Ανασύροντας τα θύματα από το βυθό της
λήθης
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ
ΙΩΣΗΦ ΒΕΝΤΟΥΡΑΣ, Ibbur. Οι Εβραίοι της Κρήτης, 1900-1950,
εκδόσεις Μελάνι, σελ. 260
Παλαιότερα,
η αξία που είχε η γνώση του παρελθόντος συμπυκνωνόταν αποκλειστικά σχεδόν στη
λέξη αλήθεια, την ιστορική αλήθεια. Σημασία είχε να περιγράψεις κατοπτρικά όσα
συνέβησαν και όπως ακριβώς διαδραματίστηκαν, χωρίς, παραδόξως, πουθενά να
εμφανίζεται το δικό σου ίχνος. Απόλυτη ουδετερότητα έως αορατότητα κι αφάνεια. Η
ενασχόληση με το παρελθόν ήταν αποκλειστική ευθύνη των επαγγελματιών ιστορικών,
που ήταν λίγοι και συνδιαλέγονταν μόνο με την Κλειώ και ασφαλώς με τους
ομοτέχνους τους. Το ιστορικό νόημα είχε χαρακτήρα αυταρχικό και κατηχητικό:
ένας ήταν ο παραγωγός της αλήθειας και η αλήθεια που αυτός παρήγαγε ήταν εξ
ορισμού δεσμευτική και αδιαμφισβήτητη, αν όχι ιερή. Όσοι την σχετικοποιούσαν ή
αναδείκνυαν κρυμμένες όψεις, που στοιχειοθετούσαν μια αντίπαλη αλήθεια, ήταν
απλώς προδότες, χλευαστές αποσυνάγωγοι, αποτρόπαια σκύβαλα εθνικής μειοδοσίας.
Όμως,
στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, το καθεστώς που διέπει την έρευνα του
παρελθόντος έχει μεταβληθεί ριζικά. Πρώτος παράγοντας γι’ αυτό είναι η
αμφισβήτηση του επιστημολογικού υπόβαθρου της θετικιστικής ιστοριογραφίας, και
ο συνεπαγόμενος πλουραλισμός της νέας ιστορίας που ήρθε από τα τέλη του Β'
Παγκοσμίου πολέμου να πάρει τα σκήπτρα. Δεύτερος παράγοντας είναι οι τρομακτικές συνέπειες της
μαζικής ανθρωποσφαγής που έγινε το σήμα κατατεθέν του 20ού αιώνα, για την οποία
δεν ήταν, άλλωστε, άμοιρη ευθυνών και η συμβατική εθνικιστική ιστορία. Η μνήμη
ήρθε τότε να διεκδικήσει τα πρωτεία από τη δήθεν απροκατάληπτη επιστημονική
ετυμηγορία. Τρίτος παράγοντας είναι ο ιδιότυπος γνωσιακός και ηθικός ακτιβισμός
των μαρτύρων, εκείνων δηλαδή που αντίκρισαν το πρόσωπο της Μέδουσας του ναζιστικού
ολοκληρωτισμού και παρά ταύτα δεν «πέτρωσαν», αλλά συγκέντρωσαν τις δυνάμεις
τους για να καταθέσουν τη μαρτυρία τους.
Στο
έργο του Βεντούρα προέχει η διαφύλαξη του ιστορικού ίχνους, σε συνδυασμό με τη
διάσωση και τη σκυταλοδρομία της τραυματικής μνήμης. Στο πλαίσιο όμως μιας
μετασυγκρουσιακής - μετατραυματικής συνθήκης, ο Βεντούρας ενδιαφέρεται και για
τον διάλογο με αυτούς που διαδραμάτισαν τους ρόλους είτε του θύτη (οι Γερμανοί
και οι δωσίλογοι συνεργάτες τους) είτε του δήθεν ουδέτερου παρατηρητή (το βουβό
πλειονοτικό ελληνοχριστιανικό πληθυσμιακό στοιχείο της Κρήτης της δεκαετίας του
1940, με τον υπόκωφο αντισημιτισμό του, παρά τις εξαιρέσεις). Ωστόσο, η
συμφιλίωση με τους θύτες και τους καιροσκόπους παρατηρητές των δεινών των «άλλων»
έχει νόημα μόνο από τη στιγμή που αμφότεροι θα ομολογήσουν το σφάλμα που τους
αναλογεί, θα αναγνωρίσουν την ενοχή τους και θα αναλάβουν την ευθύνη της
πραγματικής τους μεταμέλειας. Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις, ούτε δίκαιη μνήμη
μπορεί να υπάρξει, ούτε περιορισμός της οδύνης που προκαλεί η Ιστορία, ούτε
ασφαλώς είναι δυνατή η συμφιλίωση. Δυστυχώς, ούτε η εβραϊκή μνήμη έχει πάψει να
φλεγμαίνει ούτε όμως και η μνήμη της τριπλής Κατοχής στην Ελλάδα να προκαλεί
μικρούς ή μεγάλους σεισμούς, πρωτίστως εξαιτίας των σκοπίμως επιλεκτικών
πολιτικών μνήμης που σχεδίασαν και υλοποίησαν οι δύο μεταπολεμικές Γερμανίες
και στη συνέχεια η ενωμένη Γερμανία -άλλοτε με σεβαστό θάρρος και άλλοτε με
κυνισμό και υποκρισία.
Ο
Βεντούρας είναι φορέας και συλλέκτης θραυσμάτων σκοτεινών, απωθημένων και
οδυνηρών μνημών. Στο βιβλίο του συνθέτει με επιδεξιότητα το χρονικό μιας σχεδόν
χαμένης από την Ιστορία θρησκευτικής κοινότητας, αλλά και μια ιδιότυπη
οικογενειακή σάγκα. Mε
τη συστηματική αρχειακή του έρευνα, με τη δημοσίευση των ίδιων των πρωτογενών
τεκμηρίων, με τη συλλογή και αξιοποίηση προφορικών μαρτυριών, με την παράθεση
σπάνιου φωτογραφικού υλικού και με την ουσιαστική γνώση της γενικής και ειδικής
βιβλιογραφίας επί του θέματος, ο συγγραφέας κατασκευάζει μια ισχυρή νοηματική
δομή και καλύπτει ένα μεγάλο ιστοριογραφικό κενό. Ανασύρει από τον βυθό της λήθης
το χαμένο δίκτυο των οικογενειακών κόμβων και των εμπορικών συνδέσμων που
συγκροτούσαν για πολλούς αιώνες τους αρμούς της εβραϊκής κοινότητας των Χανίων
και ευρύτερα της Κρήτης. Το γενικότερης, ωστόσο, εμβέλειας επίτευγμα του
Βεντούρα σχετίζεται με το γεγονός ότι το Ibbur
συνιστά, ταυτόχρονα, μια σπονδή στην ιστορική πραγματολογία, μια τελετουργία μνημονικής
ανάκλησης, στην ουσία μια επιτέλεση στο πλαίσιο της οποίας η κατονομασία αυτού
που υπήρξε κάποτε σηματοδοτεί τη νέα συμβολική του ύπαρξη στο παρόν και στο
μέλλον, και, τέλος, μια πράξη αναδρομικής απονομής ιστορικής δικαιοσύνης: τα
θύματα που ανασύρει ο συγγραφέας από τον βυθό του Αιγαίου και της Ιστορίας
ζητούν δικαίωση. Μιλώντας με ομηρικούς όρους, θα έλεγα ότι δίνει πνοή ζωής για
να ξαναζήσει ένα προσφιλές παρελθόν που όσο δεν μιλούσαμε γι’ αυτό ήταν σαν να
συμπράττουμε στη μνημοκτονία του.
Με
την πεποίθησή του ότι το παρελθόν είναι εσωτερικά ετερογενές και πολύμορφο, με
την πρισματική του προβληματική, όπου η εγω-ιστορία και η οικογενειακή
γενεαλογία εκβάλλουν στην καθολικότητα της ανθρώπινης συνθήκης και, κυρίως, με
τη διπλή του ιδιότητα του αντικειμένου και συγχρόνως του υποκειμένου της
έρευνάς του (γεγονός για το οποίο έχει σαφή επίγνωση), θυμίζει -τηρουμένων των
αναλογιών- το παράδειγμα του γερμανο-αμερικανού ιστορικού George Mosse, όταν ο τελευταίος γράφει σχετικά:
«Το Ολοκαύτωμα ποτέ δεν έφυγε από το μυαλό μου. Για το άτομό μου αλλά και για
τη γενιά μου, η εύρεση μιας εξήγησης ήταν ζωτικής σημασίας, όχι μόνο για τη
γενικότερη κατανόηση της σύγχρονης ιστορίας, αλλά και για τη γαλήνη της ίδιας μας
της συνείδησης. Είναι ένα ζήτημα με το οποίο η γενιά μου όφειλε να
αναμετρηθεί».
Αυτό
έκανε και κάνει ο Βεντούρας: ως «ο τελευταίος Εβραίος άντρας που γεννήθηκε στην
Κρήτη» αποδέχεται τον βαρύ κλήρο που του έλαχε και αναμετριέται με το οδυνηρό
παρελθόν, σηκώνοντας σαν τον ήρωα του Σεφέρη «μεγάλες πέτρες». Αναπλέοντας τον
ιστορικό χρόνο, μετασχηματίζει τον εαυτό του σε συνδετικό κρίκο ανάμεσα στο παρελθόν
και το μέλλον. Πραγματώνει την επανεμψύχωση του «απόντος» παρελθόντος,
κατοικημένος -ο ίδιος, βεβαίως, γράφει «στοιχειωμένος»- από τις ζωές γενεών
ανθρώπων που είχαν σβήσει στη λήθη. Χάρη στον ίδιο, ευτυχώς στην πρόσκαιρη
λήθη.
Νομίζω
πως το βιβλίο του Ι. Βεντούρα δεν τιτλοφορείται μόνο, αλλά και έγινε εκ των
πραγμάτων «ibbur»:
η μήτρα για την εγκατοίκηση πολλών άδικα χαμένων ψυχών στη ζωή μας. Η αφετηρία
μιας «δεύτερης ζωής».
Ο Γιώργος Κόκκινος διδάσκει Ιστορία και
διδακτικής της ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Νίκος Καναρέλης, Punishment e, 2019,
χρώματα σπρέι, λάδι και μολύβι σε ξύλο, 70 x 40 εκ.
|
1 σχόλιο:
Σωστό αλλά δύσκολο.
Δημοσίευση σχολίου