18/10/20

Μια ιστορία του παρόντος

Κώστας Τσώλης, Σελίδες του βιβλίου Principles and Practice of Commerce (λεπτομέρεια), 2014-15, κολλάζ και μικτή τεχνική, 29 x 21εκ.

Της ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ

ΑΝΤΩΝΗΣ ΛΙΑΚΟΣ, Ο ελληνικός 20ός αιώνας, Πόλις, Αθήνα 2019, σελ. 740 

Τον Ελληνικό 20ό αιώνα του Αντώνη Λιάκου μπορείς να τον διαβάσεις όπως παρακολουθείς μια καλή κινηματογραφική ταινία. Γραμμένο σε ζωντανή γλώσσα, που στοχεύει να επικοινωνήσει όχι μόνο με τους ειδήμονες αλλά και με το ευρύ μορφωμένο κοινό, το βιβλίο αποτελεί μια σημαντική συνεισφορά σε μια διεθνή ιστοριογραφική συζήτηση γύρω από τον 20ό αιώνα, που λαμβάνει χώρα τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Παραδειγματικές μόνο αναφορές μπορούμε να κάνουμε εδώ. Στην Εποχή των άκρων ο Eric Hobsbawm αφηγήθηκε τον σύντομο εικοστό αιώνα ως μάχη ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον κομμουνισμό και ως το ξεδίπλωμα ενός τριπτύχου που περιλάμβανε μια σύντομη χρυσή εποχή εν μέσω δύο περιόδων κρίσεων. Για τον Mark Mazower, η κεντρική διαμάχη του 20ού αιώνα στην ευρωπαϊκή ήπειρο ήταν εκείνη ανάμεσα στον φασισμό και τη δημοκρατία, μια σύγκρουση στην οποία η Ευρώπη εφηύρε ξανά και ξανά τον εαυτό της. Με κύρια μέριμνα την καταστροφή των κοινωνικών πολιτικών, ο Tony Judt ανέδειξε τον ρόλο του κράτους και των δημόσιων πολιτικών ως βασικό συγκρουσιακό μέτωπο του αιώνα (Τα δεινά που μαστίζουν τη χώρα). Στους Κατακλυσμούς (Cataclysms ) του Dan Diner, το ιστορικό νόημα του αιώνα παράγεται ως αποτέλεσμα της διασταύρωσης, από τη μια, του «οικουμενικού εμφύλιου» ανάμεσα στον κομμουνισμό της Ανατολής και το δίδυμο καπιταλισμός/δημοκρατία της Δύσης και, από την άλλη, των εθνικών/εθνοτικών συγκρούσεων που αναδύθηκαν στη Ρωσική και την Οθωμανική αυτοκρατορία στις αρχές του αιώνα για να επιστρέψουν εκδικητικά μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. 
Το βιβλίο του Αντώνη Λιάκου μπορεί να θεωρηθεί μέρος αυτής της ευρύτερης και εξελισσόμενης συζήτησης. «Ο 20ός αιώνας προκαλεί τα ερωτήματα των ιστορικών», είναι η εναρκτήρια πρόταση του βιβλίου. Όπως συμβαίνει και σε όλες τις ιστοριογραφίες που ανέφερα προηγουμένως, αρχή του αιώνα, δηλαδή μιας νέας εποχής που ανατρέπει και μεταμορφώνει τους καθιερωμένους πολιτικούς και κοινωνικούς αρμούς και τις μέχρι τότε γνωστές αξίες, είναι ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος. Όπως και σε εκείνες, ο ελληνικός 20ός αιώνας τελειώνει με μια μεγάλη κρίση. Όπως και εκεί, ο ιστορικός παρατηρεί τον αιώνα από μια θέση στο εσωτερικό αυτής της μεγάλης κρίσης και με την επίγνωση της επίδρασης που αυτή ασκεί πάνω στα ερωτήματα και τις ερμηνευτικές του επιλογές. 
Το βιβλίο είναι διαρθρωμένο σε εννέα κεφάλαια, που αναλύουν επιμέρους χρονικές ενότητες (Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, Μεσοπόλεμος, Β' Παγκόσμιος και Ολοκαύτωμα, Εμφύλιος, μεταπολεμική ανασύνταξη και δικτατορία, Μεταπολίτευση, μετασχηματισμός της Ελλάδας στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ενοποίησης, εσωτερίκευση της παγκοσμιοποίησης από το 1989 και μετά, το πέρασμα από το έναν αιώνα στον άλλον μέχρι το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης) και ένα δέκατο, ιστοριογραφικό κεφάλαιο («Πώς είδαν οι Έλληνες την ιστορία τους στον 20ό αιώνα»). Σε αυτές τις 740 σελίδες, ο Λιάκος δεν ακολουθεί ένα συνεκτικό ερμηνευτικό σχήμα των αλλαγών που συνέβησαν από το 1914 μέχρι το 2008, αλλά ξετυλίγει πολλά επιμέρους ερμηνευτικά νήματα, ανάλογα με το ερώτημα που θέτει κάθε φορά. Τι κομίζει, λοιπόν, ο Ελληνικός 20ός αιώνας στην ευρύτερη, διεθνή διερώτηση γύρω από τον 20ό αιώνα; «Επιχειρεί», γράφει ο ιστορικός, «να δει την Ελλάδα σαν ένα κύτταρο σε μεταβολισμό με το περιβάλλον του» (σ. 15). Πιστός στους κανόνες της ρητορικής τέχνης, ο Λιάκος έχει διαλέξει προσεκτικά τη μεταφορά: «μεταβολισμός», λένε τα λεξικά, «είναι το σύνολο των χημικών και φυσικών μεταβολών που γίνονται στους ιστούς των ζωντανών οργανισμών, και περιλαμβάνει διαδικασίες που παράγουν και απελευθερώνουν ενέργεια». 
Σε όλο το βιβλίο, επιμένει πάνω σε τρεις άξονες, πάνω στους οποίους συναρθρώνονται ετερόκλητα στοιχεία. Ο πρώτος είναι οι σχέσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και το διεθνές περιβάλλον, σχέσεις ανισότιμες αλλά όχι μονοσήμαντες. Ο δεύτερος είναι η κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική ενέργεια που οι σχέσεις αυτές απελευθερώνουν, ακριβώς λόγω της πολυσημίας που διαθέτουν. Και ο τρίτος συγκροτείται από τις αντιφάσεις και τα όρια που χαρακτηρίζουν την παραπάνω διαδικασία. Στο ξετύλιγμα της αφήγησης παρακολουθούμε τις φανερές αλλαγές που συμβαίνουν στο πεδίο της πολιτικής, την επίδραση που ασκούν οι περισσότερο δομικές διεργασίες που χαρακτηρίζουν την οικονομία, τις συχνά αθέατες, υπόγειες μεταβολές στις συνειδήσεις, τις αξίες, τα μοντέλα κοινωνικής συμπεριφοράς. Μετά τους πολέμους, η οικονομία αναλύεται ως το κατεξοχήν διεθνές φαινόμενο που διαμορφώνει το παγκόσμιο ποιόν του 20ού αιώνα και αναδεικνύεται να ασκεί πιέσεις απολύτως καθοριστικές στον «μεταβολισμό» της ελληνικής ιστορίας. 
Ο θεματικός και στοχαστικός πλούτος του βιβλίου δύσκολα μπορεί να κωδικοποιηθεί. Θα προσπαθήσω, επομένως, να υπογραμμίσω στη συνέχεια τέσσερα σημεία τα οποία θεωρώ πως δείχνουν ερμηνευτικές διαδρομές που διατρέχουν τις επιμέρους περιόδους και είναι καινοτόμα για τη μελέτη του ελληνικού αλλά και εν γένει του 20ού αιώνα. 
Το πρώτο, ότι αναδεικνύονται οι μονομέρειες που έχουν παραγάγει δύο κυρίαρχες οπτικές πραγμάτευσης της σύγχρονης ιστορίας. Η πρώτη, εκείνη που μελετά τη σύγχρονη ελληνική ιστορία αποκλειστικά με κριτήριο την εθνική ολοκλήρωση. Αντιθέτως, ο Λιάκος θεωρεί, για να δώσω ένα μόνο παράδειγμα, την οθωμανική διάσταση της ιστορίας των βαλκανικών πολέμων εξίσου σημαντική και για την εξέλιξη της ελληνικής ιστορίας από το 1912 έως το 1922. Η δεύτερη είναι η οπτική που μελετά τα μεγάλα διεθνή γεγονότα με μοναδικό κριτήριο τους τρόπους εκδήλωσης και τις συνέπειές τους στον δυτικό αναπτυγμένο καπιταλισμό. Αντιθέτως, εδώ ο φακός εστιάζει, για παράδειγμα, στο σύνθετο χαρακτήρα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου στην Ανατολή ή στη συναρμογή της διεθνούς μεσοπολεμικής κρίσης με την ενδημική κρίση του ελληνικού χώρου, προκειμένου να κατανοήσει πώς η ελληνική ιστορία μπήκε στην τροχιά αυτών παγκόσμιων διαδικασιών. 
Το δεύτερο σημείο αφορά το διαρκώς παρόν στον εικοστό αιώνα ζήτημα της μετανάστευσης. Ο συγγραφέας αντιμετωπίζει τις μεταναστεύσεις και την προσφυγοποίηση ως δομικό στοιχείο της ελληνικής ιστορίας, ως κανονικότητα που την εγγράφει στους επάλληλους κύκλους των μεσογειακών, των ευρωπαϊκών και των υπερατλαντικών ροών. 
Τρίτον, παρακολουθεί τον ρόλο του κράτους και των δημόσιων πολιτικών εστιάζοντας σε τρεις όψεις τους: (α) τις μορφές διακυβέρνησης του πληθυσμού, (β) τον ορισμό της ετερότητας, τη διαχείρισή της, τις πολιτικές αποκλεισμού, (γ) την παρέμβαση στην οικονομία. Αυτή την τελευταία όψη της ιστορίας του κράτους την παρακολουθεί σε μεγαλύτερο χρονικό βάθος: οικονομικός παρεμβατισμός στον μεσοπόλεμο, κρατική καθοδήγηση της οικονομίας με στόχο την ανάπτυξη μεταπολεμικά, κρατική καθοδήγηση με κοινωνικούς και πολιτικούς στόχους μεταπολιτευτικά (έως το 1985), σαρωτική ανατροπή λόγω της ενσωμάτωσης στην παγκοσμιοποίηση. Ιδιαίτερα γόνιμο θεωρώ τον τρόπο με τον οποίο συσχετίζονται, σε μια χρονική διάρκεια που δρασκελίζει τις επιμέρους περιόδους, οι οικονομικές στρατηγικές της ανάπτυξης και οι πολιτικοί στόχοι της κοινωνικής πειθάρχησης, τόσο ως επιδιώξεις των κρατικών πολιτικών όσο και ως ιδεολογικές επιλογές των ελίτ. 
Το τέταρτο σημείο φανερώνει ίσως περισσότερο τον χαρακτήρα αυτού του βιβλίου ως μιας ιστορίας του παρόντος. Προκειμένου να σκεφτούμε τις ιστορικές προϋποθέσεις της κρίσης που διανύουμε, ήδη μακροχρόνιας, ο Λιάκος προτείνει να στραφούμε σε δύο διαδικασίες, παράλληλες αλλά όχι αιφνίδιες. Η πρώτη είναι η παγίδευση της Ελλάδας ανάμεσα σε χώρες που μπορούσαν να παράγουν φτηνότερα προϊόντα που παρήγε και η ίδια και σε οικονομίες που παρήγαν νέα προϊόντα που δεν μπορούσε να παράγει η Ελλάδα λόγω τεχνολογικής καθυστέρησης. Η παγίδευση αυτή βασιζόταν στη ρηχή παραγωγική βάση και την παραγωγική καθίζηση ήδη από τη δεκαετία του 1980. Η δεύτερη διαδικασία είναι η δημογραφική κατάρρευση της Ελλάδας (γήρανση και πληθυσμιακή συρρίκνωση). Και οι δύο δημιούργησαν έναν φαύλο κύκλο καθοριστικό για το βάθος και την έκταση της τρέχουσας οικονομικής κρίσης. 
«Χωρίς ενασχόληση με τον παρόντα χρόνο, η ιστορία ξαναγίνεται χρονικό», έλεγε ο Μπενεντέτο Κρότσε. Ο ελληνικός 20ός αιώνας είναι μια ιστορία του παρόντος όχι απλώς γιατί ασχολείται με τον επίκαιρο κόσμο αλλά γιατί τον εγγράφει στον ιστορικό χρόνο. 

* Η Δήμητρα Λαμπροπούλου επίκουρη καθηγήτρια Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας (ΕΚΠΑ).

Δεν υπάρχουν σχόλια: