Του Ιορδάνη Κουμασίδη*
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΡΟΖΑΝΗΣ, Ο ποιητής Γιάννης Σκαρίμπας, εκδόσεις Ηριδανός, 2020 (ανατύπωση της έκδοσης του 1969), σελ. 78
Υπάρχει μια αυταπόδεικτη οφειλή, διόλου δυσάρεστη –όπως είναι συνήθως οι οφειλές- πόσο μάλλον για τον ρόλο που αναλαμβάνει κανείς να αναφερθεί σ’ ένα βιβλίο του Στέφανου Ροζάνη. Είναι η γενικότερη οφειλή της εν Ελλάδι επιστημονικής, φιλοσοφικής και λογοτεχνικής σκέψης έναντί του. Μεταξύ άλλων, του οφείλω/οφείλουμε, την αντιμετώπιση της λογοτεχνίας από φιλοσοφική και θεωρητική σκοπιά, με έναν τρόπο που τον καθιστά sui generis. Από τα ανυπέρβλητα Σολωμικά –τα θεωρώ τα πιο εμβριθή κείμενα που έχω διαβάσει για τον Σολωμό– ως την τιθάσευση και το κατόρθωμα να επεξηγηθεί με τρόπο εύληπτο ένα κίνημα όπως ο Ρομαντισμός.
Εν προκειμένω, το κριτικό έργο του Ροζάνη Ο ποιητής Γιάννης Σκαρίμπας γράφτηκε και δημοσιεύεται το 1969 και ανατυπώνεται τώρα, μετά από πολλά χρόνια από τις εκδόσεις Ηριδανός υπ’ ευθύνη του Νίκου Μπλαζουδάκη (έχει σημασία πού και πού να αναφερόμαστε και στους αφανείς ήρωες της πνευματικής παραγωγής, τους επιμελητές των εκδόσεων). Πέραν της βασικής της θεματολογίας, της κριτικής ανάλυσης της σκαρίμπειας ποιητικής, η έκδοση συμπληρώνεται από μία επιστολή του Δημήτρη Χατζή στον Στέφανο Ροζάνη. Από τη μεριά μου επιλέγω έναν παρα-φορμαλιστικό δρόμο, ώστε να παρουσιάσω και να σχολιάσω κυρίως τη μεθοδολογία που ακολουθεί ο Στ. Ροζάνης στο εν λόγω έργο.
Πρώτα και κύρια, πρέπει να επισημανθεί πως η συνηθέστερη αντιμετώπιση/ανάληψη της λογοτεχνίας από φιλοσοφική σκοπιά είναι η παραδειγματική της χρήση: η λογοτεχνία τροφοδοτεί τη φιλοσοφία με παραδειγματικό υλικό ώστε αυτή να διαυγάσει τις εννοιολογήσεις της. Ή, αντίστροφα, ένα λογοτεχνικό έργο προσλαμβάνεται με ένα φιλοσοφικό modus, καταλήγοντας όμως πάνω κάτω στο προηγούμενο αποτέλεσμα: να δικαιώσει μια φιλοσοφική επιχειρηματολογία ή, στη χειρότερη, να σταθεί ως διάκοσμος, ως καλολογικό ή αισθητικό περιβάλλον γύρω της.[1]
Ο Ροζάνης, μολονότι ακραιφνής φιλόσοφος, δεν επιλέγει αυτόν τον δρόμο. Η μεθοδολογία του εκκινεί από τον προσδιορισμό του έργου ως προς την εποχή του, μια μορφή ιστορικής (αλλά όχι ιστορικίστικης) πρόσληψης, ειδικότερα την ένταξή του στο πνευματικό context της εποχής του Μεσοπολέμου. Αυτή είναι και η πρώτη μεθοδολογική μου επισήμανση. Εν συνεχεία, κατά την κρίση του Ροζάνη για το έργο του Σκαρίμπα εντός των πνευματικών προσανατολισμών του μεσοπολέμου, στους τελευταίους συγκαταλέγονται και στοιχεία που δεν συνηθίζονται στις φιλολογικές αναλύσεις, όπως οι μουσικές αναφορές ή η γενικότερη κοινωνιολογία της καλλιτεχνικής σκηνής (έπειτα εμφανίζονται και ο κινηματογράφος και τα εικαστικά). Κατά κάποιον τρόπο, σε αυτή την πρακτική, πλην της απόδειξης μιας αισθητικής ευρυμάθειας, ενισχύεται η σημασία του διακειμενικού διάλογου μεταξύ τεχνών και προαναγγέλλεται η μεθοδολογία των πολιτισμικών σπουδών – αρκετά πριν αυτές εμφανιστούν στο ακαδημαϊκό στερέωμα.
Η τρίτη μεθοδολογική επισήμανση: αφετηρία του προσδιορισμού και της κριτικής της πνευματικής ζωής του μεσοπολέμου ορίζεται η αναγνώριση του πρωτείου του μυθιστορήματος στην εν λόγω εποχή. Εν πρώτης όψης παράδοξο, διόλου όμως αντιφατικό αν λάβουμε υπ’ όψη τη συνολική επιχειρηματολογία του ροζάνειου εγχειρήματος. Ωστόσο, φθάνοντας στα σημεία όπου αναλύεται πια το ποιητικό πνεύμα και διακείμενο της εποχής, η εμβρίθεια του συγγραφέα θυμίζει πανεπιστημιακό με αποκλειστική ενασχόληση την εν λόγω περίοδο. Σύμφωνα με το βιβλίο, στο σκαρίμπειο ποιητικό σώμα κυρίαρχο ρόλο διαδραματίζει το δίπολο τραγικότητα και ματαιοδοξία, εκπεφρασμένο με προσωπεία και καρικατούρες. Είναι φιλοσοφικού τύπου αυτή η διαπίστωση; Δεδομένης της ανάπτυξής της και παρότι χάριν της συντομίας της μελέτης ο Ροζάνης αποφεύγει να μας αποκαλύψει τις φιλοσοφικές διακείμενες των εν λόγω στοιχείων, η απάντηση ξεκάθαρα ναι. Νομίζω πως αυτό το φιλοσοφικό ερμηνευτικό σχήμα παρουσιάζεται ξεκάθαρα στο έργο του: Η ερμηνευτική ως πράξη και θεώρηση: μελέτες για τη λογοτεχνία[2], όπως και στο Το κείμενο και ο σωσίας του.[3]
Ιδιαίτερη θέση καταλαμβάνει ασφαλώς και το ύφος: το γλωσσικό ύφος του συγγραφέα ακολουθεί συχνά έναν ολίγον τι λογοτεχνίζοντα τρόπο, δίχως να υστερεί σε ακριβολογία, θυμίζοντας, κατά την ταπεινή μου άποψη σε ορισμένα σημεία του πρώτου μέρους το νιτσεϊκό ύφος.
Ως κατακλείδα, οι διαρκείς υπομνήσεις της φιλολογικής στειρότητας της εποχής που γράφονται τα ποιήματα του Σκαρίμπα μοιάζουν να αφορούν και το σήμερα – μεταξύ άλλων, υποψιάζομαι, και του στοιβάγματος του λογοτεχνικού σώματος υπό τον ακαδημαϊκό/επιστημολογικό τίτλο «φιλολογία». Μια διαφορετική αντιμετώπιση και τύχη θα έπρεπε να επιφυλάσσεται στα λογοτεχνικά έργα, μια αντιμετώπιση, όπως παραδειγματικά εμφανίζεται και συμβαίνει στο εν λόγω βιβλίο αλλά και σε έτερα κριτικογραφήματα του συγγραφέα.
Εν τέλει: έχουμε να κάνουμε με ένα έργο που θα μπορούσε να είχε γραφτεί και σήμερα, ακριβώς επειδή υπήρξε πολύ μπροστά από την εποχή του. Η μετέπειτα πνευματική πορεία το Ροζάνη απέδειξε το υπαρξιακό του ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία, μέσω της στροφής στη συγκρότηση μιας ευρύτερης κειμενικής και αναγνωστικής θεωρίας όπως προαναφέραμε.
*Ο Ιορδάνης Κουμασίδης διδάσκει στο ΕΚΠΑ και στο ΕΑΠ
[1] Σε άλλο κείμενό του, ο Ροζάνης παραθέτει τον Paul de Man και την ευφυέστατη διατύπωσή του: «η φιλοσοφία όλη είναι καταδικασμένη στο βαθμό που εξαρτάται από τη ρητορικότητα, να είναι λογοτεχνικήˑ και όλη η λογοτεχνία, ως παρακαταθήκη αυτού του προβλήματος, είναι σε κάποιο βαθμό φιλοσοφική», Η επιστημολογία της μεταφοράς, μετ. Κ. Παπαδόπουλου, Άγρα, 1999.
[2] Ηριδανός, 2018.
[3] Ψυχογιός, 2003.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου