Στέφανος Ρόκος, And no more shall we part, μικτή τεχνική σε χαρτί, 100 x 150 εκ. |
ΤΗΣ ΑΝΘΟΥΛΑΣ ΔΑΝΙΗΛ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΤΣΟΣ, Λευκή Ελλάδα, Εκδόσεις Περισπωμένη, σελ.
80
Αποθανείν θέλω είπε η
Σίβυλλα όταν δεν μπορούσε να μιλήσει
Κι ο ποιητής «Να
τιμήσει τη δυσγραφία»
Ανοίγοντας την
ποιητική συλλογή του Γιώργου Βέλτσου με τον τίτλο Λευκή Ελλάδα, αισθάνεσαι ότι
ανοίγεις το φράγμα και ορμάει το ποτάμι της ποίησης, της ζωγραφικής, της
ιστορίας, των Παθών της Ελλάδας. Οργή, αγανάκτηση, θλίψη και η ώρα ήρθε και
κάρπισε τ’ αστάχυ, και φούσκωσε της
πίκρας το προζύμι και σήκωσε κεφάλι το
κακό κι ο άρρωστος νους άδειασε και γέμισε με τρέλα. Η ώρα αυτή θα ερχόταν με
ένα νησί για τον Γιώργο Σεφέρη
(«Σαλαμίνα της Κύπρος»), για μας όμως νησί δεν υπάρχει.
Στο μακρό αφηγηματικό, παραληρηματικό, οργισμένο ποίημά
του ο ποιητής Βέλτσος θα εκφράσει, σαν να θέλει να γδάρει, την ψυχή του, ό,τι
αισθάνεται να τον ταπεινώνει· ιστορία, πολιτισμός, σπουδές, ιδέες, νιάτα,
όνειρα, ποίηση όλων των αιώνων, από τον Όμηρο μέχρι τις μέρες μας, και όλα μαζί
μια θλίψη για την Ελλάδα και την κατάντια. Ένα κατηγορώ εναντίον εκείνων που,
Ελλάδα, «στα μάγουλά σου/ μαχαίρια γράφουνε το γολγοθά σου», με τα λόγια του
Γιώργου Σεφέρη, και το «εκείνων» συγκαταλέγει τον ματσαράγκα, τον φαταούλα με
μπογαλάκια και με μπαούλα, το σελέμη, τους γύφτους, τους ξετσίπωτους και τους
αρπαχτικούς. Όλοι αυτοί που έβραζαν τις βρομιές τους τότε και τις ξαναβράζουν
και τώρα.
Πολύ καλά ο Σεφέρης περιέγραψε την πολιτική κατάσταση το
1944 και μετά το 1954 και μετά το 1971. «Επί Ασπαλάθων» έπρεπε όλοι αυτοί που
φωνάζουν στο όνομα του ελληνικού λαού, δήθεν, δεμένοι πισθάγκωνα να συρθούν, να
ξεσκιστούν και να ριχτούν στα Τάρταρα κουρέλι.
Ο Βέλτσος γράφει ένα πολιτικό ποίημα, ένα απελπισμένο
ποίημα για ό,τι συμβαίνει στην ελληνική κοινωνία. Το μότο με το παράδειγμα του
Γκυ ντε Μωπασάν μας δίνει το μέτρο της σύγκρισης. Του Μωπασάν δεν του άρεσε να
βλέπει τον πύργο του Άιφελ και γι’ αυτό γευμάτιζε στο εστιατόριό του. γιατί
εκεί δεν είχε άποψη του όλου. Τον πύργο τον βλέπεις από μακριά. Έτσι και του
Βέλτσου δεν του αρέσει η Ελλάδα, ζει όμως μέσα στην Ελλάδα και νιώθει ηφαίστειο
που ξερνάει λάβα και λατρεία.
Οι ενότητες, αν
και όλο ένας χείμαρρος είναι, δίνουν την εντύπωση μερών τραγωδίας: [Έγκλιση],
[Απόκλιση], [Παράκληση], [Επίκληση], [Ανάκληση], [Στροφή], [Αντιστροφή], [Επωδός], [Erga omnes], [Lamentate], [Appel manquè].
Λευκή
Ελλάδα, Αλμπίνα Ελλάδα, «τα θλιβερά
οστά σου/ ξεπρόβαλαν στα διάφανα χαρτιά της νυχτερίδας» (Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη…). «Αλλιώς πηγαίνουμε στα επανειλημμένα / Αλλιώς τα φέρνουμε/ ενώ, πάνω-κάτω/ μία
είναι η οδός» (μία και ωϋτή), «Να γράφεις με μπογιά Ψωμί κι Ελευθερία» (Το Άξιον Εστί). «Το αγραμμοφώνητο
γκράφιτι: Έχουμε πόλεμο με την Ελλάδα». Τι θα πει «αγραμμοφώνητο»; Μήπως αυτό
που δεν γράφεται, αυτό που δεν μιλάει; Αυτό που δεν έχει φωνή; Τι λένε όλα αυτά
τα γκράφιτι στην Αθήνα που εμείς οι αδαείς τα βλέπουμε σαν χρωματιστές
μουτζούρες; Ποιοι «έχουμε πόλεμο με την Ελλάδα»; Όλοι εναντίον της γιατί δεν είναι
αυτή που θα θέλαμε να είναι, αυτή που βγαίνει από την ιστορία μας και τα
λογοτεχνικά μας κείμενα, απ’ τα κόκαλα των Ελλήνων τα ιερά και αυτή είναι η
αιτία της κραυγής του ποιητή; Το «έντιμο αίμα που ζητάει εκδίκηση».
Η Ελλάδα στον πίνακα του Βρυζάκη, μια «έκφραση» κατά την
άποψη των εικαστικών μέσα στο ποίημα, με τα χέρια απλωμένα και το κεφάλι
στεφανωμένο σαν να είναι το Doppelgänger της αληθινής, το ιδανικό της πανομοιότυπο, η άλλοτε ουράνια
ιδέα της. Τι απέμεινε από αυτήν την ιδέα; «καρτερείς φιλελεύθερη λαλιά /
ξεποδαριασμένη ανά την Ευρώπη», «το Άξιον
εστί;/ Πόντισον θα σου πω μετά… Όλο το Αιγαίο σου/ μια σκάφη με κατά»,
«πρόσφυγας από τη Δαμασκό στη Μόρια (της Λέσβου), «Άγγελοι λευκοί, πυρωμένοι
λευκοί» και η εντάφια προσωπίδα και στίχοι από τον «Βασιλιά της Ασίνης»
«υπάρχουν άραγε» (Σεφέρης). Τίποτα δεν υπάρχει. Το «καμμένο “Αττικόν”», τα
δάκρυα της Stabat mater, η Ακρόπολη, οι νύχτες, η Ελλάδα «των πέντε θαλασσών …
Κρατούμενη στο “Μεtαγωγών”».
Υπήκοος αυτής της χώρας ο ποιητής κυκλοφορεί στη Σόλωνος και στη Σκουφά, ανάμεσα
σε έναν αρχαίο κι έναν Φιλικό, έναν που έκανε νόμους κι έναν που έκανε εταιρεία
για την Ελευθερία. Και τώρα, ο ποιητής
χωρίς κεφάλι. Επανέρχεται στα Πάθη της Ελλάδας, στα δάνεια και στα μνημόνια,
στους Έλληνες· «όλοι φλεγόμενοι όλοι στητοί ως Ηρακλείς ροπαλοφόροι».
«Γράφω, ματώνω και μετρώ Ελλάδα. Αυτό που δεν μπόρεσα να
πω: το σκουριασμένο συρματόπλεγμα». Είχε
πει στο παρελθόν «Εξ ορισμού νομιμοποιούμαι στην απαισιοδοξία, για να γίνομαι
κακότροπος κατά βούλησιν και πολεμικός» και ιδού το αυτό στο παρόν.
Κάθε στίχος και
μια αναφορά σε ένα μεγάλο ποιητή, μουσικό
ή κινηματογραφιστή, πίνακες ζωγραφικοί, ανάσες θεϊκές, ιδέες ιερές και η Ελλάδα
«αναδυομένη από μαύρα νερά», βρόμικη και υβρισμένη. Η Λευκή
Ελλάδα, η Ελλάδα των ονείρων μας δεν είναι αυτή που διαβάζαμε, αυτή που
νομίζαμε, αλλά αυτή που κατάντησε «νόμισμα σε χέρια αργυραμοιβών». Ο Γιώργος
Βέλτσος, με τη «βέλτσικη γλώσσα» καταλήγει: «Κλαίει πικρότατα εκείνη/ Κλαίει,
κλαίγοντας κι εγώ», «Εδώ… μαζί με στρώματα αργίλου και ρημάτων».
Η Ανθούλα Δανιήλ είναι κριτικός λογοτεχνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου