22/11/20

Αποχαιρετισμός

στον Δημήτρη Ελευθεράκη (1978-2020) 

Του Αλέξανδρου Μηλιά* 

«Έφυγε» ένας από τους καλύτερους. Στο μέσο της πορείας. Η θλίψη, σαν λεπίδα, στομώνει μόνο
μπροστά στον θάνατο. Ούτε ο θυμός, ούτε η αγάπη, ούτε κι ο θρίαμβος μπορούν – το ξέραμε, Δημήτρη. Κι έγραφες: Απόψε παραστέκονται για να με ξενυχτήσουν/ τα εκμαγεία των συντρόφων, σκιές παλιών εχθρών. Να κεραστούν/ αίμα πηγμένο και τον οβολό του Άδη. Τουλάχιστον ας λείψουν/ οι ταπεινοί συμβιβασμοί, τα βυθισμένα κλέη/ κι ό,τι δεν ήταν ιερό. («Προσωρινή μετάθεση», 2004). Κι έγραφες: Απόψε πρέπει να σηκώσω την πίκρα μου/ στο ύψος ενός διανοήματος./ Και να μιλήσω στο κενό με λαμπερούς ιάμβους/ επειδή δεν υπάρχεις. Κι έγραφες: Εάν εξέλθει από τα χείλη μου το πνεύμα,/ στείλε πνοή βέβηλου ύμνου./ Και κάνε το αίμα/ ρόδο της άμμου ταπεινό λουλούδι της ερήμου. («Ρέκβιεμ για ένα φίλο», 2005). Κι έγραφες: Όταν θα ’ρθείς/ μην προσπαθήσεις να με δεις στο ημίφως/ και μην ανάψεις φως, γιατί θα έχω πεθάνει.// Τα χόρτα θα έχουν καταπιεί την όψη μου/ και θα ’ναι πράσινα και σκοτεινά, σαν τα μαλλιά μου.// Και προπαντός/ μη δοκιμάσεις να με αναστήσεις με τα βότανα της ποίησης,/ εκεί που οι νεκροί στριφογυρίζουν σαν σε ερειπωμένα δώματα/ απρόσωποι, σε μια εις Άδου κάθοδο με λέξεις. («Η Στέππα», 2006) 
Στην εξαίρετη Επιστολή του Μαρσύα στον Απόλλωνα έγραφες: Τουλάχιστον θα έχω παίξει τον αυλό/ (αυτή την τέχνη της αναπνοής)/ κ' ύστερα θα 'μαι ολόκληρος μία πληγή:/ το αίμα μου θα γίνει πίδακας,/ οι μύες μου θα κρέμονται γυμνοί, κ' οι φλέβες μου/ θα πάλλονται στον ανοιχτό αέρα σαν χορδές./ Κάθε κομμάτι δέρματος που θ' αφαιρείς επιμελώς από τη σάρκα μου/ θα σου χαρίζει ένα επιφώνημα: μια φυσική νότα./ Θα 'χεις στη διάθεσή σου τότε, ό,τι είναι απαραίτητο/ για να συνθέσεις μία συμφωνία∙ κοντσέρτο/ που θα χειροκροτήσει ο κόσμος των θνητών/ και των ημίθεων: numina sylvarum, κένταυροι,/ οι φαύνοι και οι νύμφες θα δακρύζουν- ένα δωρικό μυαλό πίσω από ένα φρυγικό μαρτύριο./ Και το τομάρι που θα κρέμεται απ' τα κλαδιά μιας λεύκας/ θα λέει: είναι του θεού η τέχνη, όχι δική μου. («Εγκώμια», 2013) 
Ακόμα, δύο πιο προσωπικές/ειδικές αναφορές: Α) Καλοκαίρι, κέντρο Αθήνας, με ποιήματα και συζήτηση γενικότερη για τη ζωή. «Ναι», είπες, «ευχαριστημένος είμαι…». Κι η σκέψη πηγαίνει στην Ευαγγελία, τον Ιάσονα, τον Νικόλα, τη διδασκαλία, την ποίηση – με όποια σειρά. Όλα μαζί, Δημήτρη. Β) Το συνταρακτικό, πλέον ιδιωτικού χώρου ποίημα: ο αφηγητής περιδιαβαίνει σε νεκροταφείο, συναντώντας, περίλυπος, επιγραφές από τάφους νεότερων/ σύγχρονων ποιητών, χωρίς να γνωρίζει, παρά μόνο στο τέλος, ότι κι ο ίδιος είναι νεκρός. Η αρχή: Μια νύχτα δίχως συννεφιά κι ολόγιομη σελήνη/ είπα, θα πάω στα μνήματα, για να ’βρω συντροφιά./ Κι εκεί που ανηφόριζα, στης έγνοιας μου τη δίνη,/ ένα γεράκι αόρατο μου ’σχισε την καρδιά. Και το τέλος: Τότε γονάτισα σιγά. Μια μητρική αγκαλιά// μαρμάρινη με δέχθηκε σα να ’μουνα παιδάκι,/ που κρύβεται αποφεύγοντας την πατρική του δίκη./ Όμως ματαίως! Πλάνη οικτρά! Αντίκρισα με φρίκη/ τη θλιβερή ταφόπλακα του Μήτσου Ελευθεράκη. 

Γιατί τόσο νωρίς, Δημήτρη;… Ελάμπρυνες την ποίηση, Δημήτρη Ελευθεράκη. 

*Ο Αλέξανδρος Μηλιάς είναι ποιητής

Δεν υπάρχουν σχόλια: