Της Ευσταθίας Δήμου*
ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Σωσίβιο Χώμα, εκδόσεις Μελάνι, σελ. 64
Ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, ένας εκ των σημαντικότερων εκπροσώπων της ποιητικής γενιάς του ’70, επανέρχεται λογοτεχνικά με ένα σύνολο ποιητικών κειμένων, τριάντα συνολικά, ομαδοποιημένων κάτω από το γενικό τίτλο Σωσίβιο χώμα. Το οξύμωρο της φράσης, αλλά και η χρήση της λέξης «σωσίβιο» ως επίθετο και όχι ως ουσιαστικό, διαμορφώνουν ένα ευρύ πεδίο σημάνσεων που έχει στον πυρήνα του τον θάνατο και την αναίρεσή του ή, αντίστροφα, την πρώτη ύλη της ανθρώπινης υπόστασης, το χώμα - σώμα, και την θεώρησή του ως καταφυγίου και σωτηρίας.
Μια πρώτη περιήγηση στα ποιήματα του βιβλίου αρκεί για να διαμορφώσει κανείς την εικόνας μιας ανατρεπτικής ποιητικής συλλογής και μιας διαφορετικής οπτικής πάνω στην ποίηση και την ποιητική. Πιο συγκεκριμένα, τα κείμενα του βιβλίου είναι γραμμένα σε λόγο πεζό από τον οποίο λείπουν, σχεδόν κατά κανόνα, τα σημεία στίξης, με εξαίρεση την τελεία και την παρένθεση. Και ενώ η χρήση της τελείας μοιάζει σχεδόν αναπόφευκτη, η χρήση της παρένθεσης αποκτά μία ιδιαίτερη σημασία στο μέτρο και στο βαθμό που διαμορφώνει ένα δεύτερο επίπεδο μέσα στο κείμενο, έναν αναβαθμό και μία κλιμάκωση με σχολιαστική ή συμπληρωματική λειτουργία και στόχευση. Η απουσία, πάντως, των σημείων στίξης δεν μπορεί παρά να ερμηνευθεί ως ένα άνοιγμα του συγγραφέα προς τον αναγνώστη και ένα κάλεσμα σε αυτόν να νοηματοδοτήσει με τον δικό του τρόπο τα γραφόμενα, αλλά και τη διάθεση του να αφήσει τον λόγο του να κυλήσει απρόσκοπτα, δίχως εμπόδια και παύσεις. Ίσως, μάλιστα, αυτός να είναι και ο λόγος που επέλεξε το πεζόμορφο ποίημα, αφού, εκ των πραγμάτων, η στιχο - ποίηση προϋποθέτει και συνεπάγεται τις τομές του λόγου στο τέλος κάθε στίχου.
Παρά το πεζόμορφο του λόγου, όμως, η ποιητικότητα και ο ρυθμός των κειμένων κερδίζουν αμέσως έδαφος, με την πρώτη ανάγνωση, η οποία κινείται και καθοδηγείται κατά τρόπο ιδιαίτερο και μοναδικό από την παράταξη μιας αλυσίδας προτάσεων στις οποίες επαναλαμβάνονται με σχεδόν εκπληκτική γεωμετρία οι ίδιοι ή ανάλογοι όροι. Ο ρυθμός των ποιημάτων του Παπαγεωργίου αποτελεί μία άρτια εξεικόνιση του ρυθμού του ίδιου του χρόνου, του βαδίσματός του μέσα και πάνω στη ζωή και την ανθρώπινη υπόσταση. Ο ρυθμός αυτός του λόγου, που κινείται και ταλαντεύεται ανάμεσα στην εξομολόγηση, την περιγραφή, την αποτύπωση, τον απολογισμό διαμορφώνει ένα περίτεχνο υφαντό, ένα σφιχτοδεμένο πλεκτό στο οποίο κυρίαρχη θέση έχουν οι εικόνες. Εικόνες απροσδόκητες, τεχνουργημένες από παράδοξες, ανοίκειες, ιδιαίτερα εμπνευσμένες συνάψεις λέξεων που καθίστανται, από μόνες τους, φορείς των νοημάτων. Φεγγάρι ολόγυμνο σελήνης μελιχρό αποτύπωμα στο στήθος κοιμισμένου κοριτσιού καταμεσής λεηλατημένου ονείρου αστράφτει ασήμι αλλά χωρίς μετάλλου υφή παρά ρυακιού κουρέλι από νερό και αέρα ή φλυαρία φυκιών στην επιφάνεια λίμνης με θρυμμάτισμα γυαλιού. Είναι ίσως από τις λίγες φορές στη νεοελληνική ποίηση που η εικόνα, είτε στην μεταφορική, είτε στην κυριολεκτική της διάσταση και κατασκευή, έχει μια τέτοια δύναμη και δυναμική ώστε να μπορεί η ίδια να αποτελέσει την ουσία της ποιητικής σκέψης και έκφρασης, τον πυρήνα της ποιητικής δημιουργίας. Από την άλλη, όμως, η εικόνα στην ποίηση του Παπαγεωργίου δεν κρύβει, ούτε αποσιωπά την λεκτική της προέλευση, τις γλωσσικές της καταβολές. Η εικόνα δεν είναι παρά ένα λεκτικό σχήμα, μία γλωσσική κατασκευή που εκκινεί, καταλήγει και επανέρχεται ως δημιούργημα αποκλειστικά των λέξεων. Έτσι, ενώ η ποίηση του Παπαγεωργίου φαίνεται, από πρώτη άποψη, εικονο-πλαστική, είναι, στην πραγματικότητα, απολύτως γλωσσοκεντρική, ο ποιητής δηλαδή προτείνει και προκρίνει τη χρήση και τη λειτουργία της λέξης ως εικόνα.
Η περιήγηση στα ποιήματα του βιβλίου είναι μια πορεία στην περιπέτεια της ίδιας γραφής. Είναι, με άλλα λόγια, μια πορεία από κοινού του ποιητικού υποκειμένου και του αναγνώστη στον χωροχρόνο της δημιουργίας. Είναι η έκθεση του ποιητή, των σκέψεων και των συνειρμών του, των εντυπώσεων και των θεωρήσεών του, είναι, όμως, ταυτόχρονα και μια δοκιμή και δοκιμασία του αναγνώστη ο οποίος καλείται να συμπαρασυρθεί σε αυτό το ταξίδι που συνιστά η ποιητική δημιουργία, η οποία, κατά τρόπο απόλυτα διεκδικητικό, προϋποθέτει την παρουσία και την καταλυτική του παρέμβαση, την επικοινωνία με τον δημιουργό και, εν τέλει, τον ενεργό και ενεργητικό του ρόλο στη νοηματοδότηση των κειμένων. Η εντύπωση, λοιπόν, που ίσως δημιουργείται στην αρχή ότι ο ποιητικός λόγος του Παπαγεωργίου λειτουργεί ως κεντρομόλος δύναμη, είναι, εν μέρει, παραπλανητική. Γιατί, την ίδια στιγμή που τα κείμενά του συναποτελούν και διαμορφώνουν ένα κλειστό, «πυρηνικό» σύμπαν, την ίδια στιγμή που θυμίζουν ένα περιχαρακωμένο, οριοθετημένο πεδίο, σφραγισμένο από την γλωσσική ιδιοπροσωπία και ιδιοτυπία του ποιητή, την ίδια εκείνη στιγμή ο αναγνώστης μπορεί να ανακαλύψει ένα πλήθος χαραμάδων ή υποδοχών από τις οποίες μπορεί να εισέλθει ή να εισχωρήσει για να ανακαλύψει τα σημεία εκείνα στα οποία ταυτίζεται και συνυπάρχει με τον δημιουργό.
Η συνύπαρξη, μάλιστα, αυτή τεχνουργείται κατά τρόπο απόλυτα επιτυχή τις στιγμές εκείνες που πραγματοποιείται η ποιητική μετουσίωση όχι τόσο της εικόνας, όσο του βιώματος, του ανθρώπινου βιώματος που συνθέτει σε ένα όλον τον δημιουργό, τον αποδέκτη και το έργο. Πρόκειται, ουσιαστικά για το «βίωμα» του θανάτου, νοούμενου ως προοπτική, ως βεβαιότητα του επερχόμενου, και το βίωμα της φύσης, ως αντίληψη και πρόσληψη των ερεθισμάτων του περιβάλλοντος κόσμου. Το δίπολο αυτό δεν είναι πάντα ξεκάθαρα διαμορφωμένο αφού, συχνά, ο ένας πόλος υπεισέρχεται και εμποτίζει τον άλλον: εξάλλου από ένα δάσος σε κατάσταση φυγής δεν περιμένεις φύλλων θροΐσματα ούτε αναμάσημα δροσιάς στη μέση μιας βοσκής μαρμαρωμένης. Διαμορφώνεται, έτσι ένα αξεδιάλυτο σύνολο από το οποίο είναι δύσκολο ή, μάλλον, ακατόρθωτο να αφαιρέσεις ένα στοιχείο, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που είναι δύσκολο και ακατόρθωτο να αφαιρέσεις ένα οποιοδήποτε στοιχείο από το περιβάλλον χωρίς να διαταραχθεί και να καταλυθεί η ισορροπία του.
Η συλλογή του Κώστα Παπαγεωργίου συστήνει έναν διαφορετικό τρόπο κατασκευής και λειτουργίας του ποιητικού κόσμου και της ποιητικής τέχνης γενικότερα, μέσα στον οποίο καταργείται ή παρακάμπτεται ο στίχος ως πρωταρχή της ποιητικής δημιουργίας και, αντ’ αυτού, προκρίνεται ένα είδος «κειμενικού στίχου», μια κατασκευή δηλαδή ενιαία, αδιαίρετη, αυτοτελής και αυθύπαρκτη που συνιστά μια μεγεθυμένη εκδοχή του στίχου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο διευρύνεται το πεδίο της ίδιας της ποιητικής τέχνης μέσα από μία πρωτοβουλία – πρόταση εναλλακτικής θεώρησης του τρόπου με τον οποίο υπηρετείται η τέχνη και ο λόγος.
*Η Ευσταθία Δήμου είναι φιλόλογος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου