29/12/19

Ο Μπολιβάρ ως Θησέας

Ο Εγγονόπουλος απέναντι στον μακρυγιαννισμό Γ΄

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Ο Νίκος Εγγονόπουλος στον Μπολιβάρ (1942-1943), μέσα από τη δαιμονιώδη διακειμενικότητα που χαρακτηρίζει τη γραφή του, όπως όλοι οι μελετητές του έχουν διαπιστώσει, φτιάχνει ένα ολόκληρο πλέγμα αναλογιών, με τη γαλλική, τη λατινοαμερικάνικη, την ελληνική, τη σουρεαλιστική επανάσταση, είτε συσχετίζοντάς τες, είτε φωτίζοντας αναλογίες ανάμεσα σε αυτές και την ιστορική στιγμή που γράφεται το ποίημα, δηλαδή τον αντιφασιστικό πόλεμο, και ειδικότερα την ελληνική αντίσταση, είτε, τέλος, διεκδικώντας αναλογίες με το ίδιο το ποίημά του, ως ποιητική πράξη επαναστατική. Όπως έδειξα, αυτό το κάνει συνήθως μέσα από αναλογίες προσώπων εμφανείς (Μπολιβάρ-Ανδρούτσος), αλλά και υπόρρητες (Μπολιβάρ-Κολοκοτρώνης, κ.ά).
Ταυτόχρονα, με τον ίδιο τρόπο, φτιάχνει αντιστίξεις, επίσης εμφανείς ή υπόρρητες, αναδεικνύοντας την εσωτερική διαπάλη που διεξάγεται σε όλες τις ιστορικές στιγμές, και σε όλες τις επαναστάσεις, και το κάνει μέσω των προσώπων και της μοίρας τους: Ροβεσπιέρος, Μπολιβάρ, Ανδρούτσος, Κολοκοτρώνης, Οικονόμου, κ.ά, από τη μια, Γκούρας, Μακρυγιάννης, Κουντουριώτης, Σκούρτης, κ.ά, από την άλλη. Το κάνει όμως, πάνω απ’ όλα, με το αισθητικό, ιδεολογικό, πολιτικό πρόταγμα του ποιήματος, που είναι δεόντως ριζοσπαστικό και επαναστατικό. Ένα πρόταγμα και μια αντίληψη, αλλά και μια αφήγηση της ιστορίας, που συνιστούν μία ακόμα αντίστιξη, γιατί τοποθετούνται απέναντι στην αφήγηση που διαμορφώνει, ακριβώς εκείνη τη στιγμή, η γενιά του ’30, με σύμβολο τον Μακρυγιάννη και την “απελέκητη” γραφή του.
Εδώ, θα χρειαστεί να επανέλθουμε στο σημείο απ’ όπου αρχίσαμε, δηλαδή στο μότο του ποιήματος, ΦΑΣΜΑ ΘΗΣΕΩΣ ΕΝ ΟΠΛΟΙΣ ΚΑΘΟΡΑΝ, ΠΡΟ ΑΥΤΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ ΦΕΡΟΜΕΝΟΝ, το οποίο προέρχεται από τον Πλούταρχο (Βίοι Παράλληλοι, ΛΕ΄). Είναι όμως μια φράση που στέκει αμήχανη, που δεν λειτουργεί ιδιαίτερα μέσα στο ποίημα. Αλλά, είναι δυνατόν να στέκει αμήχανο, να μη λειτουργεί το μότο, που έχει βαρύνοντα ρόλο σε ένα ποίημα, και δη του Εγγονόπουλου; Ένα μότο που μάλιστα δεν γράφεται με μικρότερα τυπογραφικά στοιχεία, προτασσόμενο κατά μία σελίδα, δηλαδή με μια αυτονομία, όπως συμβαίνει πάντα με τα μότο, αλλά γράφεται με κεφαλαία γράμματα και τοποθετείται πάνω από το ποίημα, σχεδόν σαν τίτλος του. Νομίζω πως έτσι ο ποιητής (κατά τη συνήθη πρακτική του σε όλο του το έργο) προτρέπει τον αναγνώστη να αναζητήσει τη φράση του μότο στην πηγή της, δηλαδή στον Πλούταρχο, ώστε να δει πως είναι αποσπασμένη από μια ευρύτερη πρόταση, το υπόλοιπο μέρος της οποίας προηγείται: “Χρόνοις δ᾿ ύστερον Αθηναίους άλλα τε παρέστησαν ως ήρωα τιμάν Θησέα, και των εν Μαραθώνι πρός Μήδους μαχομένων έδοξαν ουκ ολίγοι φάσμα Θησέως εν όπλοις καθοράν, προ αυτών επί τους βαρβάρους φερόμενον”. Ήτοι, αργότερα ο Θησέας τιμάται ως ήρωας, και μάλιστα στον Μαραθώνα οι Αθηναίοι τον είδαν μπροστά τους να τους βοηθά κατά των Περσών (όπως και, τώρα, οι ήρωες του 1821 εμπνέουν την αντίσταση στα χρόνια της Κατοχής).
Και πάλι όμως η αμηχανία συνεχίζεται, ιδίως όσον αφορά εκείνο το “Χρόνοις δ᾿ ύστερον”. Χρόνια ύστερα από τι; Στο κείμενο του Πλούταρχου, λίγες γραμμές πιο πάνω, βρίσκουμε ότι ο Θησέας, επιστρέψας –μετά από μία από τις περιπέτειές του– στην Αθήνα, δεν κατόρθωσε να κυριαρχήσει στις εμφύλιες αντιπαραθέσεις (βουλόμενος, ως πρότερον, άρχειν και καθηγείσθαι του πολιτεύματος, εις στάσεις ενέπεσεν και ταραχάς), και, του δήμου όντας διεφθαρμένου (εν δε τω δήμω πολύ το διεφθαρμένον ορών), κατέληξε σε απόγνωση (και τέλος απογνούς), καταράστηκε τους Αθηναίους (κατά των Αθηναίων αράς θέμενος), και έφυγε για την Σκύρο (εις Σκύρον εξέπλευσεν), επειδή εκεί θα ευρίσκετο μεταξύ φίλων, όπως νόμιζε (ούσης αυτώ προς τους εκεί φιλίας, ως ώετο), είχε δε εκεί και πατρικά χωράφια (και χωρίων εν τη νήσω πατρώων). Αλλά ο βασιλιάς του νησιού, Λυκομήδης, ανέβασε τον Θησέα στο υψηλότερο σημείο της νήσου (επί τα άκρα της χώρας αναγών αυτόν), δήθεν για να του δείξει τα χωράφια του (ως εκείθεν επιδείξων τους αγρούς), και τον έσπρωξε στα βράχια (ώσε κατά των πετρών, και διέφθειρεν). Έτσι λοιπόν σκοτώνεται ο Θησέας, από τον φίλο του Λυκομήδη, όπως ακριβώς και ο Ανδρούτσος ρίχνεται από την Ακρόπολη, διά χειρός, όπως μέχρι πρόσφατα πιστεύετο (κατ’ εντολήν, θεωρούν σήμερα οι ιστορικοί), του αδελφοποιτού του, Γκούρα. Μετά βέβαια ελέχθη ότι ο Ανδρούτσος έπεσε μόνος του, επιχειρώντας να δραπετεύσει. Όπως άλλωστε και για τον Θησέα ελέχθη ότι έπεσε μόνος του, κατά λάθος, περιπατών μετά το δείπνο... (Ένιοι δ’ αφ’ εαυτού πεσείν φασίν σφαλέντα, μετά δείπνον, ώσπερ ειώθη, περιπατούντα).
Με αυτό τον τρόπο δικαιολογείται το μότο, ως αναλογία του Θησέα με τον Ανδρούτσο, όχι βέβαια ως κατάφαση στην “τρισχιλιετή συνέχεια τους έθνους”, αλλά όσον αφορά την κοινή τους μοίρα. Επιπλέον, έτσι ο Εγγονόπουλος μας υποβάλλει και την αναλογία μεταξύ της Επανάστασης του 1821 και του αντιφασιστικού πολέμου και της κατοχικής αντίστασης. Όπως το “φάσμα Θησέως”, στα μάτια των Αθηναίων που πολέμησαν στον Μαραθώνα, “εφέρετο” κατά των Περσών, έτσι και ο Ανδρούτσος, ο Κολοκοτρώνης  και οι υπόλοιποι ηγέτες της Επανάστασης του 1821 συμμετέχουν στην κατοχική αντίσταση, πολεμούν ωσεί παρόντες, ως οπτασίες, ως “φάσματα” (νομίζω πως η μετάφραση της λέξης, ως “φαντάσματα”, θα αδικούσε, τόσο τη λέξη όσο και τη χρήση ολόκληρης της φράσης από τον Εγγονόπουλο).
Αλλά ο ποιητής δεν σταματά εδώ τις αναλογίες του. Άλλωστε, από την περιγραφή της φυγής του Θησέα και του τέλους του, προκύπτει πάλι ένα κενό, που αφορά τις εμφύλιες αντιπαραθέσεις της Αθήνας, όπου και ηττήθηκε, με αποτέλεσμα να καταφύγει στην Σκύρο. Τι είδους αντιθέσεις ήταν; Ποιο το πολιτικό τους διακύβευμα; Ο μεν Θησέας εβούλετο “άρχειν και καθηγείσθαι του πολιτεύματος”. Τι πολιτικό στίγμα είχαν όμως οι αντίπαλοί του, άρα, κατ’ αντίστιξη, ποιο ήταν ακριβώς το πολιτικό στίγμα του Θησέα; Στο κείμενο του Πλούταρχου, ακόμη λίγες σελίδες πιο πριν (αυτός ο ανάπλους άλλωστε έχει αναλογίες στην αφηγηματική οργάνωση του Μπολιβάρ), βρίσκουμε τα χαρακτηριστικά του πολιτικού του αντιπάλου, δηλαδή του Μενεσθέως: “πρώτος, ως φασι, ανθρώπων επιθέμενος δημαγωγείν, και προς χάριν όχλω διαλέγεσθαι” (ό.π., ΛΒ΄). Έτσι λοιπόν φθάνουμε στον πρώτο δημαγωγό/λαϊκιστή, στο αρχέτυπό του.
Ποια καινούρια αναλογία φτιάχνει εδώ ο Εγγονόπουλος; Το αντίστοιχο του Μενεσθέως δεν είναι, προφανώς, ο Γκούρας. Είναι όμως ο επίσης ρουμελιώτης Μακρυγιάννης, ο οποίος βέβαια στον εμφύλιο της Επανάστασης του 1821 βρίσκεται στην ίδια “μερίδα” με τον Γκούρα, εκμισθωνόμενος να πολεμήσει απέναντι στην πλευρά Ανδρούτσου-Κολοκοτρώνη, και ο οποίος Μακρυγιάννης, που ο λόγος του συνιστά το αρχέτυπο του νεοελληνικού λαϊκισμού, ακριβώς τη στιγμή που γράφεται ο Μπολιβάρ αναδεικνύεται σε σύμβολο, σημαία και πρότυπο της εθνικής αφήγησης που οργανώνει η γενιά του ’30. Πρότυπο όχι μόνο όσον αφορά τον λαϊκισμό της γλώσσας του (με τη γλώσσα σκεφτόμαστε, δεν “εκφραζόμαστε”), αλλά και την αντίληψη της ιστορίας, μια αντίληψη που ευνουχίζει τη λαϊκότητα, που της αποστερεί κάθε επαναστατική προοπτική.
Η διαφορά, αυτής της θέσης του Εγγονόπουλου, μας πηγαίνει πολύ μακριά. Δεν θα μείνω στη δηλωτική, πολιτική χρήση του Μακρυγιάννη ως συμβόλου, τόσο στον μεταπόλεμο (όπου υιοθετήθηκε και από την αριστερά, με καταστροφικά αποτελέσματα για την ίδια, καθώς κατέληξε υπαγόμενη σε αυτή την αφήγηση), όσο και στα χρόνια της μεταπολίτευσης, όπου τα “γράμματα στον Μακρυγιάννη” πάνε κι έρχονται. Θα αναφέρω όμως τις επιστημονικές εργασίες που έχουν δει το φως τα τελευταία χρόνια, όπως π.χ. αυτή του Νίκου Θεοτοκά, που φωτίζει εξαντλητικά τον Μακρυγιάννη και τα κείμενά του, καθώς και άλλες, που αναδεικνύουν την ιδεολογική χρήση του από τη γενιά του ’30. Έστω κι αν αυτές οι επιστημονικές τεκμηριώσεις και απόψεις, παρ’ ότι έχουν ισχυρή έδραση, αλλά και διάδοση, δεν είναι ακόμα πλειοψηφικές ούτε στην ακαδημαϊκή κοινότητα, πόσω μάλλον στην κοινωνία, γιατί προσκρούουν στα στερεότυπα της εθνικής αφήγησης, που φαντασιακά συνέχουν το κοινωνικό σώμα. Έτσι όμως συμβαίνει, πάντα, με τις εθνικές αφηγήσεις: διατηρούνται από τις αδράνειες της μακράς διάρκειας, ακόμα κι αν έχουν εκπέσει προ πολλού.
Κυρίως όμως οφείλουμε να σταθούμε στο ίδιο το ποίημα του Εγγονόπουλου, στη μεγαλοσύνη του. Αυτό το ποίημα δεν θα μπορούσε να γραφεί, αν ο ποιητής ήταν μέσα στη μακρυγιαννική αφήγηση της γενιάς του ’30. Μόνο υπό τη δική του οπτική, μόνο με βάση τη δική του ιστορική αντίληψη, μόνο με μια τέτοια ανάγνωση του Μακρυγιάννη, αλλά και του εν εξελίξει εγχειρήματος της γενιάς του ’30, ο Εγγονόπουλος γράφει τον Μπολιβάρ, υπερβαίνοντας την αφήγηση της γενιάς του ’30, αισθητικά, γλωσσικά, ιδεολογικά, πολιτικά, πολιτισμικά. Τα δε αισθητικά προτάγματα φτιάχνονται με αυτά ακριβώς τα “υλικά”. Με γλώσσα, με ιδεολογία, με ιστορική αντίληψη. Γι’ αυτό κατά τη γνώμη μου, όπως έχω υποστηρίξει εδώ και πολλά χρόνια, ο Μπολιβάρ αποτελεί τη σημαντικότερη ποιητική σύνθεση του ελληνικού εικοστού αιώνα. Αν η ιστορική αλήθεια αποτελεί πάντοτε ένα διακύβευμα, όπου αντιπαλεύουν διαφορετικές αφηγήσεις, ιστορικές και λογοτεχνικές, η εθνική αφήγηση της γενιάς του ’30, παρά τις καθεστωτικές αγκυρώσεις της, είναι ανίσχυρη, ως πραγματωμένο λογοτεχνικό έργο (Μυθιστόρημα, του Σεφέρη, Άξιον Εστί του Ελύτη, αλλά και Ρωμιοσύνη του Ρίτσου, ως υπαγόμενη σε αυτή την αφήγηση), μπροστά στον Μπολιβάρ.
Και είναι η δικιά μας, σημερινή ανάγκη, μιας νέας τοποθέτησης επί των σημαντικών ιστορικών στιγμών, του ’21 και του ’40, που μας οδηγεί (όχι όλους, βέβαια...) στον Μπολιβάρ, ο δε Εγγονόπουλος, δηλαδή το κείμενό του Μπολιβάρ, μέσα από τη μεγαλοσύνη του, μπορεί και απαντά σε δικά μας ερωτήματα, και μας οδηγεί στην επανανάγνωση αυτών των δύο ιστορικών περιόδων, όχι πλέον μέσα από μια λαϊκότροπη, θετικιστική, τρισχιλιετή ακολουθία (μακρυγιαννισμός), αλλά μέσα από τις βαθειές, εσωτερικές αντιθέσεις αυτών των δύο περιόδων, μέσα από τα διακυβεύματά τους. Διαυγάζοντας έτσι μια αντίληψη της ιστορίας, ιδιαίτερα χρήσιμη σήμερα.
Την επόμενη Κυριακή, θα επανέλθω στο πιο “επίδικο” ζήτημα αυτής της σειράς κειμένων, με μία ακόμη –κατά τη γνώμη μου η ισχυρότερη–  ταύτιση του Κολοκοτρώνη με το σύμβολο Μπολιβάρ, μέσα στα συμφραζόμενα της Επανάστασης του 1821.

Ανδρέας Μαράτος, Επέστρεφε...

Δεν υπάρχουν σχόλια: