5/5/19

Ο Γιάννης Ρίτσος και η σκοτεινή ρίζα της ποίησης

Νίκος Αρβανίτης, Δώδεκα Ώρες / Τεκμήρια, 2019, σιλικόνη, χρωστικές, φελιζόλ, ξύλο, σίδερο, ύφασμα, υδατοδιαλυτό βερνικόχρωμα enamel, διαστάσεις μεταβλητές


ΤΟΥ ΣΤΑΜΑΤΗ ΠΟΛΕΝΑΚΗ

Όταν μου έγινε η πρόταση να μιλήσω για τα εκατόν δέκα χρόνια από τη γέννηση του Γιάννη Ρίτσου, δέχθηκα με μεγάλη χαρά αλλά και σκεπτικισμό και επιφύλαξη. Αισθάνθηκα από την πρώτη στιγμή ότι μαζί με την τιμή που μου γίνεται, αναλαμβάνω και μια μεγάλη ευθύνη. Και τι θα μπορούσα να πω εγώ, και τι να αλιεύσω μέσα από τον απέραντο ωκεανό αυτής της ποίησης; Αποφάσισα να προσπαθήσω ν` απαντήσω σε διάφορα ερωτήματα που μου γεννά διαρκώς η ποίησή του η οποία όσο και αν έχει ερμηνευτεί και σχολιαστεί και ταξινομηθεί, παραμένει πάντοτε αινιγματική και ανεξάντλητη. Και πρώτα απ’ όλα,  θα ήθελα να στοχαστώ μαζί σας σχετικά με το τι μας λέει ο Γιάννης Ρίτσος, σήμερα, σ’ εμάς που ζούμε στα ερείπια ενός κόσμου και τρεφόμαστε με τα απομεινάρια του μεγάλου ένδοξου οράματος. Θα σας μιλήσω επίσης για τη σχέση του Γιάννη Ρίτσου με τον Άρη Αλεξάνδρου, μια σχέση που θεωρώ κομβική για την πραγματική κατανόηση του ποιητή και του ανθρώπου Γιάννη Ρίτσου και παρακάτω θα εξηγήσω το γιατί. Επιτρέψτε μου όμως, πριν απ` όλα να ξεκινήσω με μια απαραίτητη εξήγηση. Τι εννοώ με τον τίτλο αυτής της ομιλίας  Η σκοτεινή ρίζα της ποίησης και ποια είναι τέλος πάντων αυτή η σκοτεινή ρίζα ή μ` άλλα λόγια, η σκοτεινή μας ρίζα της κραυγής, για την οποία μίλησε κάποτε ένας άλλος μεγάλος ποιητής, ο Λόρκα, που πλήρωσε την ποίηση με την ίδια τη ζωή του και μάλιστα το έτος 1936, δηλαδή, κατά μια τραγική σύμπτωση, ακριβώς την ίδια εποχή που ο Γιάννης Ρίτσος έγραφε τον Επιτάφιο.

Aς ξεκινήσουμε με μια παραδοχή: Υπήρξε μια εποχή κατά την οποία ο Γιάννης Ρίτσος δεν απέφυγε, όπως και πολλοί άλλοι σύγχρονοί του την παγίδα της εξύμνησης μιας άσχημης πραγματικότητας. Υπάρχουν αρκετά παραδείγματα, όπως ένα ποίημα που έγραψε το 1945 και ονομάζεται Ο σύντροφός μας. Άλλοι, όπως ο Αραγκόν, πήγαν ακόμα πιο μακριά, φθάνοντας στο σημείο να γράφουν ωδές στην αστυνομία. Αλλά ο Γιάννης Ρίτσος υπήρξε πάνω απ` όλα ποιητής. Και σαν αληθινός ποιητής που ήταν, βρήκε τον τρόπο να σχίσει αυτό το πέπλο,  να μιλήσει με μια διαφορετικού είδους γλώσσα, να πορευτεί σ` έναν πολύ πιο ανοιχτό ορίζοντα. Επειδή οι ποιητές είναι πάνω απ` όλα ποιητές, δεν είναι σκαπανείς και πιονιέροι ενός φωτεινού μέλλοντος· δεν υπάρχει απολύτως καμία βεβαιότητα για την έλευση ενός φωτεινού, δικαιότερου μέλλοντος και όλα βυθίζονται στο σκοτάδι, την αγωνία και την αβεβαιότητα. Αυτός είναι ο λόγος που οι ποιητές περνούν ολόκληρη τη ζωή τους σκάβοντας με γυμνά χέρια για ν` αγγίξουν τη σκοτεινή ρίζα από την οποία όλα προέρχονται, τη σκοτεινή ρίζα της ποίησης και του ίδιου του κόσμου. Επίσης, δεν χωρά αμφιβολία ότι όσο τα χρόνια περνούν, τόσο ο Ρίτσος, αν και ουδέποτε επιτρέπει στον εαυτό του να βυθιστεί στην απελπισία, ωστόσο απομακρύνεται ολοταχώς από κάθε φωτεινή και αισιόδοξη προοπτική και καθώς καταβυθίζεται όλο και πιο βαθιά μέσα στην ποίηση, γίνεται ολοένα πιο μελαγχολικός και πικρός. Αλλού πάλι, αντικρίζει κατάματα την ανημπόρια και τη ματαιότητα ακόμα και αυτής της ίδιας της ποίησης, όπως σ` αυτό το ποίημα από τα Χάρτινα, του 1973-74:

Ω ανήμπορο ποίημα
Ανήμπορο ανήμπορο
Ατελέσφορο.
Οι νεκροί
Δεν ανασταίνονται.
Υπάρχουν.

Παρά την πρόσκαιρη ευφορία της μεταπολίτευσης που αν και τη σκιάζει η μεγάλη τραγωδία της Κύπρου έρχεται ορμητικά φέρνοντας προσωρινά έναν φρέσκο αέρα στη βασανισμένη χώρα, και παρά το γεγονός ότι η εποχή εκείνη ήταν για τον ποιητή μια εποχή δόξας και αποθέωσης, ο Ρίτσος που ένιωθε και γνώριζε πολύ καλά ότι η φήμη, η αποθέωση και η δόξα είναι στην πραγματικότητα θανάσιμοι εχθροί του ποιητή και γενικά του καλλιτέχνη, μοιάζει απ` αυτή την περίοδο και μετά, σαν ν` αφουγκράζεται μέσα στο σκοτάδι τους ανεπαίσθητους τριγμούς, τις ρωγμές και τους ήχους που προμηνύουν τις καινούργιες συμφορές που έρχονται για τον τόπο μας και τον κόσμο ολόκληρο.
Στο σημείο αυτό όμως, ήρθε η ώρα ν’ αναφερθώ, όπως προείπα, και στη στενή, στην αδελφική σχέση του Γιάννη Ρίτσου με τον Άρη Αλεξάνδρου, τον ελευθεριακό ποιητή Άρη Αλεξάνδρου επειδή η σχέση αυτή, φωτίζει πιστεύω αρκετά και τον βαθύτερο ψυχισμό του Γιάννη Ρίτσου, μακριά και πέρα από την κομματική γραμμή και τις οδηγίες του κόμματος. Ξέρουμε πια, καλά, ότι ο Αλεξάνδρου πλήρωσε την ηθική του ακεραιότητα και την ανεξαρτησία του πνεύματός του, όχι μόνο με φυλακές και εγκλεισμό στη Μακρόνησο, αλλά και με τη σιωπή και την περιφρόνηση των ίδιων του των συντρόφων στην εξορία. Και με την ευκαιρία αυτή, θα ήθελα ακροθιγώς να θίξω εδώ ένα θέμα που δεν είναι η ώρα και η κατάλληλη στιγμή να συζητηθεί περισσότερο αλλά είναι μια πληγή ανοιχτή ακόμα. Μιλώ για τον απαράδεκτο στιγματισμό, κατ` εντολή του κόμματος και της κεντρικής επιτροπής, με τη βαριά και ασήκωτη κατηγορία του προδότη, του χαφιέ ή του δηλωσία, εκατοντάδων αγνών και τίμιων αγωνιστών του λαϊκού κινήματος. Σε κάθε περίπτωση, ξέρουμε ότι ο Γιάννης Ρίτσος ήταν ένας από τους ελάχιστους που τον στήριξαν και δεν σταμάτησαν να του απευθύνουν το λόγο ακόμα και όταν η γραμμή του κόμματος ήταν η απομόνωση και η πλήρης απαξίωση του ενοχλητικού Αλεξάνδρου ο οποίος δεν είχε διστάσει να θέσει σε ανελέητη κριτική τις θέσεις του ίδιου του Ζαχαριάδη, ακόμα τότε πανίσχυρου γενικού γραμματέα, και όπως ξέρουμε, ο Ζαχαριάδης ήταν αλλεργικός σε οποιαδήποτε μορφή κριτικής και όποιος διαφωνούσε μαζί του, ερχόταν η ώρα, αργά ή γρήγορα, που το πλήρωνε πολύ ακριβά. Η σχέση των δυο ποιητών διακόπτεται ή ίσως και να ψυχραίνεται για κάποιο διάστημα αλλά με την απόλυση από τις φυλακές και την επιστροφή τους στην Αθήνα ζωντανεύει ξανά, γίνεται βαθύτερη και μέσα από χίλιες δυσκολίες, καινούργιες περιπέτειες, εξορίες και διώξεις, θα κρατήσει μέχρι το καλοκαίρι του `78, και τον ξαφνικό θάνατο του Άρη Αλεξάνδρου στο Παρίσι. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ρίτσος υπήρξε ο πρώτος παραλήπτης του δακτυλόγραφου χειρογράφου του Κιβωτίου και αμέσως, αισθάνθηκε τη μεγάλη σημασία αυτού του έργου για το οποίο, δεν σταμάτησε ποτέ να εκφράζει τον θαυμασμό του, και πάλι πέρα από την κομματική γραμμή. Επειδή στον συγγραφέα του κιβωτίου ουδέποτε συγχωρέθηκε η ανεξαρτησία του πνεύματός του και η αντίθεσή του, όχι στον σταλινισμό μόνο, αλλά και σε κάθε μορφής εξουσία ούτε η περίφημη δήλωσή του ότι Δεν ανήκω πουθενά παρά μόνο στο ανύπαρκτο κόμμα των ποιητών. Παρόλα αυτά, η σπουδαιότητα αυτού του κορυφαίου έργου της πεζογραφίας μας, δεν περνά απαρατήρητη από το άγρυπνο μάτι του Γιάννη Ρίτσου που βλέπει αμέσως ότι πρόκειται για ένα έργο πολυεπίπεδο και τραγικό που θέτει ερωτήματα που βασάνιζαν ασφαλώς και τον ίδιο και πηγαίνοντας πέρα και από τα άμεσα πολιτικά ζητήματα, διεισδύει μέσα στον πυρήνα της ίδιας της ύπαρξης και διερωτάται για την ίδια την ανθρώπινη μοίρα.

Tι έξοχο το μυθιστόρημά σου Άρη μου, του γράφει σε μια επιστολή. Κι όσο προχωρεί, όσο εγκαταλείπει έναν συγκεκριμένο στόχο, κι ελευθερώνεται από συγκεκριμένα δυσάρεστα ιστορικά βιώματα, μπαίνει στην καθολική περιοχή της γενικής δυσαρέσκειας όλων για όλα,
σ` αυτή τη βαθιά και για πάντα αδιερεύνητη περιοχή της αποτυχίας της ζωής και της δημιουργίας.

Είχα πάντοτε την αίσθηση ότι ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος βασανιζόταν σ` ολόκληρη τη ζωή του, διχασμένος ανάμεσα σε δυο αντίθετους πόλους. Από τη μια μεριά, η αλήθεια του κόμματος, την οποία δεν μπορούσε αλλά ούτε και ήθελε ν` απαρνηθεί εντελώς, και από την άλλη, το ψέμα της ποιήσεως. Ο διχασμός αυτός υπάρχει σε όλο του το έργο και όσο περνάνε τα χρόνια αρχίζει και γίνεται όλο και πιο φανερός και σιγά- σιγά, αν και ψιθυριστά πάντοτε και ποτέ με τυμπανοκρουσίες, προσεγγίζει νομίζω, το ψέμα της ποιήσεως εις βάρος της αλήθειας του κόμματος. Αυτό γίνεται σταδιακά, καθώς ο Ρίτσος γράφει ασταμάτητα, καταστρέφει εκατοντάδες παλαιότερα ποιήματα και χειρόγραφα που δεν τον ικανοποιούν πια και εξελίσσει διαρκώς την τέχνη του έπειτα από την επιστροφή του από την εξορία τα χρόνια του` 50. Υπάρχουν π.χ, σαφείς υπαινιγμοί του διχασμού αυτού στην εξαίσια Σονάτα του σεληνόφωτος καθώς και αλλού.
Το μεγάλο, όμως, ξεκαθάρισμα λογαριασμών, γίνεται, κατά τη γνώμη μου, στο Τερατώδες αριστούργημα, σ` αυτό το εκπληκτικό εκτενές ποίημα. Εκεί βρίσκουμε στίχους εμβληματικούς και ταυτόχρονα απολύτως σαφείς:

Με αδελφική φροντίδα διατύπωναν το παράπονο οι σύντροφοι ότι τα νέα ποιήματά μου διανθίζονται από κάποιες
τάσεις μεταφυσικής κι εγώ απαντούσα με πολύ μεταφυσικότερα ποιήματα ενός πολύ βαθύτερου ρεαλισμού
περίπου σαν εκείνον του Ζντάνωφ αλλά μαζί και με τις καταδικασμένες γάτες της Αχμάτοβα
θαρρώ είταν μαύρες καθόνταν πεινασμένες πίσω απ` τα τζάμια
και κοιτούσαν τα παγωμένα νερά του Νιέβα ή του Μόσκβα δεν καλοθυμάμαι
με δυο μάτια πλατιά σαν δυό παγωμένους αιώνες
Επιτρέψτε μου να σας διαβάσω κι ένα ακόμα χαρακτηριστικό ποίημα που ανήκει σε μιαν άλλη συλλογή, με τον τίτλο Κάποτε. Μια συλλογή ανέκδοτη μέχρι πρόσφατα, αλλά γραμμένη την ίδια εποχή με το Τερατώδες αριστούργημα, δηλαδή το 1977:

Mεγάλη δυσκολία
το πλάσιμο
των θετικών ηρώων
όταν αφήσουν χάμου
τις σημαίες
δεν ξέρουν πια
τι να κάνουν τα χέρια τους
ούτε κι εμείς-
καλύτερα λοιπόν
καθόλου να μη γίνουν
τ` αποκαλυπτήρια
αυτού του αγάλματος
και του ποιήματος αυτού.

Θα τελειώσω προσπαθώντας ν` απαντήσω στο αρχικό ερώτημα που έθεσα. Διερωτήθηκα
στην αρχή αυτού του κειμένου σχετικά με το τι μπορεί να λέει ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος σ` εμάς, σήμερα, εκατόν δέκα χρόνια από τη γέννηση και τρεις ολόκληρες δεκαετίες από τον θάνατό του. Πιστεύω λοιπόν, ότι σήμερα χρειαζόμαστε τον ποιητή περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Χρειαζόμαστε τον ποιητή, το ακατάβλητο σθένος του, την ακούραστη δημιουργικότητά του, το θάρρος και την συνεχή του προτροπή Δουλειά, δουλειά και πάλι δουλειά. Τα έχουμε βαθιά ανάγκη όλα αυτά, μέσα σ` αυτό τον σκοτεινό πάτο του πηγαδιού που είμαστε όλοι ριγμένοι, μέσα σ` αυτή τη χώρα που κουβαλά το βάρος μιας συνεχούς ήττας, ενός αδιάκοπου εξευτελισμού που συνεχίζεται ως σήμερα, που είδε τόσες θυσίες, τόσους αιματηρούς αγώνες για ένα καλύτερο αύριο να μην οδηγούν πουθενά και τα πιο άξια παιδιά της να χάνονται για μια χίμαιρα, για ένα όνειρο άπιαστο, για ένα όραμα που ακόμα περιμένει τη δικαίωσή του. Σ` αυτή τη χώρα που οι νεκροί της παραμένουν άταφοι και περιμένουν ακόμα την Αντιγόνη. Επάνω μας πέφτει ακόμα βαριά η σκιά της Μακρονήσου και από τις πιο σκοτεινές γωνίες της Ελληνικής ιστορίας ξεπροβάλλουν ξανά, οι ακροδεξιοί τραμπούκοι και οι αφιονισμένοι αλφαμίτες με τα ρόπαλα. Σήμερα νιώθουμε να έρχονται από παντού τα πιο δυσοίωνα προμηνύματα και η ανθρώπινη κατάσταση, παγκοσμίως, φαίνεται να πηγαίνει διαρκώς προς το χειρότερο και οι κολασμένοι, οι αναρίθμητοι κολασμένοι της γης πρέπει να βουλιάζουν μέσα στη μολυσμένη λάσπη των ποταμών και να εξαθλιώνονται όλο και περισσότερο, πρέπει να εξαθλιώνονται, να λιμοκτονούν και να λιμοκτονούν διαρκώς μέχρι να πεταχτούν τα κόκαλα έξω από τις σάρκες τους, θυσία στο βωμό ενός αποθηριωμένου καπιταλισμού και ενός ολοένα πιο αδηφάγου και απάνθρωπου παγκόσμιου οικονομικού συστήματος. Όλοι οι πύργοι του κόσμου είναι φτιαγμένοι από τα κόκαλά μας και κάτω απ` τα θεμέλια αυτού του θαυμαστού παγκοσμιοποιημένου κόσμου δουλεύουν μέρα- νύχτα αναρίθμητα παιδιά- σκλάβοι σε συνθήκες ίδιες ή και πολύ χειρότερες ακόμα, απ` αυτές που περιέγραψε κάποτε ο Μαρξ στο Κεφάλαιο. Ποτέ δεν πρέπει να το ξεχνάμε αυτό σήμερα που οι πάντες, ως και η αριστερά ακόμα, μιλούν με τη χυδαία γλώσσα των αγορών. Για όλους αυτούς τους λόγους χρειαζόμαστε επειγόντως, ξανά ένα μεγάλο  ποιητικό- απελευθερωτικό όραμα που θ` αγκαλιάσει ολόκληρη τη βασανισμένη ανθρωπότητα. Πρέπει να παραμείνουμε άνθρωποι σ` αυτούς τους καινούργιους, σκοτεινούς καιρούς. Σήμερα χρειαζόμαστε την ποίηση περισσότερο από ποτέ άλλοτε και χρειαζόμαστε επίσης την ανθρωπιά και την πολύτιμη τέχνη του Γιάννη Ρίτσου αλλά και όλων των μεγάλων ποιητών που μας διδάσκουν όχι την ποίηση μόνο, αλλά την πανάρχαια, χαμένη ενότητα ποίησης και ζωής και μια ολόκληρη στάση ζωής που είναι τελικά η ανυπακοή απέναντι στο θάνατο.
Ας κλείσει λοιπόν αυτή η ταπεινή ομιλία, μ` ένα ακόμα ποίημα από τα Χάρτινα. Πρόκειται για μια υπέροχη επίκληση στην ποίηση και στις μαγικές της δυνάμεις που ίσως να μπορέσουν κάποτε να μεταμορφώσουν τον κόσμο:

Το ποίημα είναι
Το αρνητικό της σιωπής.
Μια μέρα μέσα στο οξύ των λέξεων
εμφανίζεται το πρόσωπό της.
Τα μάτια της διόλου κλαμένα.
Τα τρία διαμάντια
ασάλευτα απαστράπτοντα,
καρφωμένα στο στήθος της.

Ο Σταμάτης Πολενέκης είναι ποιητήςς

Δεν υπάρχουν σχόλια: