7/3/21

Επτάνησα, 1797-1799

Κωνσταντίνος Βολανάκης (1837-1907), Η αποβίβαση του Καραϊσκάκη στο Φάληρο, 1895, λάδι σε καμβά, 150 x 273 εκ., Συλλογή Τράπεζας της Ελλάδος

Η ριζοσπαστική στιγμή της ελληνικής χειραφέτησης 

Μια συζήτηση ανάμεσα στους ιστορικούς Αντώνη Λιάκο και Δημήτρη Αρβανιτάκη για το βιβλίο του δεύτερου, Η αγωγή του πολίτη. Η γαλλική παρουσία στο Ιόνιο (1797-1799) και το έθνος των Ελλήνων, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σελ. 782 

Αν αναζητούμε τι καινούργιο ειπώθηκε για την Επανάσταση, στα 200 χρόνια της, αυτό είναι το βιβλίο του Δημήτρη Αρβανιτάκη. Συλλαμβάνει μια μοναδική στιγμή στην ιστορία μας, που θα έπρεπε να μας έχει απασχολήσει προ πολλού. Τη συμμετοχή των Ιονίων νήσων στην ηφαιστειακή έκρηξη που προκάλεσε η Γαλλική επανάσταση και οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι. Ένα κομμάτι του ελληνισμού (που ακόμη δεν το λες έτσι) συμμετέχει σ’ αυτό το πανηγύρι της κοινωνικής ανατροπής. Μαθαίνει νέους τρόπους -ένας τσαγκάρης στο Δημαρχείο (δηλαδή την επαναστατική αρχή) της Κέρκυρας, ο ραβίνος δίπλα στον πρωτοπαπά και στον καθολικό επίσκοπο, οι αριστοκράτες μαζί με το πόπολο. Μαθαίνει νέες λέξεις, όρους, έννοιες, ένα καινούργιο αλφαβητάρι με το οποίο συγκροτεί μια νέα συνείδηση, η οποία αναζητά τρόπο έκφρασης: είμαστε πολιτική οικογένεια, έθνος, και τι έθνος, ιόνιο, βενετικό, ιταλικό ή ελληνικό; Μαθαίνει να διαβάζει το παρελθόν -η αρχαιότητα δεν συλλαμβάνεται γενεαλογικά, δηλαδή οι πρόγονοί μας οι Αρχαίοι, αλλά «οι αρχαίοι δάσκαλοι των εθνών», δηλαδή των ελεύθερων θεσμών, των αρετών του πολίτη. Με την έννοια αυτή και οι Φραντσέζοι, Έλληνες είναι. Ο πατριωτισμός δεν είναι απλώς η αγάπη του γενέθλιου τόπου, αλλά της ελεύθερης και δημοκρατικής πατρίδας, των ελεύθερων θεσμών.
Εδώ έχουμε μια ανατομία αυτής της αρχικής στιγμής της μεγάλης αλλαγής που παρήγαγε όχι μόνο το ελληνικό κράτος αλλά και το ελληνικό έθνος (μετέτρεψε έναν λαό σε πολιτικό έθνος, κατά τον Κοραή) και η οποία συνοψίστηκε στον «χρονότοπο» 1821. Της πιο ριζοσπαστικής στιγμής της, και στο πλαίσιο αυτό κατανοεί κανείς ότι η Ελληνική Νομαρχία και ο «Θούριος» του Ρήγα δεν ήταν μεμονωμένες αναλαμπές.
Ποιες ήταν οι νοοτροπικές προϋποθέσεις της ρήξης, η διανοητική και κοινωνική ενέργεια που χρειαζόταν η αποστασία από μια αυτοκρατορία, από μια τάξη αιώνων, και η μετάβαση σε μια καινούργια σφαίρα διακυβέρνησης αλλά και κοινωνικής ύπαρξης; Η επανάσταση ως στιγμή της συγκρότησης νέων θεσμών και συνειδήσεων, κατασκευής του πολίτη. Το βιβλίο είναι μια ανατομία αυτού του ρήγματος.

Α.Λ.

–Αντώνης Λιάκος: Γιατί αγνοούσαμε έως τώρα αυτή την ιστορική στιγμή; Δεν είναι ότι μας ήταν άγνωστη, γιατί οι Ιόνιοι ιστορικοί είχαν αναφερθεί σε αυτήν· μας έλειπε το βάθος και προπαντός η σημασία της. Παρέμενε μέρος της ιστορίας του Ιονίου, δεν είχε μπολιάσει την εθνική ιστορία.

–Δημήτρης Αρβανιτάκης: Πράγματι, υπό μία έννοια, το «1797» δεν είναι άγνωστο. Έχω, όμως, τη γνώμη ότι δεν μελετήθηκε ποτέ, ούτε στο Ιόνιο ούτε στην Ελλάδα, ως προς τα είδη των τομών που εξέφρασε, ως προς την προωθητική του δύναμη. Οι λόγοι είναι πολλοί και όχι ίδιοι για την τοπική και για την κεντρική ελληνική ιστοριογραφία. Ως προς την τελευταία, θα έλεγα ότι δεν ενέταξε ποτέ οργανικά το Ιόνιο στα ενδιαφέροντά της, οπωσδήποτε όχι την ιστορία του πριν την Ένωση. Η παραγνώριση αυτή έχει να κάνει με το πώς δομήθηκε (ιστοριογραφικά, πολιτικά, πολιτισμικά) η νέα αυτοεικόνα: το κοσμοείδωλο του έθνους.
Πιστεύω, όμως, ότι εν προκειμένω έχουμε να κάνουμε και με ένα άλλο χαρακτηριστικό της κυρίαρχης ιστορικής ερμηνείας της προεπαναστατικής περιόδου: εννοώ την πριμοδότηση του εθνικού εις βάρος του κοινωνικού -αλλιώς, του κοινωνικά εννοούμενου πολιτικού.

–Θεωρείς ότι αυτή η κίνηση ιδεών -είναι κάτι πολύ παραπάνω- αποτελεί επίσης μέρος της γενεαλογίας της «ρεπουμπλικανικής» και ριζοσπαστικής παράδοσης της επανάστασης, μαζί με τον Ρήγα -που κινητοποιείται αυτά τα ίδια χρόνια στη Βιέννη και στην Τεργέστη- μαζί με την Ελληνική Νομαρχία και τον Ρωσαγγλογάλλο ή την πρώιμη φάση του Κοραή; Και πάλι είναι εντυπωσιακό που αναφερόμαστε στα τελευταία, χωρίς να τα προβάλλουμε στο τι συνέβαινε σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα εκείνη την εποχή στο Ιόνιο. Είναι το γεγονός ότι εκφράστηκε στην ιταλική γλώσσα;

–Ο Σπύρος Ασδραχάς, μιλώντας γι’ αυτή την ιστορική στιγμή και για τα κείμενα που παρήγαγε (κατά βάση ιταλόγλωσσα, αν και όχι αποκλειστικά), επεσήμαινε ότι «το Ιόνιο πληρώνει την ιταλοφωνία του, [...] τα κείμενα αυτά χάθηκαν όχι για την ιστορία, αλλά για την ιστοριογραφία μας».
Το 1797, παρά τη συντομία και το μικρό του ρίζωμα, ήρθε να συμπυκνώσει τις εμπειρίες της τελευταίας δεκαετίας, αλλά και να μεταπλάσει παλαιότερες. Έφτιαξε ένα νέο πλαίσιο, το οποίο, σε απόλυτη σύνδεση με το ιταλικό/ευρωπαϊκό, ήρθε όχι μόνο να εκφράσει τη ρήξη με το «παλαιό καθεστώς» αλλά και να προτείνει έναν νέο τρόπο οργάνωσης της πολιτείας, τη ρεπούμπλικα, και τη δι’ αυτής εννοιολόγηση του λαού, της πατρίδας και του έθνους.
Η φάση αυτή επέτρεψε να φτιαχτούν νέες γεωγραφίες ιδεών, απροσδόκητες: έσπρωξε τον Ρήγα να μεταβεί από τον λόγο στην πράξη, γέννησε τη σκληρή πολεμική της ορθόδοξης Εκκλησίας, τα πρώτα πολιτικά κείμενα του Κοραή, το πνεύμα και τις λέξεις της Ελληνικής Νομαρχίας. Είκοσι πέντε σχεδόν χρόνια προτού αφορίσει ο Γρηγόριος Ε' την εξέγερση του Αλέξανδρου Υψηλάντη, ο ίδιος και η Εκκλησία όχι μόνο είχαν αφορίσει τις γαλλικές ιδέες αλλά, μέσα από τα σαφώς πολιτικά κείμενά τους, είχαν επιχειρήσει να νοηματοδοτήσουν τις καινούργιες λέξεις (ελευθερία, ισότητα, νόμος, πατρίδα, έθνος κ.λπ.) στη βάση της δικής τους λογικής.

–Εκείνο, πάντως, που αναδεικνύεται είναι το αλφαβητάρι της νέας πολιτικής συνείδησης και στο πλαίσιό της η συνείδηση έθνους, κυρίως ως πολιτικής συνείδησης.

–Η πολιτικοποίηση της έννοιας του πολίτη, του χρόνου, της πατρίδας, της αρχαιότητας και της «πολιτισμικής κοινότητας» είναι, νομίζω, το κομβικό σημείο της υπέρβασης. Στις σελίδες του βιβλίου παρατηρούμε καλειδοσκοπικά τις εξελίξεις στην ποικιλία τους. Για παράδειγμα, σε ένα πρώτο επίπεδο, χάρη στο «γαλλικό» λεξιλόγιο, με τη συμβολή της ιταλικής εμπειρίας, το Ιόνιο συνειδητοποιείται ως «ιονική οικογένεια», ως «ιονικό έθνος». Πότε γίνεται αυτό; Όταν το γκρέμισμα της βενετικής κυριαρχίας επιτρέπει στο Ιόνιο να ονειρευτεί ένα άλλο, πολιτικά ελεύθερο μέλλον. Τι προϋποτίθεται εδώ; Οπωσδήποτε, η ανάγνωση του βενετικού παρελθόντος ως τυραννικού, η εμπέδωση του αρχαίου παρελθόντος -όχι μόνο του αρχαιοελληνικού, αλλά και του ρωμαϊκού- ως υψηλού πολιτικού υποδείγματος και η νοηματοδότηση του χρόνου από τη μάχη της Χαιρώνειας μέχρι το 1797 ως «χρόνου απουσίας πολιτικών θεσμών»: ως χρόνου δουλείας. Και ποιο θα ήταν το μέλλον; Αν επιχειρούμε, με όρους ιστορικούς και όχι ιδεολογικούς, να κατανοήσουμε τις ενδεχομενικότητες και τα στάδια δημιουργίας του σύγχρονου έθνους, έχει μεγάλη σημασία να προσέξουμε ότι οι Ιόνιοι είδαν μπροστά τους δύο εναλλακτικές: ή να ενωθούν με τους «ελεύθερους αναγεννημένους λαούς της Ιταλίας» ή να αποτελέσουν μία Repubblica Jonica και να συνταχθούν/ενωθούν με τη Γαλλική ρεπούμπλικα. Εκείνη τη στιγμή, το μέλλον τους δεν ήταν μέρος ενός «έθνους ελληνικού»: ως τάση προφανώς αυτό υπήρξε, αλλά στα κείμενα της στιγμής εκφράζεται μειοψηφικά. Οι υπαρκτές ιστορικές παράμετροι κοινότητας (όχι ταύτισης) με τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο (γλώσσα, θρησκεία, επικοινωνίες κ.λπ.) δεν μπορούσαν άμεσα να μεταπλαστούν πολιτικά. Η δυναμική τώρα σύνδεση του Ιονίου με τον άλλο ελληνικό κόσμο εδραζόταν κυρίως στην πολιτική κληρονομιά της αρχαιότητας και στον κοινό (αν και όχι ομόλογο) χρόνο της μακράς δουλείας· αυτά, όμως, δεν προδίκαζαν «αποκλειστικά» ένα κοινό μέλλον: ο ορίζοντας του «ελληνικού έθνους», σε εκείνη τη φάση, δεν μπορούσε να αποτελέσει μία πραγματική, ιστορική δηλαδή, δυνατότητα.
Ταυτόχρονα, κοιτώντας τώρα τη μεγαλύτερη εικόνα, μέσα από το ίδιο λεξιλόγιο, εκείνα χρόνια θα γίνει και το πρώτο βήμα της μετάβασης από το γένος στο πολιτικά εννοούμενο έθνος: το πρώτο βήμα της χειραφέτησης του γένους/έθνους των Γραικών από το γένος των ορθοδόξων. Αν η σφραγίδα του γένους είναι η θρησκεία, το θεμέλιο του έθνους είναι η αναγωγή στην αρχαιότητα, το αίτημα της πολιτικής πατρίδας και της ελευθερίας. Η αρχή αυτής της ρήξης προβάλλει ανάγλυφα μέσα από τα κείμενα αμέσως μετά το 1797 έως την πρώτη δεκαετία του επόμενου αιώνα.

–Μπορούμε, επομένως, να διευρύνουμε το πεδίο αναφοράς στην Επανάσταση; Αντί να την περιορίζουμε στα χρόνια 1821-1830, να συμπεριλάβουμε την περίοδο που αρχίζει το 1797 (και να την προεκτείνουμε τουλάχιστον έως το 1843-44 - Σύνταγμα).

–Στην περίπτωση της ιταλικής «Παλιγγενεσίας» (Risorgimento), είναι σαφές ότι αυτή δεν συλλαμβάνεται ως μία «στιγμή»: αρχίζει από το 1796, κατ’ άλλους από το 1750, και φτάνει ως το 1861. Ο λόγος είναι προφανής: στο διάστημα αυτό συγκρούστηκαν πραγματικότητες, ανανοηματοδοτήθηκαν έννοιες, αναμετρήθηκαν εκδοχές του μέλλοντος, ανασυστήθηκε η γεωγραφία, επιχειρήθηκε να γεννηθεί η γλώσσα του νέου έθνους, ερμηνεύτηκε πολιτικά η αρχαιότητα και η ιστορία. Έτσι, δημιουργήθηκε το νέο πολιτικά εννοούμενο ιταλικό έθνος, που θα διεκδικούσε την κρατική του έκφραση. Μια διαδικασία, την οποία εξέφρασε ο Καμίλο Καβούρ (που «εθνομηδενιστής» δεν ήταν) στις Αναμνήσεις του (1867): «Η Ιταλία εδώ και μισόν αιώνα περίπου κινείται, αγωνίζεται να γίνει ένας ενιαίος λαός και να μεταβληθεί σε έθνος», αλλά για να το κατορθώσουν αυτό «οι Ιταλοί [...] πρέπει, πρώτα, να μεταμορφωθούν οι ίδιοι, [... ώστε] η Ιταλία, όπως όλοι οι λαοί, να μπορέσει να γίνει έθνος».
Το ίδιο είπε ο Κουμανούδης, το ίδιο και ο Κοραής στο Υπόμνημά του (1803), υποδεικνύοντάς μας τον τρόπο των ιστορικοποιημένων εννοιολογήσεων, όταν έλεγε ότι η Γαλλική επανάσταση ήταν ο καταλυτικός παράγοντας που γέννησε «τη συμπεριφορά ενός λαού ο οποίος ετοιμάζεται να μεταβληθεί σε έθνος».
Η διεύρυνση του πεδίου αναφοράς, όπως σωστά αναφέρεις, επιτρέπει την κατανόηση αυτής της μακράς διαδικασίας «εξόδου» από μια ιστορική πραγματικότητα. Η επικέντρωση στο «γενέθλιο γεγονός» της Επανάστασης όχι μόνο παραβλέπει αυτή τη διαδικασία, αλλά κάποτε, ρητά ή υπόρρητα, προϋποθέτει την άρνησή της και αντιστρόφως την αποδοχή μιας υπερ-ιστορικής/α-ιστορικής οντότητας που διασχίζει την ιστορία απαράλλακτη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: