Του Κωνσταντίνου Μπούρα*
CARLES RIBA, Οι ελεγείες της Μπιερβίλλ, εισαγωγή-μετάφραση: Eusebi Ayensa – Νίκος Πρατσίνης, επίλογος: Jaume Medina, εκδόσεις Printa, σελ. 128
Οι κλασικοί εθνικοί ποιητές δεν διαμορφώνουν απλώς τη γλώσσα στην οποία φιλοτεχνούν τα πονήματά τους αλλά συνδημιουργούν ένα αφήγημα ικανό να υποστηρίξει το αίτημα ξεχωριστής ταυτότητας από τους περιβάλλοντες λαούς και τις άλλες πολιτισμικές μειονότητες εντός.
Αντίστοιχος του Διονυσίου Σολωμού είναι ο Καταλανός Κάρλες Ρίμπα (1893-1959), επηρεασμένος από τον παρνασσισμό, τον συμβολισμό, τον γερμανικό εξπρεσιονισμό και όλες τις νεορομαντικές και νεοκλασικιστικές αποχρώσεις που δημιούργησαν τα έθνη-κράτη στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα. Η Κλασική Αρχαιότητα, ο συμβολισμός και η μυθολογία της είναι το κατάλληλο υπόστρωμα, ως φαίνεται, για τη σπορά και την καλλιέργεια εθνικών αφηγημάτων. Είναι το ασφαλές καταφύγιο των Διαφωτιστών όταν θέλουν να υποστηρίξουν το κληρονομικό δικαίωμα των ανθρώπων στην ελευθερία, στην ελεύθερη βούληση, στην Δημοκρατία, ενάντια σε κάθε είδους πολιτικούς ή θρησκευτικούς απολυταρχισμούς, ενάντια σε οιουσδήποτε φεουδαρχισμούς και μεσαιωνικές δουλείες.
Η Ελευθερία ως απόλυτο ιδανικό συνδυάζεται με την πειθαρχία, τη συνεργασία και την ομαδική δουλειά που χάρισαν την επιτυχία στους Σαλαμινομάχους (ένατη ελεγεία). Ο Ορφέας με την κάθοδό του στον Άδη για να αναζητήσει την μυθική ερωμένη του, το ρομαντικό «άλλο του μισό», διαπνέει την επομένη δεκάτη ελεγεία, που είναι τόσο σκοτεινή όσο και η Σκιά του ανθρώπου. Αυτός ο μανιχαϊστικός αγώνας φωτός-σκότους, αλλά και η μεσογειακή φωτολατρεία, η ελληνορωμαϊκή αισιοδοξία κι η εκστατική χαρά της ζωής που αναγεννιέται πάντα σαν τον Άδωνη, μαζί με την αρχαιολατρεία και έναν υψηλό ποιητικό τόνο που θυμίζουν το «Πνευματικό Εμβατήριο» του Άγγελου Σικελιανού, αντισταθμίζουν την υπερχειλίζουσα κατάθλιψη, το υπαρξιακό αδιέξοδο, την «νύχτα της ψυχής» στην οποία βουλιάζει ο εξόριστος κλασικιστής και ποιητής μετά την ήττα των Δημοκρατικών στην Ισπανία και βρίσκει ευοίωνο πολιτικό άσυλο στην φιλόδοξη Γαλλία, χώρα των εξόριστων καλλιτεχνών, διανοητών, λογοτεχνών απανταχού του κόσμου. Σε αυτή την καλόγνωμη «μητριά» και στα νερά, στα ποτάμια της αφιερώνει την δωδεκάτη ελεγεία του, ενώ επικαλείται και την αρχαία Μούσα Ερατώ, ένοικο του μυθικού Παρνασσού, κι έτσι κλείνει αυτό το σώμα των «ωδών». Περισσότερο «ωδές» είναι, για να θυμηθούμε τον Ανδρέα Κάλβο, ετούτα τα ξεσπάσματα κινημάτων της ψυχής που ξεχειλίζουν από υπαρξισμό, αυτοψυχαναλυτική στόχευση, ακόμα κι από το μετέπειτα μπεκετικό «παράλογο», στην έβδομη ελεγεία.
Γενικά, ο ποιητής Κάρλες Ρίμπα πλησιάζει μάλλον στον επίσης απομακρυσμένο από την μητέρα-πατρίδα Ανδρέα Κάλβο, αν κοιτάξουμε μέσα στα γραπτά του με το ψυχαναλυτικό νυστέρι. Ο Όμηρος είναι ο μόνιμος ποιητής-υπόδειγμα στον οποίο αναφέρεται διαρκώς και παραπέμπει μόνιμα. Ο ναός του Σουνίου, οι Δελφοί, τα απομεινάρια του αρχαίου κλέους και κάλλους προσδίδουν έναν αέρα νοσταλγικό κι απολύτως ιδεαλιστικό σε αυτή τη νοητική περιήγηση σε εσωτερικά τοπία μεγάλης καθαρότητος αλλά και σκοτεινιάς, αφού ο μοντερνισμός δεν αφήνει ανέγγιχτη αυτή την ομφαλοσκοπική γραφή που γυρίζει στο χτες για να απαλύνει το σήμερα και τις αχώνευτες επιπτώσεις του. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι και δεν νοείται πρωτοπόρος κάποιας νεωτερικότητας ο Καταλανός ποιητής. Βουλιάζει βεβαίως στην «περιρρέουσα ατμόσφαιρα» της εποχής του, έχει όμως το βλέμμα του στραμμένο στον εξιδανικευμένο δέκατο ένατο αιώνα των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, παρά στην πρώτη παγκοσμιοποιημένη αξίωση του καπιταλισμού που χρησιμοποίησε την Τεχνολογία για να υπερβεί τα στενά σύνορα και τα αυτάρκη «πόλεις-κράτη», αφού ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος δεν σήμανε απλώς το τέλος της Αυστροουγγαρίας, αλλά και της παλιάς αριστοκρατικής Ευρώπης, όπως την ξέραμε από την εποχή της Αναγέννησης.
Ο Κάρλες Ρίμπα μοιάζει να νοσταλγεί αυτή την εποχή κι ελάχιστα προοιωνίζει τον κοσμοπολιτισμό των διανοούμενων μετά τη φρίκη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Προσεκτική η μετάφραση, όσον αφορά περισσότερο στην μετάδοση των νοημάτων, αλλά και ως προς την επιχειρούμενη ρυθμολογική αναλογικότητά της. Δεν ξέρω καταλανικά, όμως το ελληνικό μετάφρασμα έμοιαζε συχνά σαν αποτέλεσμα θυσίας υπέρ μιας επιθυμητής μουσικότητας. Αυτή όμως η προτεραιότητα θόλωνε σε πολλά σημεία το κοινωνούμενο νόημα κι ο μακροπερίοδος λόγος δεν συνηγορούσε υπέρ μιας απρόσκοπτης ροής του περιεχομένου. Το αιώνιο πρόβλημα στην μεταφρασμένη ποίηση. Μορφή και περιεχόμενο δεν συμβαδίζουν πάντα στη μεταφορά τους από την γλώσσα-πηγή στη γλώσσα-στόχο. Κάτι τέτοιο θα ήταν από ανέφικτο έως ουτοπικό. Κατατοπιστικότατος ο σχολαστικός πρόλογος που φιλοτέχνησαν οι δύο μεταφραστές: Εουζέμπι Αγιέντσα κι ο βραβευμένος, ο καταξιωμένος Νίκος Πρατσίνης. Σημαντικός και ο επίλογος από τον μελετητή του Καταλανού κομψοτέχνη, Jaume Medina.
Ο Κωνσταντίνος Μπούρας είναι δρ Θεατρολογίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου