Ευθείες και Πλάγιες Επιβολές στην Χουντική Τριετία 1967-1969
ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ
[Ο τίτλος αυτός
επινοήθηκε μετά από την πρόσκληση των «Αναγνώσεων» για συμμετοχή σ’ ένα μικρό
αφιέρωμα με την ευκαιρία της επετείου της 21ης Απριλίου και της
συμπλήρωσης πενήντα ετών από τη «Δήλωση» των Δεκαοχτώ το 1969, εναντίον της
λογοκρισίας. Το πλήρες κείμενο (εδώ εμφανίζεται μόνο το επιλογικό και
συγκεφαλαιωτικό του μέρος) τιτλοφορείται : «Τα Δεκαοχτώ Κείμενα και η Αμφίβολη Σιωπή. Έλληνες Συγγραφείς στα
Χρόνια 1967-1974. Οι Αφανείς και οι Εμφανείς Τακτικές τους», και πρόκειται να
δημοσιευτεί προσεχώς.]
Αναψηλαφούμε το παρελθόν, γυρεύοντας θολά σημεία του, όχι
για να το διορθώσουμε, όπως βαυκαλίζονται οι δεξιόστροφοι ιστορικοί του αναθεωρητισμού
ή και οι αντιθέτου φοράς αριστερόστροφοι ιστορικοί που μηρυκάζουν τα από ετών
πεπατημένα, μα για να καταλάβουμε καλύτερα το παρόν. Η έκδοση των Δεκαοχτώ Κειμένων και τα παρεπόμενα ή
προηγούμενά της στη μελέτη αυτή, δεν ενδιέφερε από την πλευρά των αισθητικών
επιτελέσεων των επιμέρους κειμένων που συνέστησαν την εμβληματική αυτή
ανθολογία. Ασφαλώς, μερικά από αυτά παραμένουν αξιόλογα και προκαλούν το
αναγνωστικό ενδιαφέρον και σήμερα- αναφέρω ως δείγματα τα άρθρα της Νόρας
Αναγνωστάκη και του Δημήτρη Μαρωνίτη, τον αλληγορικό «Γύψο» του Θανάση Βαλτινού
αλλά και το επίσης αλληγορικό «Ελ Προκαραδόρ» του Θεόφιλου Δ. Φραγκόπουλου,
όπως και τον «Στόχο», τη σύνθεση του Μανόλη Αναγνωστάκη που ουσιαστικά ήταν η
τελευταία αναλαμπή της ποιητικής πολιτικής του, αν θεωρήσουμε ως αρχή του
διάπλου της τις Εποχές του 1945. Τουλάχιστον
αυτά συνεχίζουν να αποτελούν λίγο ως πολύ σημεία γενικότερης αναφοράς.[1] Ωστόσο,
στα όσα ως εδώ παρουσιάστηκαν νομίζω ότι έγινε φανερό πως η έκδοση αυτή μας ενδιέφερε
ως τεκμήριο της ιστορίας των ελλαδικών γραμμάτων, της ιστορίας της
γραμματολογίας μας στον 20ό αιώνα. Γιατί ως τέτοιο γεγονός υπήρξε η κορύφωση
όχι μιας στιγμιαίας και συμβολικής σύναψης κειμένων που ο αντιρρητικός τους
χαρακτήρας ήταν περιορισμένος στην εποχή της επτάχρονης δικτατορίας, αλλά
περισσότερο ο αναβαθμός της πολύχρονης προσπάθειας μιας μάλλον ολιγομελούς ομάδας
συνομήλικων συγγραφέων να αποδεσμευτούν από την πατρωνία των γηραιότερων,
μεσοπολεμικών του ΄30, και να αλλάξουν τη θέση τους στη μικρή κοινωνία των
ελληνικών γραμμάτων, ρυθμίζοντας εκείνοι το αξιακό σύστημα και τις κατευθύνσεις
των επιτελουμένων στον χώρο της λογοτεχνίας.
Με λίγα λόγια, η
δημιουργία και ο συμβολισμός των Δεκαοχτώ
Κειμένων, είχαν εκτός των άλλων και το νόημα ενός καταλύτη στις διαδικασίες
ενός συνεχούς (όπως τον θεωρούσαν οι μεταπολεμικοί και οι νεώτεροι) πολέμου
μεταξύ των λογοτεχνικών γενεών! Και με αυτή την έννοια, η συστηματική αλλά και
επιθετική, αντιρρητική πολιτική που περιέβαλλε και συνόδευσε την έκδοση, τα όσα
έγιναν και επίσης τα όσα δεν έγιναν
στα κρίσιμα τρία πρώτα χρόνια που ακολούθησαν τη στρατιωτική επιβολή (λόγω
ακριβώς της μεθοδευμένης στρατηγικής της σιωπής), όλα αυτά συνέκλιναν στο να
θεωρηθεί (και σωστά, κατά τη γνώμη μου) η έκδοση των Δεκαοχτώ Κειμένων ένα σημείο τομής. Τίποτε δεν ήταν πια το ίδιο
μετά την επιτυχή έκβαση της τρίχρονης σιωπής. Η γενιά του ΄30 ως θεσμική δύναμη
είχε εξασθενίσει, κι αυτό διότι είχε σπρωχτεί εν πολλοίς στο περιθώριο∙ το περίφημο
ηθικό πλεονέκτημα της ως τότε λογοτεχνίας της αριστεράς είχε περάσει εμφανώς σε
δεύτερη μοίρα[2]∙
η πεζογραφία αν δεν ξεπέρασε σε αξιακή εκτίμηση την ποίηση θα ήταν πια
τουλάχιστον ισόβαθμη στα επόμενα χρόνια,[3] και συνολικά
μετά τα Δεκαοχτώ Κείμενα τα πάντα στη
λογοτεχνία φάνηκε ότι αλλάζουν χέρια! Δεν ήταν απλώς η έκδοση αυτή ένα σημείο
μετάβασης από μια χρονική περίοδο σε μια άλλη, όσο ένα σημείο «αλλαγής φρουράς».
Η άτυπη αν και αναγνωρίσιμη ομάδα που πήρε την κατάσταση στα χέρια της, με οργανωτικά
δραστικότερους τους Αλέξανδρο Κοτζιά, Αλέξανδρο Αργυρίου, Δημήτρη Μαρωνίτη,
Ρόδη Ρούφο∙ λιγότερο ενεργούς αλλά παρόντες τον Τάκη Σινόπουλο, τον Σπύρο Πλασκοβίτη,
τον Παύλο Ζάννα, τον Θανάση Βαλτινό και τον Θ.Δ. Φραγκόπουλο∙ αφανέστερους τους
Κώστα Στεργιόπουλο και Κώστα Καλλιγά, και με την όχι χωρίς κλυδωνισμούς σύμπραξη
του Στρατή Τσίρκα,[4]
ασκήθηκε στη συσπείρωση που απαιτούσε η υλοποίηση και έπειτα η διεθνοποίηση
μιας τέτοιας έκδοσης, κάτω από τις δεδομένες συνθήκες. Με συνέπεια, όταν
ακολούθησαν οι ηπιότερες μεταπολιτευτικές ημέρες (παρά τις απώλειες, τις
εσωτερικές αντιθέσεις, τις διαφοροποιήσεις, αλλά και την προσθήκη «νέων» στελεχών,
όπως λ.χ. ο Σπύρος Τσακνιάς ) να εξακολουθεί να ασκεί δυναμική επιρροή σ’ ένα σημαντικό
μέρος των μεταπολεμικών συγγραφέων, παλαιότερων ή νεώτερων. Άλλωστε, οι
νεώτεροι είχαν ήδη πάρει το βάπτισμα του πυρός με τη συμμετοχή τους στην
αντιδικτατορική Ελληνοευρωπαϊκή Κίνηση Νέων, ιδεολογικά τουλάχιστον
συμπορευόμενη και συνεργαζόμενη με την ομάδα των Δεκαοχτώ Κειμένων!
Την πολιτική των 18 Κειμένων είναι αφελές να πιστεύουμε
ότι την όρισαν όλοι και όλες που δημοσίευσαν στην ανθολογία. Τη γραμμή χάραζαν
οι επικεφαλής της ομάδας, οι οποίοι και συναποφάσιζαν σε ολιγομελείς
συναθροίσεις. Η ισχύς τους δεν ήταν σχήμα λόγου. Φάνηκε πολύ γρήγορα με τον χειρισμό
που υιοθέτησαν και εφάρμοσαν όταν η αρχική «Δήλωση» των Δεκαοχτώ του 1969
ελέγχθηκε ως προς τους συγγραφείς που την υπέγραψαν και, με προοπτική πλέον την
σχεδιαζόμενη έκδοση των 18 Κειμένων, αποφασίστηκε
ότι πρέπει να διαφοροποιηθεί αρκετά ο αρχικός κατάλογος. Έτσι, κόπηκαν όσοι από
τους αρχικούς «δηλωσίες» ζυγίστηκαν και θεωρήθηκαν δεύτερης διαλογής ή, με
γνώμονα την ασφάλεια του εγχειρήματος, δύσκολα διαχειρίσιμοι, όπως λ.χ. ο
Ταχτσής, η Κωστούλα Μητροπούλου ή ο Φώντας Κονδύλης. Η ισχύς τους έγινε επίσης
αντιληπτή όταν αποφασίστηκε από τον ίδιο πυρήνα συγγραφέων η έκδοση του
περιοδικού Η Συνέχεια, που, πέρα από
τον αντικαθεστωτικό του συμβολισμό, υπήρξε αναμφίβολα το βασικό όργανο σύσφιξης
και χάραξης της μετέπειτα παρεμβατικής στρατηγικής των μεταπολεμικών
συγγραφέων. Για να φτάσει μεταπολιτευτικά η ηγετική ομάδα τόσο στην εφαρμογή
του εκδοτικού της προγραμματισμού όσο και στη δημιουργία της Εταιρείας
Συγγραφέων (1981), το σωματείο που τουλάχιστον κατά τα πρώτα χρόνια του, αν
ανατρέξουμε στη σύνθεση των διοικητικών συμβουλίων του, βρισκόταν κάτω από την
αυστηρή καθοδήγηση και τον έλεγχο των εκπροσώπων της λεγόμενης πρώτης
μεταπολεμικής γενιάς.
Όπως και άλλες
φορές[5]
προσπάθησα να δείξω η εναντίωση των συγγραφέων στην επιβολή του καθεστωτικού ολοκληρωτισμού
δεν ήταν άμοιρη επίσης μικρών και μεγάλων επιβολών που κινούσαν από τους ίδιους
τους κόλπους της. Ενδεχομένως η επιβολή να ήταν ένα αναγκαίο κακό που το ζητούσε
η εποχή, ίσως όμως απλώς ήταν θέμα
ικανότητας να επικρατεί η γνώμη εκείνων που κατά τεκμήριο κινούσαν τα νήματα, κάτι
που επισημαίνει δηκτικά στη μαρτυρία του ο Ταχτσής, αναφερόμενος στις μέρες του
1969.[6]
Καμιά δεκαριά από μας μαζευτήκαμε ένα βράδυ στο σπίτι του Θεόφιλου
Φραγκόπουλου [...] και ο Ρόδης Ρούφος μας παρουσίασε ένα κείμενο [τη Δήλωση]
που είχε δημοκρατικότατα συντάξει μόνος του!
Ως επιβολή
παρόμοια θεωρώ και τη σιωπή, ακόμα και αν μεθοδεύτηκε ως διάδοση στόμα με
στόμα, προτρέποντας να μη δημοσιεύονται (και να μη μεταφράζονται;) λογοτεχνικά
κείμενα σε εφημερίδες και περιοδικά, ως μορφή παθητικής αντίστασης που απαντούσε
με μια ορισμένη αφ’ υψηλού περιφρόνηση προς τα καθεστωτικά λογοκριτικά μέτρα. Έστω
κι αν αργότερα, σε ανακεφαλαιωτικές συζητήσεις που ιστορικοποιούσαν τα όσα
συνέβησαν μετά το 1967 ή σε προσωπικές αναμνήσεις, προτάχθηκε και προτάθηκε το
απροσχεδίαστο της απόφασης να ανασταλούν μέχρι νεωτέρας οι δημοσιεύσεις. Ο
Αλέξανδρος Κοτζιάς λ.χ. αναφέρει ότι η απόφαση ήταν αυθόρμητη και συμφωνήθηκε
με τον Σινόπουλο, μια-δυο μέρες μετά τη νύχτα της 21ης Απριλίου[7], ενώ για
το ίδιο θέμα η Τατιάνα Μιλλιέξ στο «Ημερολόγιο οχτώ ημερών»[8] έγραψε
τα εξής:
Το ίδιο βράδυ μετά τον Επιτάφιο βρεθήκαμε πάλι στο σπίτι μου, ο Τσίρκας, ο
Πλασκοβίτης [...] Εκείνο το βράδυ του Επιταφίου που ο θρήνος του γίνηκε και
θρήνος δικός μας, έπεσε για πρώτη φορά από τον Τσίρκα η ιδέα μιας επίθεσης
σιωπής από μέρους όλων των πνευματικών ανθρώπων, δηλαδή να μη δημοσιεύσουμε
ούτε άρθρο ούτε βιβλίο, ούτε περιοδικό λογοτεχνικό να υπάρξει. Αργότερα αυτή η
ιδέα ωρίμασε και γίνηκε πράξη όταν εγώ ήμουνα ήδη εκτός Ελλάδας.
Δεν έχει σημασία
το ποιός είχε πρώτος την ιδέα της σιωπής ΄ το βασικότερο νομίζω απ’ όλα είναι
ότι θεσπίστηκε από έναν κύκλο συγγραφέων ως επιβεβλημένη εκ των άνω πράξη, ως
μια μορφή αναγκαίου ηθικού κανόνα που με κάποιον αόριστο τρόπο είχε την
επίνευση του Γιώργου Σεφέρη. Κι αυτά, παρά το ότι δεν ήταν λίγες οι ανυπάκουες
φωνές στη διάρκεια της «σιωπηρής» τριετίας και παρά το ότι ένας από τους
συγγραφείς που είχαν εμβληματική θέση στον κύκλο που αναφέραμε, ο Στρατής
Τσίρκας, στη ήδη πολλαπλά μνημονευμένη συζήτηση της Συνέχειας,[9] το 1973,
υποστήριζε ρητά και με ιδιαίτερη θέρμη εν
μέσω δικτατορίας μια πεζογραφία του
καθήκοντος που δεν κρύβεται ή δεν μιλάει αλληγορικά, αλλά αναπαριστά «με το
νυστέρι και τον καυτήρα του κριτικού ρεαλισμού»[10]!! Τι λοιπόν
συνέβη και μεταξύ του 1967 και 1973 άλλαξε άρδην η πολιτική και συγγραφική θέση
του Τσίρκα, οι αντιλήψεις του για τις σχέσεις πολιτικής και τέχνης; Και πώς από
υποστηρικτής της μετριοπαθούς και συγκρατημένης αναμονής, σύμφωνα με τα
λεγόμενα της Μιλλιέξ, έγινε ο διαπρύσιος υπερασπιστής μιας λογοτεχνίας που
γίνεται εύκολη ή δύσκολη ανάλογα με το πολιτικό περιβάλλον της; Μήπως η τήρηση
της σιωπής στο χρονικό διάστημα 1967-1969, έχοντας μείνει εσκεμμένα στο
απυρόβλητο της έρευνας κατά τα επόμενα χρόνια από την λογοτεχνική ιστοριογραφία
και την πολιτική ιστορία, μήπως λοιπόν η τήρηση της σιωπής έγινε αποδεκτή ως
επιδιωκόμενη μορφή του τότε πολιτικώς ορθού; Μήπως αυτή η προβαλλόμενη ανάγκη
αποχής, αυτή η προσχηματική αδιαφορία για τα κατασταλτικά μέτρα της λογοκρισίας,
ενορχηστρώθηκε έτσι ώστε να προλάβει να «δέσει» ο μακράς προοπτικής σχεδιασμός της
ηγετικής ομάδας των επερχόμενων Δεκαοχτώ
Κειμένων που ως αποτέλεσμα θα είχε την πλήρη περιθωριοποίηση των
μεσοπολεμικών (αλλά και των πολιτικά δεδηλωμένων της αριστεράς), με έκβαση την επιθυμητή
και ευαγγελιζόμενη εκσυγχρονιστική αλλαγή φρουράς στα λογοτεχνικά μας καθέκαστα;
Όπως και να έχει,
παρά το ότι τελικά επικράτησε ο σχεδιασμός της σιωπής, δεν ήταν σπάνιες οι περί
του αντιθέτου φωνές. Δεν έπαψαν να ακούγονται κατά τη διάρκεια της περίπου
άλαλης τριετίας, ατακτώντας βέβαια προς τις κατευθυντήριες εντολές της άτυπης
μεν αλλά πανταχού παρούσας ομάδας λήψεως των σχετικών αποφάσεων. Μια από τις
αντίθετες φωνές μπορούμε να ανακαλύψουμε, μετά από πενήντα χρόνια, στα όσα
σχετικά με τη σιωπή σχολίαζε ο ανώνυμος συντάκτης του Χρονικού ΄70, θέλοντας να εκτιμήσει τα πράγματα με το βάρος εκείνης
της στιγμής:
Μέχρι το ΄69 ένα μέρος των λογοτεχνών μας σιωπούσε. Το αποτέλεσμα φυσικά
ήταν να αναλάβουν την κάλυψη του κενού χώρου είτε λογοτέχνες άλλου επιπέδου
(και γιατί όχι και άλλης ποιότητας;) είτε κάποια νέα παιδιά που τόλμησαν μεν
πάσχισαν δε υπήρξαν οπωσδήποτε, αλλά παρά την εκ του σύνεγγυς γνώση των
συνθηκών δεν διέθεταν την απαραίτητη ιστορική πείρα για να «εκφράσουν» την
εμπειρία των καιρών. Φτάσαμε λοιπόν στο κατώφλι της δημιουργίας μιας
παραλογοτεχνίας που ήταν πολύ επικίνδυνη για τα γράμματά μας.[11]
[1] Είναι εντυπωσιακό ίσως αλλά και κατανοητό ότι η υποδοχή
των ξένων εκδόσεων των Δεκαοχτώ Κειμένων
δεν ήταν το ίδιο ένθερμη όσο της αρχικής ελληνικής. Ευλόγως, διότι όχι με μια
αλλά με πολλές έννοιες, η έκδοση υπήρξε πάνω απ’ όλα ένα ανθολόγιο ποιημάτων, πεζών
και δοκιμίων που υπηρετούσε ένα σκοπό, ήταν δηλαδή στρατευμένη σε μια κοινή σε
όλους (αν και όχι το ίδιο επιτυχημένα) προσπάθεια να περάσει το μήνυμα, προς το
ελληνικό αλλά και προς το ξένο αναγνωστικό κοινό, ότι χρειάζεται να τύχει
υπεράσπισης το δικαίωμα της ελεύθερης δημιουργίας σε μια ελεύθερη από
καταναγκασμούς γλώσσα. Δεν χαρακτηρίζει λοιπόν τυχαία ο Σέντρικ Ουίτμαν (Whitman) στον πρόλογό
του στην αγγλική έκδοση τις δεκαοχτώ συμβολές ως μαρτυρίες και όχι ως κείμενα
καθαυτό λογοτεχνικά. Αν και είναι παρατραβηγμένη ή ελευθεριάζουσα η γνώμη του,
στο βαθμό που θα διαβάσουμε την έκδοση μέσα από το φίλτρο του αντιστασιακού
συμβολισμού της, σ’ ένα μετα-κειμενικό πεδίο μπορούμε κατά παρέκκλιση να
ονομάσουμε «μαρτυρίες» τις δεκαοχτώ συμβολές. Αυτό όμως σημαίνει, από την άλλη
πλευρά, ότι δεν τίθεται θέμα αισθητικής αξιολόγησής τους! Βλ. Eighteen Texts, ed. W.Barnstone, ό.π. Βλ. όμως και αρκετά χρόνια αργότερα την παραπλήσια
με του Ουίτμαν εκτίμηση του Γιάννη Παπαθεοδώρου στις «Σημειώσεις για τα Δεκαοχτώ Κείμενα» (=La literature grecque de l’ apres-guerre. Thematique et formes d’ écriture. XIe Colloque international des neo-hellenistes des universités francophones), Παρίσι 1992, σ. 181 :«Τα Δεκαοχτώ
Κείμενα […] υπήρξε και παραμένει το
κατ’ εξοχήν ‘κείμενο’ της εποχής αυτής-ανεξάρτητα της ‘λογοτεχνικής’ του αξίας
σαν σύνολο».
[2] Με δεδομένη την (όχι τυχαία) απουσία από τα Δεκαοχτώ
Κείμενα του πλείστου των δεδηλωμένου αριστερού φρονήματος ποιητών και
πεζογράφων-όχι μόνο των προπολεμικών αλλά και των μεταπολεμικών.
[3] Ας σημειώσω και εδώ ότι θεωρώ προγραμματικό το άνισο
μοίρασμα μεταξύ ποίησης και πεζογραφίας στα Δεκαοχτώ Κείμενα. Η πρωτοκαθεδρία
της δεύτερης σχετίζεται, όπως έλεγε σε συζητήσεις του ο Αλέξανδρος Αργυρίου, και
με τις γνώμες που είχαν αναπτυχθεί στους κόλπους της εκδοτικής ομάδας γύρω από
την εκσυγχρονιστική προοπτική της ελληνικής λογοτεχνίας και το ότι αυτή (σύμφωνα
και με τη δεδηλωμένη άποψη του Κ.Θ.Δημαρά) την υπηρετούσε καλύτερα η πεζογραφία
από την ποίηση. Ο τυχόν αναγνώστης της προκείμενης μελέτης, καλείται να
συνδέσει μόνος του αυτό το δεδομένο με τα δεδομένα του εκδοτικού
προγραμματισμού που τέθηκε σε κίνηση με τις πολύτομες σειρές της
«Μεσοπολεμικής», «Μεταπολεμικής» και «Παλαιότερης Πεζογραφίας» των Εκδόσεων
Σοκόλη, τη συντακτική επιτροπή των οποίων τη συνιστούσαν κατά κύριο λόγο μέλη
της ομάδας των Δεκαοχτώ Κειμένων ή προσκείμενα σ’ αυτήν.
[4] Αν ακολουθήσουμε τη γραμμή συμπόρευσης του Τσίρκα με την ομάδα, θα
διαπιστώσουμε εύκολα τις συγκλίσεις και τις αποκλίσεις της. Όσο πλησιάζουμε το
1974 και τη μεταπολίτευση η γενικότερη στάση του Τσίρκα, πολιτική, ηθική και αισθητική,
διαφοροποιείται από τις τάσεις της ομάδας. Η συζήτηση της Συνέχειας το 1973, «Η Ελληνική Πραγματικότητα και η Πεζογραφία
μας», δείχνει πολύ καθαρά, όπως ήδη έχουμε σχολιάσει το ζήτημα σε άλλο σημείο
της μελέτης, το σχίσμα που υπήρξε μεταξύ των Πλασκοβίτη, Κοτζιά, Αργυρίου από
τη μια πλευρά και του Τσίρκα από την άλλη, με αμφίγνωμο τον Κώστα Κουλουφάκο,
προσκαλεσμένο από τον Αργυρίου, ειδικά για αυτή τη συζήτηση. Ο Στρατής Τσίρκας,
«παλιά καραβάνα» και μάστορας ασκημένος σε δύσκολους καιρούς, όχι μόνο δεν ήταν
ο ίδιος στο τέλος της δικτατορίας, όταν δημοσίευσε τη Χαμένη Άνοιξη (1976), μια ομολογουμένως από πολλούς αμήχανη
συνέχεια της μυθιστορηματικής τριλογίας του των Ακυβέρνητων Πολιτειών. Στη συζήτηση που αναφέραμε, αρνούμενος ένα
σημαντικό μέρος του προηγούμενου έργου του και προκρίνοντας, μάλλον
αναχρονιστικά, την επανάκαμψη ενός στρατευμένου ρεαλισμού, προανάγγελλε τη στροφή του που θα τη βλέπαμε να υλοποιείται τρία
χρόνια μετά τη συζήτηση της Συνέχειας,
στις νοοτροπίες και στις προσδοκίες των προσώπων της Χαμένης Άνοιξης.
[5] Η τελευταία από αυτές: «Εποχές της συνοχής: οι συγγραφείς ως πολίτες στα
χρόνια 1967-1974», στο Για μια ιστορία
της ελληνικής λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα. Προτάσεις ανασυγκρότησης, θέματα
και ρεύματα. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης/Μουσείο Μπενάκη (2012), σ. 357-367
[6] Κώστας Ταχτσής, «Από την χαμηλή προσωπική σκοπιά», η λέξη, «Διανοούμενοι και Δικτατορία», τχ. 63-64, Απρ.-Μάϊος 1987,
σ. 253.
[7] «Οι συγγραφείς στη δικτατορία», περ. Το
Τέταρτο, τζ. 12, Απρ. 1986, σ. 64, συζήτηση εν είδει διαλόγου με τον
Αλέξανδρο Αργυρίου, όπου ο ένας συμπλήρωνε τον άλλο.
[8] «Διανοούμενοι και δικτατορία», η
λέξη, ο.π. σ. 336
[9] «Η νεοελληνική πραγματικότητα και η πεζογραφία μας» τχ. 4, Ιουν. 1973, σ.172-179.
[10] Ό.π.,σ. 178.
[11] Ό.π., Χρονικό 70, σ. 14. Κατά
πάσα πιθανότητα, ο συντονιστής τότε της έκδοσης του Χρονικού, Βασίλης Ραφαηλίδης.
Δημοσθένης Σκουλάκης, Μέρες του 1967, 1970, λάδι σε καμβά, 100 x 80 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου