19/5/19

Διαδρομές στα χρόνια της κρίσης

Αριστερά, Μακεδονικό, Ευρώπη

ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΛΝΤΕΝ, Η Αριστερά στην κυβέρνηση, Πρέσπες, Ευρώπη, Θεμέλιο, Αθήνα 2019, σελ. 304

Θέλω να ευχαριστήσω τον Σωτήρη Βαλντέν για την ευκαιρία που μου δίνει να μιλήσω για το βιβλίο του. Διπλά: διότι αφενός μεν με τιμάει, αλλά και διότι μου δίνει την ευκαιρία να εκθέσω την άποψή μου γι’ αυτά που συμβαίνουν στην κεντρική πολιτική σκηνή της Ελλάδας κατά τη διάρκεια μιας περιόδου, στο μεγαλύτερο τμήμα της οποίας (τα τρία τελευταία χρόνια), έχω συστηματικά απόσχει, λόγω του αξιώματός μου στη Διεθνή Ομοσπονδία Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.[1] 
Ξεκινώ επιδοκιμάζοντας τον βασικό αρμό πάνω στον οποίον δομείται η σκέψη του Βαλντέν τα χρόνια της κρίσης, δηλαδή την πολιτική θέση σε μακρά διάρκεια, πίσω και πέρα από τον κονιορτό των γεγονότων. Η θέση αυτή συμπυκνώνεται στην αναγνώριση της τοξικότητας της θεραπείας των μνημονίων από την αρχή έως σήμερα. Τη θέση αυτή δεν την άλλαξε, με το να βαφτίσει το κρέας ψάρι μετά το 2015. Γράφει: «Εννοείται πως η επιτυχής υλοποίηση του Μνημονίου αποτελεί ανάγκη, αλλά δεν μπορεί να επισκιάσει το γεγονός ότι η επιβεβλημένη πολιτική είναι αντιλαϊκή και, πιστεύω, μακροπρόθεσμα ή και μεσοπρόθεσμα μη βιώσιμη» (σ. 102).
Συμφωνώ, λοιπόν, στις βασικές παραδοχές ανάλυσης της ελληνικής κρίσης και μέχρι κεραίας στα σχετικά με το Μακεδονικό και την κατάσταση στην Ευρώπη, διαφωνώ ή επιφυλάσσομαι για κάποιες από τις τακτικές επιλογές του συγγραφέα στη συγκυρία, ο οποίος, παρά τον ήρεμο εν γένει τρόπο του, νομίζω ότι ενθουσιάζεται περισσότερο απ’ αυτό που βοηθάει, με αποτέλεσμα οι κατά καιρούς κριτικές του στρατεύσεις να τον εκθέτουν σε δημόσια κριτική. Εξ όσων αντιλαμβάνομαι ωστόσο, αυτό είναι ένα ρίσκο που ως δημόσιος διανοούμενος το αναλαμβάνει με παρρησία. Στο βιβλίο του γράφει κάπου, όταν εξηγεί τον τρόπο που χειρίστηκε το «όχι» του στο δημοψήφισμα, ότι «δεν μπορούσα να αναλάβω τις όποιες ευθύνες συλλογικά και όχι ως ελεύθερος κι ανεύθυνος σκοπευτής» (σ. 75) και νομίζω αυτό είναι μια απάντηση από θέση αρχής.

Τον Σωτήρη Βαλντέν τον γνωρίζω από το χειμώνα του 1994. Μου είχε ευθύς αμέσως κάνει εντύπωση ο μειλίχιος αλλά και επί των αρχών του άκαμπτος τρόπος που προσέγγιζε τα ζητήματα της ειδημοσύνης του. Τα ζητήματα αυτά έτυχε να βρίσκονται στον πυρήνα των ερευνητικών μου ενδιαφερόντων, των ιδεολογικών και κοινωνικών μου ευαισθησιών και τον καιρό εκείνον βρίσκονταν στο απόγειο της πολιτικής τους αιχμής για την Ελλάδα: Βαλκάνια, Ευρώπη, μειονότητες, Μακεδονικό.
Ήταν η εποχή που η Ευρώπη, μέσω των γιουγκοσλαβικών πολέμων, ανακάλυπτε εκ νέου τα απωθημένα μειονοτικά της, ενώ η χώρα μας, μέσω μιας αυτιστικής διπλωματίας, ασχολήθηκε με την ονομασία της γειτονικής μας δημοκρατίας, την ίδια στιγμή που με την πρώτη προς βορράν πρωτεύουσα της Ε.Ε. των 15, τότε, μας χώριζαν δύο πόλεμοι. Ο ένας στην Κροατία και ο άλλος στη Βοσνία. Κι εμείς, αντί να παλέψουμε με τα συμπλέγματα μας ώστε να βρεθεί λύση στο ότι η χώρα για πρώτη φορά ήταν εδαφικά χωρισμένη από την υπόλοιπη Ε.Ε. διά εμπόλεμων ζωνών, διαλέξαμε τον «φίλο» και τον «εχθρό» στους γιουγκοσλαβικούς πολέμους, τρέφοντας στο εσωτερικό μας το φίδι του ακροδεξιού εθνικισμού που έκτοτε πληρώνουμε: ο ορισμός του αρνητικού αθροίσματος.
Ο Βαλντέν από τη δεκαετία του ’90 επιχειρηματολογούσε για τα πολιτικά επίδικα των καιρών του με τρόπο διακριτό. Στα κείμενά του -είτε διαφωνούσε, είτε συμφωνούσε κανείς- είχε κάτι που τον έκανε να εξέχει από τους υπόλοιπους της ανανεωτικής αριστεράς που είχαν συνταχθεί με το σημιτικό μπλοκ και αυτό με έκανε από τότε να τον παρακολουθώ με προσοχή. Ήταν μια προσέγγιση απαλλαγμένη από το απλοϊκό σχήμα του πολιτισμικού δυισμού που κυριάρχησε στον εκσυγχρονιστικό χώρο. Αυτό το σχήμα, εύπεπτο κι απλοϊκό, έβαζε το φωτοστέφανο του μεσσία της ιστορίας στους μύστες του, είτε προέρχονταν από τον χώρο της κομμουνιστικής ανανέωσης είτε όχι, ενάντια στον τρισκατάρατο λαϊκισμό του ΠΑΣΟΚ τότε και του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα. Αυτό, ανάμεσα σε άλλα, οδήγησε πλέον μια σειρά πάλαι ποτέ εκσυγχρονιστών να διαπρέπουν σήμερα στον χώρο της συντηρητικής παράταξης.
Ο Βαλντέν στο βιβλίο του ασχολείται πολύ με την κεντροαριστερά. Ίσως περισσότερο του δέοντος.  Ναι, η κεντροαριστερά είναι μείζον τμήμα της δικής του διαδρομής, πλην όμως τα σ’ αυτήν δρώμενα δεν έχουν τη βαρύτητα των άλλων γεγονότων τα οποία πραγματεύεται. Αυτή η κεντροαριστερά σήμερα μου φαίνεται πως κουβαλάει ένα βαρύ όνομα που κάποτε μονοπώλησε τη λεγόμενη «δημοκρατική παράταξη». Πλέον όμως αποτελεί μια αγοραία καρικατούρα, η οποία απλώς επιβιώνει χωρίς να έχει μεσομακροπρόθεσμα λόγο, αλλά μόνο επειδή στην ελληνική κοινωνία υπάρχει μια κατ’ όνομα αντιδεξιά παράδοση και επειδή ένας συγκεκριμένος τρόπος διακυβέρνησης από αρκετά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ είναι, ως ύφος, όντως ανυπόφορος. Η κεντροαριστερά πλέον μου θυμίζει την Ένωση Κέντρου της μεταπολίτευσης: μέσα σε επτά χρόνια η κραταιά παράταξη της δεκαετίας του ’60 κατέληξε μια γραφική καρικατούρα του Γιάννη Ζίγδη. 

Η Αριστερά στην κυβέρνηση
Ο συγγραφέας δεν καλλωπίζει τα προβλήματα· τα θέτει και τα ομολογεί. Η μακρά διάρκεια που αφορά την ανάλυση της ελληνικής κρίσης τον δικαιώνει. Διότι ευθύς πήρε τη θέση που κρατάει έως και σήμερα, με επίγνωση της ευθύνης και αίσθηση των δυσκολιών: «ένα μη παραταξιακό αφήγημα», γράφει, «είναι σχεδόν αδύνατο».
Έγραφα σε ένα βιβλίο μου (Στο ρίσκο της κρίσης: Στρατηγικές της Αριστεράς των δικαιωμάτων, Αλεξάνδρεια) το 2013: «Μέσα στην κρίση, πληθαίνουν οι ρητορικές καταχρήσεις, υποταγμένες απολύτως στο θυμικό της αγανάκτησης αλλά και υπαγορευμένες συχνά από την πολιτική σπέκουλα. Οι όροι, όμως, έχουν τη σημασία τους. Η ένταση με την οποία χρησιμοποιούνται, επίσης. Για τον λόγο αυτό χρειάζεται πάντα να κάνουμε οικονομία δυνάμεων στις λέξεις και τα νοήματα, διότι δεν ξέρουμε τι θα μας ξημερώσει, κυρίως σε ό,τι αφορά το υλικό εκτόπισμα των επιχειρημάτων».”
Αυτό φωνάζω και σήμερα, κοιτώντας προς την κατεύθυνση της κυβέρνησης.
O τρόπος με τον οποίον παρεμβαίνει ο Βαλντέν στο βιβλίο αυτό, κατά την εκτίμησή μου, υπηρετεί αυτήν ακριβώς την στρατηγική με τρόπο έντιμο (ναι, ένα στρατευμένο βιβλίο μπορεί να είναι έντιμο), ριζοσπαστικό σε σχέση με το ευρωπαϊκό mainstream, αλλά και με πολιτική ευθύνη που, πιστεύω, αποτυπώνεται στον τρόπο με τον οποίο αφηγείται την ελληνική κρίση, τα αίτια και τις επιπτώσεις της. Περιγράφοντας την στροφή του 2015, δεν μασάει τα λόγια του περί τέλους της λιτότητας και τα τοιαύτα.
Αυτό το υπογραμμίζω διότι ο αφελής βολονταρισμός είναι Ιανός: για να επιβιώσει, χωρίς πραγματικά να θέλει να καταλάβει πού έσφαλε ώστε να διορθωθεί, γίνεται απωθητικός κυνισμός στη διαχείριση της πραγματικότητας, και τότε δεν κομίζει τίποτε, μα τίποτε καινούργιο. Κι αυτό το βλέπουμε σήμερα σε ένα τμήμα του προσωπικού αυτών που κυβερνούν.
Ο Βαλντέν, λοιπόν, με τις παρεμβάσεις του αυτήν την «περιπετειώδη πενταετία» προσπάθησε και κρατήθηκε μακριά από τον ανεπίγνωστο βολονταρισμό -δεν θα μπορούσε να κάνει αλλιώς- κάτι που πραγματικά του έδωσε τη δυνατότητα να ορθώσει τείχος και στον κυνισμό της πολιτικής επιβίωσης. Και αυτό είναι προς τιμήν του.
Έχει αναγνωριστεί πλέον από τα πιο επίσημα χείλη ότι το 2015 η χώρα πορεύτηκε με άγνοια κινδύνου. Καλό που αναγνωρίστηκε, αλλά ουσιωδώς πρόβλημα. Μεταξύ της άγνοιας κινδύνου που μπορεί να εκθέσει την πολιτική κοινότητα σε μη αναστρέψιμες βλάβες και την πειθήνια υπόκλιση που οδηγεί σε εγκληματικές τιμωρίες, υπάρχει, για την Αριστερά, ο δρόμος της επίγνωσης. Η επιλογή της συναίσθησης. Η συναίσθηση των δυσκολιών είναι ο εκπαιδευτής που μπορεί να διδάξει την πλοήγηση του κινδύνου. Αυτή τη λογική υπηρετεί ο Βαλντέν με τα κείμενά του.
Αν σε αυτό προσθέσει κανείς την ειδημοσύνη επί των θεμάτων με τα οποία καταπιάνεται, μπορεί να συμφωνήσει πως όντως συζητάμε για έναν δημόσιο διανοούμενο πρώτης γραμμής σε ό,τι αφορά την ανάλυση της ελληνικής κρίσης, που γνωρίζεις όσο λίγοι τις ιστορικές, πολιτικές και οικονομικές της πλαισιώσεις στην πρώην Γιουγκοσλαβία, στα Βαλκάνια και την Ευρώπη: το Μακεδονικό.

Πρέσπες
Η επίλυση του Μακεδονικού αποτελεί τη νέα τομή, διότι σε αυτό βρήκε απάγκιο η νέα ελληνική εθνικοφροσύνη, απαλλαγμένη από τα συμπλέγματα της πρώιμης μεταπολίτευσης. Ενώ στις δεκαετίες του ’70 και ’80 αυτολογοκρίνεται στιγματισμένη, το Μακεδονικό, από τη δεκαετία του ’90, δίνει την ανάσα που χρειάζεται η εθνικόφρονα παράταξη για να απαλλαχθεί από τις
αμαρτίες του μετεμφυλιακού κράτους και της επταετίας. Ο τέλειος ακροδεξιός εξαγνισμός.
Για τον λόγο αυτό, η τομή «μνημόνιο - αντιμνημόνιο», ακόμη κι αν αποτέλεσε το διαιρετικό πλαίσιο από το 2010 ώς το 2015, αντανακλά μόνο μερικώς την υπαρξιακή τομή του πολιτικού ορίζοντα «αριστερά - δεξιά», κατά το ότι οι πολιτικές των μνημονίων διά της φτωχοποίησης ενέτειναν τις κοινωνικές ανισότητες. Από την πλευρά του, το Μακεδονικό αποτελεί το κατεξοχήν νέο δομικό πολιτικοϊδεολογικό επίδικο που μοιράζει την κοινωνία με τρόπο που εφάπτεται πιθανώς πειστικότερα στον άξονα «αριστερά - δεξιά»: υπάρχουν βέβαια δεξιοί που στήριξαν τη Συμφωνία των Πρεσπών, αν και οι περισσότεροι αυτολογοκρίθηκαν, ενώ υπάρχουν και οι αριστεροί που δεν την στήριξαν, ως προϊόν ιμπεριαλιστικής συνωμοσίας.[2]
Την 13η Ιουνίου 2018, στους Ψαράδες της Πρέσπας, ένας αστυνομικός έλεγε σε έναν ντόπιο (με τις δύο έννοιες «ντόπιο»): «Μιλά ελληνικά!» διότι αυτός μιλούσε τη γλώσσα του. Την ίδια στιγμή ο Κώστας Σέλτσας, βουλευτής Φλώρινας του ΣΥΡΙΖΑ, έδινε την πρώτη συνέντευξη που, εγώ τουλάχιστον, έχω ακούσει στα μακεδόνικα σε γερμανικό κανάλι με θέα τη λίμνη, εμφανώς συγκινημένος, όπως όλοι μας, από αυτό που μόλις είχε γίνει.
Ας μη γελιόμαστε: η Πρέσπα έχει μια αυτοτελή, μη συμψηφίσιμη πολιτική αξία σε μακρά διάρκεια. Εμείς που είμαστε με μια «Πρέσπα» από την αρχή, από το 1991,
λογοκριθήκαμε. Αυτολογοκριθήκαμε. Θεωρηθήκαμε μειοδότες του έθνους. Από τους πατριδοκάπηλους που διέλυσαν την ελπίδα για μια καλή γειτονία, γεννώντας μια νέα εθνικοφροσύνη στην Ελλάδα, την πολιτική τερατογένεση των συλλαλητηρίων. Από τον Αν. Σαμαρά που έκανε μαθήματα ελληνικής στη Βουλή, κάνοντας λόγω για «σκοπιανότερους των σκοπιανών». Από πού να αρχίσει κανείς; Πού να τελειώσει... Θεωρηθήκαμε ανάξιοι Έλληνες διότι απλώς είπαμε ότι ένας λαός έχει δικαίωμα να αυτοπροσδιορίζεται. Αντέξαμε όμως. Υπάρχει ελπίδα, λοιπόν: αυτό είναι η Πρέσπα.
Το άρθρο 7, παρ. 1, της Συμφωνίας, που προβλέπει ότι τα «μέρη αναγνωρίζουν ότι η εκατέρωθεν αντίληψή τους ως προς τους όρους ‘Μακεδονία’ και ‘Μακεδόνας’ αναφέρεται σε διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο και πολιτιστική κληρονομιά», είναι, κατά την άποψή μου, μια διάταξη που θα διδάσκεται στο μέλλον ως μια έξοχη στιγμή του διεθνούς δικαίου της εποχής μας. Την ημέρα που υπογράφηκε η Συνθήκη κάποιοι -γιατί να το κρύψουμε;- τσιμπιόμασταν και παίρναμε τηλέφωνα ο ένας τον άλλον δακρυσμένοι. Να τα λέμε κι αυτά.

Ευρώπη
Τέλος, μιας και είμαστε και σε προεκλογική περίοδο, θα υπογραμμίσω ότι ο συγγραφέας είναι ένας από τους λίγους υποψηφίους που μπορεί, λόγω ειδημοσύνης για την Ευρώπη, να γίνει ένας πραγματικά καλός ευρωβουλευτής.
Η Ευρώπη, ωστόσο, έχει χάσει προ πολλού την προσδοκία του καλού. Από την άλλη -ας μην ξεχνάμε- έχει υπάρξει και πολύ χειρότερη. Σήμερα είναι απλώς μέτρια. Ο ευρωπαϊκός «ρεαλισμός» είναι απλώς η παραδοχή της μετριότητάς της. Γι’ αυτό ο «ρεαλισμός» της δεν εμπνέει, όσο κι αν παλεύει να μας σώσει από τα χειρότερα. Στα τέλη του 20ού αιώνα, η νομισματική ένωση έγινε αυτοσκοπός που εξάρθρωσε, με την ακαμψία της, την πολιτική ένωση. Σήμερα, η μέτρια Ευρώπη δεν είναι ικανή για το χειρότερο, όπως παλιά, ούτε όμως εμπνέει για κάτι καλύτερο. Δεν πείθει. Αυτό είναι το πρόβλημα. Και όταν το σχέδιο μιας κοινής πολιτικής κοινότητας δεν ελκύει, τότε το χειρότερο ιστορικά παραμονεύει.
Ο αγώνας μας είναι ακριβώς ενάντια σ’ αυτό, και το βιβλίο του Σωτήρη Βαλντέν είναι όπλο στη μεγάλη μάχη ιδεών που ξεκινά την επόμενη των ευρωεκλογών.

* Ο Δ. Χριστόπουλος είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας του Παντείου και πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το κείμενο βασίζεται στην ομιλία του κατά την παρουσίαση του βιβλίου στην Αθήνα, στις 15 Μαΐου 2019, από τους Νίκο Βούτση, Αντώνη Λιάκο και τον συγγραφέα, με συντονισμό του Νικόλα Βουλέλη.


[1] H προεδρία της οποίας αξιώνει μια σχετική αποστασιοποίηση από κομματικές προτιμήσεις, στο όνομα των καταστατικών αρχών της αμεροληψίας και της αντικειμενικότητας που πρέπει να διέπει αυτούς που υπερασπίζονται τα δικαιώματα.
[2] Εγώ τέτοια συνωμοσία δεν ξέρω αν έγινε -σίγουρα, το ότι ο διεθνής παράγοντας ήθελε διακαώς, ήταν συνθήκη υλοποίησης της Συμφωνίας- ξέρω όμως ότι σίγουρα η ιστορία συνωμότησε, όπως έλεγε ο Χέγκελ, όταν το ΚΚΕ, εβδομήντα χρόνια μετά την 5η Ολομέλειά του, έκανε πορεία στη Φλώρινα εναντίον του μακεδονικού αλυτρωτισμού.

Στέφανος Ρόκος, As I sat sadly by her side, μικτή τεχνική σε χαρτί, 100 x 150 εκ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: