13/9/20

Μισέλ Φουκώ

Αποκαθήλωση και υπεράσπιση

ΤΟΥ ΙΟΡΔΑΝΗ ΚΟΥΜΑΣΙΔΗ

ΘΑΝΑΣΗΣ ΛΑΓΙΟΣ, Περί Φουκωφοβίας ή σχόλια γύρω από τις (αυτ)απάτες μιας «πολεμικής», εκδόσεις Futura, σελ. 182

Αδιαμφισβήτητα ο Μισέλ Φουκώ υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους και επιδραστικότερους φιλοσόφους/επιστήμονες του 20ού αιώνα. Το μαρτυρούν πολλοί πίνακες ετεροαναφορών στο έργο επιστημόνων όπως και το γεγονός πως αποτελεί τον, κατά πάσα πιθανότητα, μοναδικό στοχαστή που διδάσκεται σε τόσα ανά τον πλανήτη πανεπιστημιακά τμήματα διαφορετικού γνωστικού αντικειμένου (ενδεικτικά: φιλοσοφίας, ιστορίας, νομικής, ψυχολογίας, πολιτικών επιστημών, ιατρικής, αρχιτεκτονικής και ο κατάλογος δεν κλείνει). Ταυτόχρονα, έχει εξελιχθεί μεταθανάτια σε mainstream στοχαστή με απήχηση περίπου pop star, γεγονός που κατά τα γνώμη μας οφείλεται στις θεματικές που τον απασχολούν, στον κοινωνικοπολιτικό του ριζοσπαστισμό, στο θελκτικό γλωσσικό του ύφος και στην ίδια την περσοναλιτέ του.[1] Όπως είναι φυσικό, το έργο του, πλην θετικής υποδοχής, έχει τύχει και αρκετών κριτικών προσλήψεων.
Ασφαλώς η κριτική αποτελεί το βασικό μεθοδολογικό όργανο της φιλοσοφίας. Μάλιστα για αρκετούς αιώνες αποτέλεσε το μέσο εκείνο με το οποίο προχωρούσε η φιλοσοφική σκέψη[2]: ο ένας φιλόσοφος ασκούσε κριτική, συχνά δριμεία, έναντι των θέσεων των φιλοσόφων της εποχής, ή και παλαιοτέρων. Μεταξύ άλλων έτσι συγκροτήθηκαν φιλοσοφικές σχολές και παραδόσεις. Ωστόσο, διακρίνουμε δύο βασικά χαρακτηριστικά αυτών των καθιερωμένων φιλοσοφικών κριτικών: Πρώτον, η κριτική δεν ήταν ad hominem[3], εναντίον του ομιλούντος/γράφοντος με σκοπό να πληγεί η αξιοπιστία του κι έτσι να απονομιμοποιηθούν όσα υποστηρίζει. Δεύτερον, η επιχειρηματολογία ήταν κειμενοκεντρική, πολύ συχνά, δε, σχεδόν mot-a-mot.

Όπως προαναφέραμε, ο Μισέλ Φουκώ έχει δεχτεί κριτικές στην εποχή του αλλά ως και στις μέρες μας. Χαριτολογώντας, θα λέγαμε πως κουβαλάει πάνω του ένα ευρύ φάσμα κατηγορητηρίου που εκκινεί από το «αναρχικός προβοκάτορας» και φθάνει ως το «πράκτορας κι κρυφο-υποστηρικτής του νεοφιλελευθερισμού». Ωστόσο, οι τέσσερις βασικοί άξονες (σοβαρής) κριτικής έναντι του προσδιορίζονται ως εξής:
–Υπερεκλεπτυσμένο, ομιχλώδες, στυλιζαρισμένο ύφος που καταλήγει ασαφές (αλλιώς: λογοτεχνισμός).
–Εκ των ένδον αντιφάσεις και ασυνέπειες στις μεθόδους και στην επιχειρηματολογία του.
–Άρνηση υποταγής σε συγκεκριμένες επιστημολογικές οριοθετήσεις (ο ίδιος θα τις αποκαλούσε πειθαρχίες).
–Άρνηση παραπομπών στους κλασικούς της φιλοσοφίας.
Στο παρόν κείμενο ασφαλώς στόχος μας δεν είναι μια ολιστική αντιμετώπιση της κριτικής που έχει ασκηθεί στο έργο του Φουκώ, παρά ο σχολιασμός μιας πολύ πρόσφατης συζήτησης που αναπτύχθηκε στα μέρη μας, μιας και το αφετηριακό βιβλίο μεταφράστηκε στα ελληνικά πέρσι. Το κρινόμενο βιβλίο αποτελεί μια εκτενέστερη και αναλυτική εκδοχή όσων υποστήριξε ο Θανάσης Λάγιος (μεταφραστής, μεταξύ άλλων, του τέταρτου τόμου της Ιστορίας της Σεξουαλικότητας) στη δημόσια αντιπαράθεση του με τον Νίκο Μάλλιαρη, συν-μεταφραστή του βιβλίου του Μαντοζιό, Μισέλ Φουκώ - Η μακροημέρευση μιας (αυτ)απάτης. Φουκώφιλοι και φουκωλάτρες (εκδ. Μάγμα, 2019). Η συζήτηση τιτλοφορήθηκε, εν πολλοίς προβοκατόρικα, Ήταν ο Φουκώ απατεώνας; Χονδρικά, το βιβλίο του Μαντοζιό κινείται στα πλαίσια της πολεμικής έως και, οριακά, του ξεχασμένου είδους της λιβελλογραφίας, ενώ η προσπάθεια του Λάγιου εγγράφεται στο, επίσης ξεχασμένο, είδος της απολογητικής –μολονότι εικάζω πως αμφότεροι θα αρνούνταν τους αντίστοιχους χαρακτηρισμούς.
Ο Λάγιος αρθρώνει τον λόγο του χρησιμοποιώντας κάθε φορά μια Πρόταση (που απαρτίζεται από όσα εκφώνησε στην προαναφερθείσα δημόσια συζήτηση) και στη συνέχεια ένα Σχόλιο επ’ αυτής, μια διασαφηνιστική επαύξηση όσων υποστηρίχθηκαν στην Πρόταση. Σε γενικές γραμμές –παρότι δηλώνει ότι τα έργα δεν έχουν ανάγκη υπεράσπισης καθώς τα ίδια υπερασπίζονται τον εαυτό τους– αντικρούει τον Μαντοζιό προσάπτοντάς του κακόπιστη παρανάγνωση του Φουκώ. Η επιστημολογική πλαισίωση της επιχειρηματολογίας του αφορά τη διάκριση μεταξύ μιας πολιτικής και ηθικής ευθύνης της ερμηνείας των κειμένων και της μικροπολιτικής και ηθικολογικής κρίσης του προσώπου του συγγραφέα. Στη δεύτερη πρόταση-σχόλιο αναλύει τη διαύγεια των φουκωικών εννοιολογήσεων και αποδεικνύει το υστερόβουλο του ψόγου της αμφισημίας έναντί τους. Στην τρίτη πρόταση-σχόλιο αναδεικνύεται η κατά το δοκούν συμπερασματική χρήση της διάδοσης της French theory, κυρίως από αμερικάνικα πανεπιστήμια (και, ασφαλώς, όχι από τμήματα φιλοσοφίας). Στις επόμενες προτάσεις-σχόλια προσεγγίζει τη βιογραφοκεντρική προσέγγιση του Μαντοζιό αναφορικά με το έργο του Φουκώ – εδώ δίνεται ιδιαίτερη σημασία και σε πραγματολογικές αβλεψίες του κρίνοντος. Προς το τέλος της επιχειρηματολογίας ο αναγνώστης θα συναντήσει κι έναν σπιρτόζικο επινοημένο διάλογο που αφορά την κεντρική θεματική του βιβλίου.
Ο Λάγιος προσπαθεί να απαντήσει στις θέσεις του Μαντοζιό επιχείρημα προς επιχείρημα. Ταυτόχρονα, ηθελημένα ή μη, συγγράφει σχεδόν μια μίνι εισαγωγική πραγματεία πάνω στη σκέψη του Φουκώ, με έμφαση στις επιστημολογικές της προϋποθέσεις. Το βιβλίο θα μπορούσε ασφαλώς να είχε γραφεί, ή έστω μεταφραστεί, στα γαλλικά. Η προσπάθεια απάντησης στην πολεμική του Μαντοζιό είναι καλά οργανωμένη, συγκροτημένη και στιβαρή, σε σημείο να αναρωτιέται κανείς αν απαιτεί μια νέα αντ-απάντηση από πλευράς Μαντοζιό ή Μάλλιαρη.
Συνυπολογίζοντας την εγχώρια αλλά και τη διεθνή συζήτηση, συνοψίζω, εν κατακλείδι, τις παθογένειες των ασκούμενων στον Φουκώ κριτικών:[4]
1. Δεν μπορούν να αποφασίσουν τελικά τι είναι ο ίδιος, ώστε να ασκήσουν την αντίστοιχη κριτικήˑ μεταμοντέρνος σχετικιστικής ή σκληρός ιστορικιστής και δογματικός στρουκτουραλιστής που φτάνει μέχρι τον αναγωγισμό; Προφανώς δεν γίνεται να ισχύουν όλα ταυτόχρονα.
2. Σε κάθε (μα κάθε!) συζήτηση για τον Φουκώ τίθεται το ερώτημα για το πρακτέο επί της καθημερινής πολιτικής (του στυλ «και τι λέει για τους ομοφυλόφιλους;»), ωσάν ο ίδιος να συνιστούσε μονοπρόσωπο πολιτικό φορέα ή, έστω, επίσημο προγραμματικό φιλόσοφο κάποιου πολιτικού φορέα ή οργάνωσης. Η μόνη λύση έναντι αυτής της κριτικής θα ήταν σε κάθε βιβλίο, διάλεξη, μάθημά του να είχε καταθέσει μαζί και από ένα νομοσχέδιο ή, έστω, ένα μανιφέστο.
3. Η ιδιαίτερη, στυλιζαρισμένη, σχεδόν λογοτεχνική γλώσσα είναι προσόν (και, βέβαια, ιδιαίτερα ελκυστική) όταν δεν λειτουργεί εις βάρος του περιεχομένου. Τη διαθέτουν αρκετοί, πόσοι όμως έχουν σημαινόμενα ή νέες ιδέες να στηρίξουν μέσω αυτής;
4. Η "ιστορικοποιημένη γνώση" μπορεί να σημαίνει πολλά ή και τίποτα, εάν υιοθετήσουμε μια ολιστική κριτική στάση απέναντί της. Ωστόσο, τότε έχουμε μόνο δύο επιλογές: θα ονοματίσουμε κάθε έρευνα περί τυχόν συνεχειών της ως άκυρη επιστημολογικώς ή θα τη θεωρήσουμε ως κάτι εφήμερο και διαρκώς μεταλλασσόμενο ώστε να καταλήγει μη διερευνητέο;
5. Μας ενδιαφέρει ή δεν μας ενδιαφέρει η προσωπική διαδρομή σε σχέση με το έργο; Κι αν μας ενδιαφέρει, εκκινούμε από αυτήν για να στηρίξουμε την κριτική στο έργο;
 Δεν διαφωνώ ότι η Φουκω-μάνια έχει σαρώσει τον πλανήτη (σε επίπεδο ιντελεκτουέλς ασφαλώς)[5]. Εκεί όμως που θα κριθεί όμως η γενικότερη επίδραση είναι στη διάρκειά της. Οι διανοητικές μόδες συνήθως ξεθωριάζουν αρκετά γρήγορα, βλ. Ζίζεκ. Εν τέλει, κριτική χωράει σε όλους, αρκεί να γίνεται στοιχειοθετημένα. Ο Φουκώ έχει ασφαλώς αδυναμίες: ωστόσο, για κάποιον αδιερεύνητο, σχεδόν μαγικό, λόγο η κριτική έναντι του εστιάζει διαρκώς σε δευτερεύοντα σημεία.

Ο Ιορδάνης Κουμασίδης διδάσκει στο ΕΚΠΑ


[1] Αυτές οι ιδιότητες αποτελούν πάνω κάτω ταυτόχρονα και τα εναρκτήρια σημεία της κριτικής έναντί του.
[2] Επ’ αυτού βλ. και Μπερνάρ Ανρί Λεβί Φιλοσοφικές διαμάχες, μετ. Κ. Γούλα (Κέδρος, 2012) (αυθεντικός τίτλος Περί της πολεμικής στη φιλοσοφία), μολονότι ο Λεβί τοποθετεί τον εαυτό του στη θέση του αυθεντικού συνεχιστή αυτής της παράδοσης.
[3] Ασφαλώς κι εδώ υπάρχουν εξαιρέσεις, ωστόσο δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι συνετέλεσαν ιδιαίτερα στην προώθηση της φιλοσοφικής σκέψης.
[4] Μέρος των παρακάτω παθογενειών εμφανίζεται στο, κατά τα άλλα εμβριθές, κριτικογραφικό σημείωμα του Γιώργου Καράμπελα, βλ. https://www.efsyn.gr/tehnes/ekdoseis-biblia/anoihto-biblio/225453_i-gennisi-toy-ypokeimenoy-tis-epithymias-ston
[5] Αντιστοίχως, αυξανόμενο με γεωμετρική πρόοδο ενδιαφέρον υπάρχει και για το έργο του Ντελέζ.

Βαλέριος Καλούτσης, Μεταλλαγές, 1973, μικτή τεχνική

Δεν υπάρχουν σχόλια: