6/12/20

Μνήμη, λήθη, πανδημία

Της Κωστούλας Μάκη 

Οι αναφορές στη συνεχόμενη ερείπωση-ερήμωση του πραγματικού καταλήγουν επαναλαμβανόμενες κοινοτοπίες, συμβολικά και ρεαλιστικά, σε ένα είδος συνύφανσης προσωπικών και κοινωνικών στοιχείων, τα οποία σωματοποιούν την πολιτική παθογένεια σε παγκόσμιο επίπεδο, αναδεικνύοντας τα όρια και τις συνέπειες του καπιταλισμού. Ωστόσο, ας σημειωθεί πως τα «τσιτάτα», κατά τον Benjamin, είναι “σαν τους ληστές, που ξεπετιούνται οπλισμένοι στον δρόμο κι απαλλάσσουν τον ράθυμο περιπατητή από τις πεποιθήσεις του».[1]
Ό,τι έμοιαζε λίγους μήνες πριν με πολιτική αλληγορία ταινίας ή βιβλίου επιστημονικής φαντασίας, ορίζει πλέον το καθημερινό και οι αναγνωστικές προσμίξεις βιβλίων, συγγραφέων και αφηγήσεων, ίσως, να κατασκευάζουν νέες λεκτικές διαφυγές. Αφηγηματικές προσμίξεις με ιστορικό υπόβαθρο για να αντιμετωπιστούν οι νέες συνθήκες, να μιληθούν οι πιθανότητες διαμόρφωσης εξόδου από την επέλαση της βιοπολιτικής ή για την ανάπτυξη πρακτικών αντίστασης, που θα ξεφεύγουν από τον γνωστό ηθικό αποτροπιασμό της καταγγελίας. 
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η ανάδειξη με αναθεωρημένους ιστορικούς όρους των ρεπερτορίων της μνήμης, της λήθης και των συνεπειών τους στην εθνική και προσωπική επεξεργασία παρόντος, παρελθόντος και μέλλοντος, μέσα από τα έργα των Walter Benjamin και W. G. Sebald, είναι κατά τη γνώμη μου, επιτακτική και επείγουσα. Είναι παράλληλα επίκαιρη, επειδή και οι δύο συγγραφείς εκθέτουν σύνθετες πολιτικές κατασκευές της συστηματικής αποσιώπησης συγκεκριμένων εκδοχών της ιστορίας. Επίσης και οι δύο, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, έχουν μιλήσει για καταστροφές, νικητές και ηττημένους, διαφορετικές επικλήσεις και στροφές της αριστερής σκέψης, την έννοια της αντίστασης, της δικαιοσύνης, τα φαντάσματα και τα διαφορετικά χαρακτηριστικά τους μετά από καθοριστικά ιστορικά γεγονότα. Ο επετειακός εορτασμός για τα 200 χρόνια από την ελληνική επανάσταση είχε ως πρώτο αναμενόμενο κυβερνητικό δείγμα γραφής το πομπώδες συνεχές των ενδόξων Ελλήνων, πάντα ικανών «να φτιάχνουν νέες ιστορίες» σε κάθε εξωτερική απειλή. Το παραπάνω συμπίπτει με την αδυναμία να ανατραπούν παγκόσμια οι φιλελεύθερες πολιτικές που στηρίζονται σε καταστροφολογικά σενάρια, όπου οι πολίτες για να επιβιώσουν χρειάζεται να αναλάβουν ατομική ευθύνη σε όλα τα επίπεδα. Στον κοινό λόγο οι ισχυροί κυβερνώντες θα σώσουν τους πολίτες από τον κορονοϊό, αγνοώντας την ανεπάρκεια του συστήματος κοινωνικής ασφάλειας και υγείας. 
Χρειάζεται, λοιπόν ήδη από τώρα να εξεταστεί με ποιους μνημονικούς πολιτικούς όρους θα μιλήσουμε για την εποχή της πανδημίας στο μέλλον, όταν αυτή θα είναι παρελθόν. Ποιο θα είναι το περιεχόμενο των μνημονικών αυτών αφηγήσεων, τι θα οδηγηθεί στη λήθη και τι στην ενεργή μνήμη και από ποιες θέσεις; Στο πλαίσιο μιας μπενγιαμινικής αφήγησης, χωρίς τα τελεολογικά ιδεαλιστικά χαρακτηριστικά που αρκετοί ερμηνευτές του Benjamin αποπειράθηκαν να τού χρεώσουν, κάθε μνημονική επίκληση κινητοποιεί διαχρονικά το δίπολο μνήμη/λήθη σε ένα διαρκές πισωγύρισμα με διλήμματα και πολλαπλές θέσεις υποκειμένου, αφού με όρους λογοαναλυτικούς δεν συγκροτείται στους λόγους μνήμη, χωρίς να κινητοποιείται και η έννοια της λήθης. «Το τέχνασμα της εξάλειψης είναι το αντανακλαστικό της άμυνας κάθε ειδικού».[2] Με την προμετωπίδα αυτή του Stanislaw Lem, ξεκινά ο Sebald το βιβλίο του «Η φυσική ιστορία της καταστροφής» για να περιγράψει τις συνέπειες που είχε η απάλειψη σε μεγάλο βαθμό της ισοπέδωσης της Γερμανίας από τη μνήμη των παθόντων. Τι περιλαμβάνει, λοιπόν αυτή η εξάλειψη ως άμυνα και ποιοι κατέχουν τη θέση των ειδικών; Στη δεδομένη χρονική στιγμή η εξάλειψη περιλαμβάνει την αποπολιτικοποίηση της πανδημικής κρίσης, όπου «μένουμε σπίτι», προσπαθώντας να ξεχάσουμε τον «φονικό ιό» και να αναλάβουμε, με όρους ατομικούς, τη διαχείριση του εαυτού, επιχειρώντας να παραμείνουμε με κάθε μέσο ευτυχισμένοι, αποφεύγοντας κάθε σκέψη για τον θάνατο και τη διαχείρισή του. Ως προς τους ειδικούς, οι αυθεντίες στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι το κυβερνητικό επιτελείο και οι ειδικοί λοιμωξιολόγοι, που ασκούν ιατρικό και πολιτικό έλεγχο ζώντων και τεθνεώτων παγκοσμίως. Αυτά προς το παρόν. Ως προς το μέλλον τίθεται το ερώτημα για τις αμυντικές εξαλείψεις και τις θέσεις των ειδικών. 
Ο Sebald τα τεκμηριώνει όλα αυτά με μια περιγραφή του Dȍblin από τη Γερμανία του 1945: «οι άνθρωποι περπατούσαν στον δρόμο ανάμεσα στα φοβερά συντρίμμια, κυριολεκτικά λες και τίποτε δεν είχε συμβεί, λες και η πόλη είχε ανέκαθεν την ίδια όψη» (σ. 17). Η εικόνα αυτή των ανθρώπων που προσπαθούν στην καθημερινότητα να προσποιηθούν ότι η ζωή συνεχίζεται, χωρίς έμφαση σε ό,τι συμβαίνει, είναι νομίζω εικόνα γνώριμη καθώς προσπαθούμε να προσαρμοστούμε σε όλα αυτά που δεν μπορούν να τακτοποιηθούν εύκολα. 
Απέναντι στη λήθη της καταστροφής, ο Sebald συγκροτεί την αντίστιξη ανάμεσα στον όλεθρο και την προσπάθεια του κράτους να δώσει έμφαση στην «εθνική παλιγγενεσία», μέσα από συντονισμένα κηρύγματα για τον ηρωισμό και την εργατικότητα των Γερμανών, οι οποίοι παρά την καταστροφή ομαδικά εργάζονται για την ανοικοδόμηση του μέλλοντος. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η ανοικοδόμηση αυτή ισοδυναμεί με δεύτερη εξάλειψη του παρελθόντος, επειδή «απέκλεισε εκ των προτέρων κάθε ενδεχόμενη αναμέτρηση με το παρελθόν, στρέφοντας το βλέμμα των πολιτών αποκλειστικά προς το μέλλον».[3] Ως προς το μέλλον, κομβική είναι η ανάγκη να μην εξωραϊστεί και να μη λησμονηθεί η επέλαση της πιο άγριας φιλελεύθερης επιβολής και απομείνουν μόνο οι συναισθηματικές ιστορίες τρόμου για τον ιό που σάρωνε την ανθρωπότητα χωρίς να κάνει διακρίσεις. 
Ο Sebald προβαίνει επίσης και σε εκτενείς αναφορές για τις συνθήκες με τις οποίες «η ωμή πραγματικότητα του ολοκληρωτικού ολέθρου ξεθωριάζει πίσω από φραστικά στερεότυπα όπως “μοιραία νύχτα”, “συντέλεια του κόσμου”, “η φριχτή μοίρα”»[4]. Αντίστοιχες φραστικές στερεοτυπίες ηθικών αξιολογήσεων και πανικού κυριαρχούν και στις αφηγήσεις για τον covid 19,εξοβελίζοντας πολιτικές και ταξικές αναγνώσεις. Αυτές οι παγιωμένες φράσεις δεν είναι «στην πραγματικότητα», κατά Sebald, «παρά χειρονομίες απώθησης της μνήμης» που συνδέονται με «την ικανότητα των ανθρώπων να ξεχνούν ό,τι δεν θέλουν να γνωρίζουν». Στο μέλλον μένει να φανεί αν οι αφηγήσεις αυτές δεν θα είναι οι κυρίαρχες στο πλαίσιο μιας νοσταλγικής υπενθύμισης τραυματικών βιωμάτων, αλλά στη μνήμη για τους καιρούς της κρίσης θα υπάρξουν πολιτικές κριτικές ανασκοπήσεις, αντίστοιχες με αυτές που συναντάς στο έργο του Benjamin και του Sebald. 
Διαφορετικά, προβλέπεται η μελλοντική λήθη πολιτικών αναγνώσεων της πανδημίας και η επικράτηση μιας πολιτικής ελίτ η οποία διαφυλάσσει μια αφήγηση φυσικής καταστροφής εντελώς διαφοροποιημένης από τις εφαρμοσμένες πολιτικές πρακτικές. Αφήγηση που μεταδίδει «το υποτιθέμενο μεταφυσικό νόημα της εμπειρίας του ολέθρου σε όσους σώθηκαν από την ολοκληρωτική καταστροφή». Σύμφωνα με τον Sebald, «το γεγονός αυτό μαρτυρά μια βαθιά ιδεολογική ακαμψία, η οποία μόνο με την κατά μέτωπο αντιμετώπιση της πραγματικότητας» θα μπορούσε να αντισταθμιστεί».[5]
Συμφωνώντας με τον Κλούγκε, ο Sebald υπογραμμίζει ότι η κοινωνική οργάνωση του ολέθρου περιλαμβάνει τις «σωρευτικές παραπραξίες» της ιστορίας για να καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα με αυτόν: «πως η ορθή κατανόηση των καταστροφών, συνιστά την αρχική προϋπόθεση για την κοινωνική οργάνωση της ευτυχίας» (σ. 83).[6] Η ευτυχία νοείται όχι με όρους ατομικιστικούς, εξιδανικευτικούς και ιδεαλιστικούς, αλλά πολιτικοποιημένους και μνημονικούς. Έτσι όπως ορίστηκε και από τον Benjamin στον Μονόδρομο: «Ευτυχία είναι το να μπορείς να έχεις επίγνωση του εαυτού σου δίχως τρόμο».[7]

Η Κωστούλα Μάκη είναι κοινωνική ψυχολόγος 

[1] Benjamin, W. (2004) Μονόδρομος, μετάφραση Ανδρικοπούλου, Ν., Αθήνα: Άγρα, σ. 123. 
[2] Sebald, W. G. (2008) Η φυσική ιστορία της καταστροφής, μετάφραση Καλλιφατίδης, Γ., Αθήνα: Άγρα, σ. 15. 
[3] Sebald, W. G. (2008), ο.π., σ. 19. 
[4] Sebald, W. G. (2008), ο.π., σ. 39. 
[5] Sebald, W. G. (2008), ο.π., σ. 67. 
[6] Sebald, W. G. (2008), ο.π., σ. 83. 
[7] Benjamin, W. (2004), ο. π., σ. 80.

Μυλωνάς Αναστάσιος, “Split in space portrait”, 2019

Δεν υπάρχουν σχόλια: