29/11/20

Εκπεπτωκός άγγελος

Μαρίνα Βελησιώτη, Lost Loves Paved With Gold, 2020,υφαντό, 200 x 110 εκ.

Της Σοφίας Κασβίκη* 

ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΖΟΥΡΓΟΣ, Οι ρετσίνες του βασιλιά, εκδόσεις Πατάκη, σελ. 456 

Ο Αριστοτέλης στην «Ποιητική» του κατέδειξε πως η Ποίηση – η Λογοτεχνία στα καθ’ ημάς – είναι σπουδαιότερη από την Ιστορία και προσεγγίζει περισσότερο από αυτήν την Φιλοσοφία, επεξηγώντας ότι η Ιστορία, εφ’ όσον «τὰ καθ᾽ ἕκαστον λέγει» (μιλάει για τα ατομικά και τα επιμέρους), καταγίνεται με το τυχαίο και το ενδεχόμενο του ανθρώπινου βίου, ενώ η Ποίηση αναζητά τον καθολικό άνθρωπο (τὰ καθόλου) μέσα από την βεβαιότητα που διασφαλίζει το εικός (το εύλογο) και το αναγκαίο. Επομένως η Ποίηση / Λογοτεχνία λειτουργεί ως βασικός αρωγός της Φιλοσοφίας στην υπαρξιακή αναζήτηση. Μόνο που η αναζήτηση αυτή, ανεξάρτητα από τις διαδρομές και τα θεωρητικά σχήματα που επιλέγει και προτείνει για την επιτυχέστερη διευθέτηση του ανθρώπινου βίου, καταλήγει αναπόδραστα στη μοναδική απόλυτη βεβαιότητα της ύπαρξης, η οποία διατυπώνεται στον Εκκλησιαστή της Παλαιάς Διαθήκης με την διαβόητη φράση «ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης». Μια φράση, που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τον Ι. Ζουργό είτε ως τίτλος, είτε ακόμη και ως περίληψη του νέου του βιβλίου «Οι ρετσίνες του βασιλιά», όπου ο αφηγητής- ήρωας, αποσυρμένος σε μια εσχατιά της ελληνικής υπαίθρου, βιώνει την πλήρη ματαίωση κάθε έργου και κάθε προσδοκίας της ζωής του. Όμως η λέξη «ματαίωση», δεν σχετίζεται μόνο ετυμολογικά αλλά και εννοιολογικά με την λέξη «ματαιότητα». 
Επανερχόμενος ο συγγραφέας στο μοτίβο του απαρτισμένου κύκλου ζωής της πρωταγωνιστικής λογοτεχνικής περσόνας που χρησιμοποιεί και σε προηγούμενα βιβλία του («Λίγες και μία νύχτες», «Σκηνές από το Βίο του Ματίας Αλμοσίνο»), εγκολπώνεται τις θέσεις του ιερού Γρηγορίου Νύσσης και μέσα από την εμπειρία του Λεόντιου Έξαρχου, αποτρέπει τον αναγνώστη από τον θαυμασμό ακόμη και των μειζόνων επίγειων αγαθών, όπως είναι ο πλούτος, η ευζωία, οι απολαύσεις, η επαγγελματική επιτυχία και η κοινωνική καταξίωση. Η απαξίωση όλων των εγκοσμίων είναι τόσο ολοκληρωτική που δεν προσφέρεται ως παραμυθία ούτε η υπαρξιακή βακτηρία του καβαφικού Αντώνιου, που, έστω, «αξιώθηκε μια τέτοια πόλη». Και επιπλέον, τα γεγονότα και οι εκβάσεις τους, οι σκέψεις και οι επιδιώξεις πρωταγωνιστού και δευτεραγωνιστών, επενδύονται με την δυνατότητα μιας επ’ άπειρον επαναληψιμότητας τόσο στον χρόνο όσο και στους ανθρώπους, έτσι ώστε να παύουν να είναι δέσμια μιας συγκεκριμένης ζωής, και να εισβάλλουν ανεξέλεγκτα αλλά συντεταγμένα στην ζωή καθ’ ενός από τους αναγνώστες για να επιβάλλουν – όπως οι θεοί στον επικό Γιλγαμές- τη λήξη στο κυνήγι της Αθανασίας και την αποδοχή της κοινής μοίρας της φθοράς και του θανάτου. 
Ο Λεόντιος Έξαρχος είναι ο εκπεπτωκώς άγγελος του ευδαιμονιστικού παραδείσου της εποχής μας. Πρόσωπο απόλυτα αναγνωρίσιμο από όλους όσους βίωσαν στην χώρα μας τις μεταπολιτευτικές δεκαετίες του ’80, ’90, 2000, αυτές που στο σπανιότατο για τα ελληνικά δεδομένα πλαίσιο μακροχρόνιας ειρήνης και πολιτικής σταθερότητας, εισροής πακτωλού ευρωπαϊκών χρημάτων και απομάκρυνσης από την επίμοχθη χειρωνακτική εργασία, ανέτρεψαν δομές, αρχές και πεποιθήσεις αιώνων, επέτρεψαν τεράστια κοινωνική κινητικότητα και οδήγησαν στην ανάδυση μιας τάξης νεόπλουτων, πρωτοστατούσας στο νεοδιαμορφωθέν παγκοσμιοποιημένο σκηνικό αποθέωσης της ύλης. Εκκινώντας από την βάση της κοινωνικής πυραμίδας, με όχημα τις σπουδές στο Πολυτεχνείο, την ρητορική δεινότητα και την άμετρη φιλοδοξία, δημιούργησε ένα από τα νέα τζάκια της χώρας, εκπορνεύοντας σε αυτή την προσπάθεια κάθε παραδοσιακή αξία –οικογένεια, ηθική, εντιμότητα – και αντικαθιστώντας την από μια ακόρεστη και ανενδοίαστη αναζήτηση του χρήματος και της ισχύος, η οποία τον οδήγησε επιπλέον σε έναν ιδιότυπο τυχοδιωκτικό κοσμοπολιτισμό που τον κατέστησε κυρίαρχο και του ευρύτερου κόσμου. Ο αυτοδημιούργητος θρόνος του φαντάζει πλέον απροσπέλαστος, μόνο που ο βασιλιάς αρχίζει να γερνάει, και ο χρόνος αναλαμβάνει την αποπληρωμή των επιλογών του, κατισχύοντας την θέση του Σάρτρ ότι η ελευθερία είναι η καταδίκη του ανθρώπου. Η εταιρεία του κλυδωνίζεται από την οικονομική κρίση του 2010, η γυναίκα του πεθαίνει, οι κόρες του τον απορρίπτουν και εγκαταλείπουν συλλήβδην, αδυνατεί να ζήσει στο οικογενειακό σπίτι, φίλοι δεν υπάρχουν, εκτός του συνεταίρου του που βουλιάζει στα οικογενειακά του αδιέξοδα. Και τότε επέρχεται η πλήρης ανατροπή! Αφού έχει μοιράσει τα υπάρχοντά του στις δύο από τις τρεις κόρες του, κατ’ αντιστοιχία με τον γνωστό σεξπηρικό εστεμμένο Ληρ, ανακαινίζει τον ‘πύργο’ του πεθερού του στο χωριό, και πηγαίνει να ζήσει εκεί που πάντα απέφευγε να βρίσκεται, στο σπίτι του ανθρώπου που μισούσε, γιατί, όπως ο ίδιος θα ομολογήσει στο τέλος, «δεν ήθελε άλλο αυτό που ήταν»! Ο άνευ ορίων κόσμος του συρρικνώνεται σε ένα παρηκμασμένο καφενείο, οι διεθνείς παρέες της λαμπερής ζωής του αντικαθίστανται από τις απλοϊκές ανθρώπινες φιγούρες που μοχθούν την καθημερινότητα, τα γαλλικά κρασιά από φτηνή ρετσίνα, και ο ίδιος εγκαταλείπει την political correct ζωή του, πίνει, καπνίζει και ξενυχτάει, αναζητώντας την συνύπαρξη με τον Άλλο αλλά και την ψευδαίσθηση των νιάτων. Από την μια, εκπροσωπεί τον Επίπλαστο άνθρωπο που ξαναγυρνά στις αρχέγονες ανάγκες του και βιώνει ως θηλαστικό την φυσική «ζωή του χώματος», και στο επίπεδο της πρακτικής καθημερινότητας αλλά και σε θεωρητικό, μέσα από την μελέτη του Ραμπελικού «Γαργαντούα» που ανακαλύπτει στην βιβλιοθήκη του πύργου. Από την άλλη, συμβολίζει τον σύγχρονο Μετέωρο άνθρωπο – εξόριστο από τον θεό και την ελπίδα της επί γης δικαίωσης- που έφτασε «να υπάρχει σ’ αυτόν τον κόσμο χωρίς επαρκή αιτιολογία». 
Στη συγκεκριμένη κομβική στιγμή, κατά την οποία «ζει σε ένα διάκενο χωρίς σχέδια, υποχρεώσεις και επιθυμίες», ο μίτος της ζωής του ξανατυλίγεται προς την αφετηρία με το πρόσχημα συνομιλιών και επιστολών με αποδέκτες την νεκρή γυναίκα του και τις αποστασιοποιημένες, καλύτερα εχθρικές, κόρες του. Η αναδίφηση του παρελθόντος δεν αφορά μόνο στη δική του ζωή και οικογένεια αλλά και στην οικογένεια της συζύγου του, και τον οδηγεί σε συνταρακτικές αποκαλύψεις ένοχων μυστικών, που προσιδιάζουν σε δυναστικές ιστορίες της Αλβιώνος. Παράλληλα με τα καταφανή στοιχεία εξωτερικής πλοκής που ανακαλούν τον Σέξπηρ, η αυτοαναφορά του κεντρικού ήρωα ως βασιλιά που αντιμετωπίζει τον περίγυρο ως υπηκόους και τις κόρες ως κληρονόμους, επιτονίζει την συνομιλία του βιβλίου με το δράμα του βασιλιά Ληρ. Παρ’ ότι όμως η θεώρηση αυτή επιλέγεται και επιβάλλεται από τον γράφοντα, η βαθύτερη μελέτη των κειμένων στην διαχρονία τους ίσως συνέδεε περισσότερο τις «Ρετσίνες του βασιλιά» με την αρχαία τραγωδία, αν δεχτούμε ως βασικό χαρακτηριστικό της την διάλυση του Οίκου, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τον Οίκο του Λεόντιου Έξαρχου….. 
Πέρα από την βασική πλοκή και τα ζητήματα που αυτή εμφαίνει, στο έργο τίθεται σωρεία επιπλέον ζητημάτων που χαρακτηρίζουν και προβληματίζουν την σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Η μετανάστευση των νέων στις διαδοχικές της φάσεις από το ’60 έως το πρόσφατο brain drain, οι γυναίκες από την ανατολική Ευρώπη, η παιδοκεντρική οικογένεια, η διαρραγή του κοινωνικού ιστού που επέφερε το διαδικτυακό σύμπαν, οι πρόσφυγες και μετανάστες από τις τριτοκοσμικές χώρες ως εργάτες - σκλάβοι στην ελληνική ύπαιθρο, η εξ Εσπερίας επιβαλλόμενη πολιτική ορθότητα μαζί με το ανερμάτιστο νέο πρότυπο ζωής. Το εμβληματικότερο όμως όλων -ίσως γιατί ο Ζουργός, ως συγγραφέας, υπερασπίζεται την δική του υπαρξιακή βακτηρία- είναι η αξία της παραδοσιακής γραφής, καθώς το μολύβι, «η κεραία του νου», είναι «νοήμον όργανο» και «τα σκουλήκια δεν τρώνε τόσο γρήγορα τα χαρτιά όσο τις σάρκες». Γι αυτό ακριβώς τον λόγο, η ανατομία του βίου μιας σειράς ανθρωπίνων υπάρξεων, μιας κοινωνίας σε επάλληλες ιστορικές περιόδους, μιας ολόκληρης πατρίδας, υλοποιείται με νυστέρι την αλληλογραφία του Λεόντιου Έξαρχου. 

*Η Σοφία Κασβίκη είναι φιλόλογος

Δεν υπάρχουν σχόλια: