6/12/20

Μοντέρνα υποκειμενικότητα

Αλεξανδρή Αναστασία, “Gobblegum”, 2019, εγκατάσταση 

Του Στέφανου Ροζάνη* 

Η εξέγερση της υποκειμενικότητας είναι ίσως το κρισιμότερο σημείο που συνδέει άμεσα τον Ρομαντισμό με τον μοντερνισμό. Είναι το σημείο εκείνο που έστρεψε ξανά το βλέμμα της εποχής μας στη ρομαντική φαντασιακή κατάσταση του ανθρώπου, και της συνείδησής του ως της μόνης εξεγερσιακής στάσης, κατά την οποία ο άνθρωπος και οι τέχνες του πραγματώνουν αποκλειστικά τον εαυτό τους. 
Στον χώρο των τεχνών, μία από τις σημαντικότερες αισθητικές εκδηλώσεις του μοντερνισμού είναι ασφαλώς Εξπρεσιονισμός. Το καλλιτεχνικό αυτό ρεύμα αναπτύχθηκε και ωρίμασε στις αρχές του 20ού αιώνα και ιδιαίτερα από το 1910 μέχρι το 1930 περίπου. Κοιτίδα του Εξπρεσιονισμού είναι η Γερμανία και κυρίως κατά την περίοδο του μεσοπολέμου. Ωστόσο, ο Εξπρεσιονισμός γρήγορα εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ο Εξπρεσιονισμός πηγάζει από τη βίαιη αντίθεση προς τον ρεαλισμό, όπως και από την άρνηση των καλλιτεχνών να μιμηθούν, να αναπαράγουν και να επαναλάβουν τον κόσμο της υπαρκτής πραγματικότητας. Αντί γι' αυτό, οι εξπρεσιονιστές, επιστρέφοντας στα βάθη του ανθρώπινου εαυτού, στις ψυχικές και συναισθηματικές πηγές της υποκειμενικότητας, επιζητούν να επαναποκτήσουν μια παράξενη αγνότητα. Αυτή η αγνότητα είναι ένα χρώμα χωρίς όνομα, μια εικόνα χωρίς ερμηνεία. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι εξπρεσιονιστές, όπως ακριβώς οι οραματιστές, εξέφραζαν τη συναισθηματική τους κατάσταση με έναν τρόπο εκστατικό και με ένα πάθος σχεδόν λησμονημένο από καιρό. 
Η έκφραση, δηλαδή η εκστατική στάση, ήταν και είναι το πρωταρχικό στοιχείο το οποίο καθορίζει τη μορφή και τον εσωτερικό ρυθμό του έργου τέχνης. Η μορφή και ο εσωτερικός ρυθμός είναι ασφαλώς σημαντικότερα στοιχεία από την αρμονία. Έτσι, στα έργα των εξπρεσιονιστών, η σύνταξη των προτάσεων είναι χαλαρή, αν όχι αποδιοργανωμένη, η εικόνα χρησιμοποιείται με έναν δυναμικό τρόπο που παραμορφώνει τα αντικείμενα, σύμφωνα πάντα με την ψυχική παρόρμηση του καλλιτέχνη, ενώ η σκέψη και η πράξη είναι ασυνεχείς και αποσπασματικές. 
Ο διάσημος εξπρεσιονιστής ζωγράφος Kandinsky έγραφε: "Η ζωγραφική είναι μια τέχνη και, συνολικά ιδωμένη, δεν είναι η τέχνη μια άσκοπη δημιουργία πραγμάτων που διαλύονται στο κενό, αλλά μια δύναμη καθαρής σκοπιμότητας της ανθρώπινης ψυχής". Αυτή η καθαρή σκοπιμότητα της ανθρώπινης ψυχής είναι που δημιουργεί την εξέγερση της υποκειμενικότητας του εξπρεσιονιστή καλλιτέχνη και τον φέρει σε άμεση επαφή με έναν αγωνιακό εσωτερικό κόσμο, μέσα στον οποίο κυριαρχεί ένας επίμονος ιδεαλισμός. Αυτή ακριβώς η εξεγερμένη υποκειμενικότητα είναι που κάνει τον Εξπρεσιονισμό να στρέφεται προς τον Ρομαντισμό, όσο και προς τον φυσικό διάδοχο του Ρομαντισμού, τον Συμβολισμό. 
Κατ' αρχάς, η σχέση του Εξπρεσιονισμού με τον Ρομαντισμό αποκαθίσταται μέσω του κοινού ενδιαφέροντος των δύο αυτών αισθητών ρευμάτων για τον Γοτθικό μυστικισμό. Η αγάπη των εξπρεσιονιστών για το Γοτθικό ύφος είναι τόσο έντονη ώστε τόσο ο παραμορφωμένος χαρακτήρας των εξπρεσιονιστικών μορφών, ιδιαίτερα στη ζωγραφική, όσο και η αφαιρετική και εκστατική στάση του καλλιτέχνη απέναντι στον κόσμο της υπαρκτής πραγματικότητας να οδηγούν απ' ευθείας στη Γοτθική παράδοση. Από την άλλη μεριά, έχει ορθά τονιστεί ότι οι σημαντικότεροι πρόδρομοι του Εξπρεσιονισμού είναι οι ρομαντικοί ποιητές Holderlin και Von Kleist, καθώς και οι συμβολιστές Baudelaire και Rimband. Από αυτούς τους προδρόμους του, ο Εξπρεσιονισμός αντλεί άμεσα την εκστατική του στάση και το όραμα ως μοναδική πηγή μέσα από την οποία πηγάζει το έργο του καλλιτέχνη. Κατά την αντίληψη των σημαντικότερων μελετητών του Εξπρεσιονισμού, "η διάσταση του εξπρεσιονιστή καλλιτέχνη είναι το όραμα. Δεν βλέπει. Μόνο κοιτάζει. Δεν περιγράφει - βιώνει. Δεν αναπαριστά - διαμορφώνει. Δεν ακολουθεί μια σειρά από πραγματικότητες: εργοστάσια, σπίτια, αρρώστια, πόρνες, κραυγές, πείνα. Τώρα πια υπάρχει μόνο το όραμά του". 
Μια τυπική περίπτωση της βαθύτατης συγγένειας μεταξύ Εξπρεσιονισμού και Ρομαντισμού διαπιστώνεται στο δράμα "Δολοφόνος, ελπίδα των γυναικών", το οποίο δημοσίευσε το 1910 ο βιενέζος εξπρεσιονιστής ζωγράφος Kokoschka. Στο έργο αυτό, όπως έχει ήδη υποδειχθεί "είναι οφθαλμοφανές ότι τη σκέψη του Kokoschka απασχολεί η επίμονη ανάμνηση του δράματος 'Πενθεσίλια' του Γερμανού ρομαντικού συγγραφέα Kleist, βαραίνει η βαγκνερική μυθολογία, και μένει παγιδευμένη στην αντίθεση της δύναμης της θέλησης και στον αισθητισμό του Νίτσε και του Σοπεχάουερ". Ο Kokoschka ανακαλύπτει το «θέατρο της σκληρότητας" και μαζί του τον Kleist. 
Μια επιπλέον χαρακτηριστική περίπτωση είναι ο εξπρεσιονιστής ποιητής Γκέοργκ Τρακλ. Ο Τρακλ διδάχθηκε την ποιητική του τέχνη από τους ρομαντικούς Holderlin, Novalis και Poe, ενώ ιδιαίτερα στενοί υπήρξαν οι δεσμοί του με τους συμβολιστές ποιητές Baudelaire, Rimband και Mallarme. Πάντως, πρότυπο του Τρακλ στάθηκε ο "Εμπεδοκλής" του Holderlin και από το πρότυπό του αυτό άντλησε τις ρομαντικές του εικόνες για τον αινιγματικό χαρακτήρα της φύσης και την παρακμή του ανθρώπου που συμπίπτει με την παρακμή της φύσης. Πρόκειται ασφαλώς για μια κεντρική ρομαντική σύλληψη, η οποία μέσω του Τρακλ επανέρχεται με ένα ανανεωμένο σφρίγος στην ποιητική του μοντερνισμού. 
Τυπικό παράδειγμα μπορούμε επίσης να θεωρήσουμε την εξέλιξη του μοντερικού μυθιστορήματος. Η Lilian Furst έχει εμφατικά τονίζει τη σχέση της μοντερνικής πειραματικής μυθοπλασίας με τα ρομαντικά προτάγματα και αφηγήσεις. Όπως γράφει χαρακτηριστικά, στο σύνολό του το πειραματικό μυθιστόρημα του 20ού αιώνα έχει τα θεμέλιά του στον Ρομαντισμό. Η κίνησή του από τον πραγματικό στον φαντασιακό κόσμο των ονείρων, στους μύθους και στο μυστήριο, η αναζήτηση καινούργιων συμβόλων και νέων μορφών έκφρασης, η εξερεύνηση του χρόνου και του χώρου, η απόρριψη της πλοκής προς χάριν μιας οργανικής δομής, η οποία βασίζεται στη συνειρμική συνέπεια επανερχόμενων εικόνων, καθώς και άλλα χαρακτηριστικά, συνδέονται άμεσα με το ρομαντικό κίνημα. 
Άλλωστε η τεχνική του εσωτερικού μονολόγου που συγκροτεί το μοντερνικό συνειδησιακό ρεύμα, μέσω του οποίου η ιστορία είναι ένα αφήγημα του δραματικού ήρωα, πηγάζει από τη ρομαντική αντίληψη ότι ο κόσμος εμφανίζεται όχι ως επιφανειακή προφάνεια, αλλά, αντίθετα, ως εσωτερική πραγματικότητα η οποία κείται πέραν των προφανειών. Από αυτή την άποψη, το διάσημο μυθιστόρημα του James Joyce "Finnegans Wake", αντιπροσωπεύει την ακραία ίσως εκδοχή αυτής της ρομαντικής αντίληψης. Αναμφισβήτητα, αποφαίνεται η Lilian Furst, ολόκληρος ο αναρχικός ατομισμός, η προσκόλληση στο φαντασιακό και η συναισθηματική ορμή της τέχνης του 20ού αιώνα θεμελιώνονται ήδη μέσα στον Ρομαντισμό. 
Με αυτή την έννοια, ιδρυτικά ονόματα του μοντερνισμού, όπως ο Προυστ και ο Κάφκα, ο Πικάσο και ο Σαγκάλ, ο Μάλερ, ο Μπρεχτ και ο Μπέκετ, θεωρούνται από τη σύγχρονη κριτική ως συνεχιστές της ρομαντικής παράδοσης - μιας παράδοσης της οποίας τα θεμελιακά στοιχεία υπήρξαν η ανανέωση, ο επαναπροσανατολισμός και η αναδόμηση των τεχνών μέσα από τις πλούσιες πηγές της δημιουργικής φαντασίας, του ονείρου και του εσωτερικού μονολόγου. 
Ένας από τους σημαντικότερους αμερικανούς μοντερνιστές, ο Murray Krieger, έγραφε: "Αν δεχθούμε την απώλεια της πίστης του Άγγλου ρομαντικού ποιητή Arnold μπορούμε να προχωρήσουμε με δύο τρόπους: μπορούμε να δούμε την ποίηση ως τον ανθρώπινο θρίαμβο που βγαίνει μέσα από τα σκοτάδια του εαυτού μας, ως τη δημιουργία ενός λεκτικού νοήματος μέσα από ένα κενό σύμπαν, μιας δημιουργίας η οποία εξυπηρετεί ένα οραματικό υποκατάστατο μιας πεθαμένης θρησκείας. Ή μπορούμε μέσα από την άρνηση να επεκτείνουμε την απιστία μας, την κενότητα του σύμπαντός μας, στην ποίησή μας. Καθώς εγώ είμαι ένας ξεροκέφαλος ανθρωπιστής, πρέπει να διαλέξω τον πρώτο δρόμο". 
Αυτό που ενώνει τον Ρομαντισμό του 19ου αιώνα με τη μοντέρνα κατάσταση, είναι ασφαλώς η αναζήτηση ενός λεκτικού νοήματος "μέσα από ένα κενό σύμπαν". Ενός νοήματος που θα είναι ο θρίαμβος του ανθρώπου, δημιουργώντας τις λέξεις και τα πράγματα, ακυρώνοντας τον δυισμό υποκειμένου και αντικειμένου και αρνούμενος κατηγορηματικά να είναι ένας θρίαμβος της διάνοιας και της έλλογης τάξης του κόσμου. 

*Ο Στέφανος Ροζάνης είναι καθηγητής Φιλοσοφίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: