
Το Όταν ξέσπασε η βία του Βαγγέλη Τζούκα είναι μια πλούσια ανθολογία 21 κειμένων-μελετών του συγγραφέα γύρω από ζητήματα της κρίσιμης δεκαετίας του ’40, την ελληνική και διεθνή εμπειρία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και της κληρονομιάς του. Τα κείμενα χωρίζονται σε τέσσερις ενότητες (Κατοχή - Αντίσταση - Εμφύλιος, Κληρονομιές της κρίσιμης δεκαετίας, Το ευρωπαϊκό πλαίσιο και Βιβλιοπαρουσιάσεις) και καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων ιστορίας, πολιτικής, οικονομίας, ιστοριογραφίας και μνήμης. Παρά τη φαινομενική ανομοιογένεια, υπάρχει πράγματι, όπως σημειώνεται στην εισαγωγή, «ένα κοινό νήμα που συνδέει όλες αυτές τις μελέτες, το οποίο συντίθεται από την πεποίθηση του συγγραφέα ότι απαιτείται μια νέα ματιά στις καθοριστικές και ταραγμένες αυτές εποχές του συλλογικού μας βίου [...] μια συνθετική ματιά που να εκμεταλλεύεται όλο τον πλούτο των νέων ερευνών που εμφανίσθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες, τόσο στην εγχώρια όσο και στη διεθνή βιβλιογραφία, αλλά και το άνοιγμα των αρχείων».
Ο Τζούκας τακτοποιεί τα θέματά του σε μια ευρεία κλίμακα του χώρου και του χρόνου, από το τοπικό στο υπερεθνικό και από τα όρια των περιοδολογήσεων του πολέμου και της κατοχής στη μακρά διάρκεια του 20ού αιώνα. Τα κείμενα στην ενότητα για το ευρωπαϊκό πλαίσιο («Πορεία προς το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο: μια συνοπτική επισκόπηση», «Επιχείρηση Barbarossa: στρατηγικά διλήμματα» και «Η ευρωπαϊκή Αντίσταση 1939-45. Μια συνοπτική επισκόπηση») είναι πολύ καλά ενημερωμένα από τη διεθνή βιβλιογραφία και προδίδουν μια σπάνια ικανότητα σύνθεσης στη μεγάλη εικόνα, καθώς στο ίδιο πλαίσιο ανάλυσης ξεδιπλώνονται δομικές και συγκυριακές αιτίες, νοοτροπίες και κουλτούρες, πολιτικές του πολέμου, στρατηγικές επιλογές και υλικές πραγματικότητες. Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου καλύπτεται από κείμενα σχετικά με την ελληνική δεκαετία του ’40. Εμπλέκεται σε βάθος με τα γεγονότα της Κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφυλίου και ανατέμνει τις εκβολές της δεκαετίας της βίας σε μεγάλο φάσμα, από τις πολιτικές και προσωπικές στρατηγικές εντός του κομματικού συστήματος (όπως η κοινοβουλευτική παρουσία πρώην στελεχών του ΕΔΕΣ από το 1946 και μετά) μέχρι τις αποτυπώσεις των γεγονότων στον κινηματογράφο της δεκαετίας του ’80 (βλ. το κείμενο για τις ταινίες Κόκκινο τρένο και Χρόνια της θύελλας). Αυτό που έχουμε εδώ είναι μια εμβριθή μελέτη των πολιτικών της μνήμης και των μετατοπίσεών τους, ενώ η εντυπωσιακή άνεση με την οποία ο συγγραφέας κινείται μεταξύ ιστορίας και αναπαραστάσεων αναδεικνύει το βιβλίο σε παραδειγματικό έργο δημόσιας ιστορίας.
Στα ζητήματα της Αντίστασης και του αντάρτικου, ιδιαίτερα για τον ΕΔΕΣ και την περιοχή της Ηπείρου, με την οποία έχει ασχοληθεί επισταμένα για πάνω από είκοσι χρόνια, ο συγγραφέας αναζητά τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στις «στενές» αναφορές των ανθρώπων (δεσμοί καταγωγής, εντοπιότητα, οικογένεια) και τα «πλανητικά» διακυβεύματα που φέρνει ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος και η ξένη κατοχή. Τα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα της Κατοχής εγγράφονται στη μακρά διάρκεια της σύγκρουσης μεταξύ πόλης και υπαίθρου, κεντρικής εξουσίας και τοπικών δικτύων. Στην Κατοχή, η ελληνική ύπαιθρος συναντά εκ νέου και πολύ βίαια τη νεωτερικότητα, φορείς της οποίας είναι τόσο το κατοχικό καθεστώς με τους θεσμούς του όσο και η Αντίσταση, το ΕΑΜ και ο ΕΔΕΣ. Η κατοχική εξουσία, ως εκδοχή κρατικού ελέγχου, επιχειρεί εκ νέου να επιβάλει «νεωτερικούς ενοποιητικούς θεσμούς», ενεργοποιώντας έτσι τη «σημαντική παράδοση αυτονομίας των τοπικών επιχώριων κοινωνιών έναντι των κρατικών θεσμών». Αυτή την παράδοση αυτονομίας - εξέγερσης των αγροτοκτηνοτροφικών πληθυσμών, στην οποία το αντάρτικο αντανακλά ως βίωση της Επανάστασης του ’21 (όπως διαβάζουμε αλλού) εκμεταλλεύονται οι αντιστασιακές οργανώσεις στην προσπάθειά τους να ανασυγκροτήσουν τον αγροτικό χώρο σε πεδίο εφαρμογής του αντιστασιακού πειράματος. Πρόκειται για επιτάχυνση μετασχηματισμών τους οποίους έχουν ήδη προαναγγείλει αφίξεις του πολιτισμού (όπως ο υδροηλεκτρικός σταθμός στα Θεοδώριανα το 1937) ή η προπαγάνδιση της κοινωνικής αλλαγής από νέα, μορφωμένα στρώματα των επαρχιακών πόλεων, όπως οι δάσκαλοι, οι οποίοι αναζητούν στην Αριστερά -και αργότερα στο ΕΑΜ και στον ΔΣΕ- τους τρόπους να εξαλειφθεί η καθυστέρηση, η φτώχεια και η κοινωνική αδικία που μάστιζαν την ύπαιθρο. Είτε ασχολείται με τους οπλαρχηγούς του ΕΔΕΣ, είτε με τον Γιώργο Κοτζιούλα, είτε με τον Κώστα Μπαλάφα, ο Τζούκας διαβάζει την πολιτική ένταξη μέσα από τη συγκρουσιακή σχέση παράδοσης και ριζοσπαστισμού, παραδίδοντας τελικά ένα πολυπρισματικό δοκίμιο πάνω στη σχέση προνεωτερικής και μετανεωτερικής Ελλάδας.
Εκτός από αναλυτική ευκρίνεια, το βιβλίο χαρακτηρίζεται από αυτό που ο ίδιος ο συγγραφέας θέτει ως προαπαιτούμενο του ιστορικού και του κοινωνικού επιστήμονα: την «απαραίτητη ενσυναίσθηση [για] τις προσωπικές και συλλογικές τραγωδίες αλλά και τους ηρωισμούς των ανθρώπων, τόσο των πρωταγωνιστών όσο και των “αφανών”». Ο ιστορικός χώρος ανασυντίθεται μέσα από τις στερήσεις, τον φόβο, την ελπίδα, το όραμα. Βαρόμετρο των μεγάλων γεγονότων είναι τα κουρασμένα βήματα του Ιταλού λιποτάκτη στα Τζουμέρκα τον χειμώνα του 1943-44. Ο Τζούκας προικίζει το έργο του με μια διπλή υπόμνηση: η μεγάλη ιστορία παραμένει ένα κέλυφος αν δεν συλλέξουμε τα θραύσματά της στα εκατομμύρια ανθρώπινες υπάρξεις που συνέθλιψε με το βάρος της· και η ενασχόληση με μια δεκαετία ανυπολόγιστης βίας παραμένει στείρος ακαδημαϊσμός αν δεν βιώσουμε την προμετωπίδα-ευχή που δίνει ο ίδιος, αφιερώνοντας το βιβλίο στη μικρή του κόρη: να μην την ξαναζήσουμε.
* Ο Ιάσονας Χανδρινός είναι ιστορικός, μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Ρέγκενσμπουργκ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου