21/4/19

Μύτη κόκκινη πρησμένη

Δημοσθένης Σκουλάκης, Κόκκινο- Πράσινο, 1968, λάδι σε καμβά, 70 x 90 εκ.
ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ ΤΡΟΥΛΛΙΝΟΥ

Η γυμνάστρια, η επονομαζόμενη και γυναίκα του Μαιγκρέ, σφύριξε δυνατά, και οδηγήθηκαν τα κορίτσια εν πομπή και παρατάξει στο απέναντι γήπεδο. Στάδιο το έλεγαν τότε. Ο δρόμος των Γυμνασίων – πέτρινα επιβλητικά κτίρια, να σηματοδοτείται από το Ρολόι του Δημοτικού Κήπου, νότια, μα πιο πολύ από τις ανθισμένες πασχαλιές· το άρωμα υπέγραφε πανηγυρικά την έναρξη και την συνέχεια μιας άνοιξης που κυοφορούσε αμφίθυμες ημέρες και τα κοριτσίστικα σώματα ανθισμένα διπλά στο δειλινό της απογευματινής σχολικής βάρδιας. Η διαδικασία ήταν περίπου γνωστή. Τρέξιμο πρώτα ένα γύρο στο στάδιο, ασκήσεις προετοιμασίας των γυμναστικών επιδείξεων. Αυτές οι τελευταίες είχαν το ραντεβού τους κάπου στα τέλη του Μάη, απαιτούσαν άσπρο μακό μπλουζάκι και κοντό παντελόνι – όχι προς Θεού σορτς, καλυμμένο οπωσδήποτε με κοντή λευκή φουστίτσα. Σοσόνια σε άσπρες ελβιέλες, φυσικά. Όλα τα σχολεία, αρρένων και θηλέων, ανάμεσα στις ασβεστωμένες διαγραμμίσεις, οι ματιές ολίγον προς το πύρινο, αναστεναγμοί και καρφώματα – η εποχή δεν σηκώνει και πολλά.
Η δεκαετία του εξήντα έχει πιάσει το εφτά της, οι προχωρημένες ακούνε Νέο Κύμα, τα παιδιά των φτωχών συνοικιών, η όμορφη πόλη είχε τις δικές της μικρές Μόσχες, Σπλάντζια και Νέα Χώρα, άκουγαν Θεοδωράκη με τη φωνή του Καζαντζίδη∙ “πάει κι απόψε τ’ όμορφο τ’ απόβραδο, από Δευτέρα πάλι...” Προς το παρόν είναι Πέμπτη απόβραδο και η προετοιμασία για τις προχωρημένες στον αθλητισμό κορασίδες περιελάμβανε και πηδήματα στο εφαλτήριο. Εκείνο το ξύλινο με δέρμα καλυμμένο όργανο γυμναστικής. Η μία μετά την άλλη στη σειρά, “εμπρός, κορίτσια, γρήγορα”, παίρνουν φόρα πηδούν το παλαιό όργανο και προσγειώνονται στο μαλακό στρώμα. Μυστήριο πράγμα, ποια βιάστηκε ή ποια καθυστέρησε, το γεγονός εγγράφεται στη μνήμη ως πόδι και δη αστράγαλος να πέφτει μετά της δέουσας δύναμης στην μύτη της προπορευόμενης στο σάλτο.

Ωιμέ… πόνος δυνατός και αίμα βρυσούλα κόκκινη, και πανικός. Μαντήλια κόκκινα κι αυτά, στο σπίτι στάση παρατεταμένη μπροστά στον καθρέφτη από την προίκα της γιαγιάς. Και το παράπονο – τι να σου κάνει κι ο Καζαντζίδης, στην κρύα νύχτα να παλεύει, μάτι δεν έκλεισε η έφηβη. Ο σπαραγμός ήθελε το μοτίβο, “ασχημοκόριτσο, τώρα και σπασμένη μύτη”. Και ξάγρυπνη, δεν είχε ακόμα ξημερώσει, τον άκουσε τον πατέρα να σηκώνεται. Την συνέχεια την ήξερε. Αυστηρά επαναλαμβανόμενη η ιεροτελεστία του: με το τσιγάρο και το φλιτζανάκι του καφέ, πριν φύγει για το μεροκάματο να πατάει το κουμπί του ραδιοφώνου.
Αχ, αυτό το ράδιο – έτσι κολοβή η λέξη της εποχής. Ξύλινο με τα δυο κουμπιά στις άκρες. Το ένα έκανε τικ και φως άναβε, το ίδιο δυνάμωνε τον ήχο, το άλλο γυρνούσε τους σταθμούς. Όπου “σταθμοί” θα πει αριθμοί να συνοδεύουν λέξεις με μεγάλα γράμματα, από κίτρινο χρώμα σε καφέ φόντο, κεφαλαία και στα αγγλικά “ανυπερθέτως”, επίρρημα να το πετά η μνήμη. Και άντε μετά να τρέχεις στο χάρτη της σχολικής τάξης, στο Δημοτικό αυτά, WIEN και BUDAPEST, θα σας έρθω μια μέρα, TEL - AVIV, γιατί έχει γραμμούλα στη μέση; CAIRO, μα φυσικά εκεί, στις Πυραμίδες, RABAT, αυτό τι είναι; MILANO, εύκολο, Ιταλία τη λένε, LONDON, καλά τώρα, βασίλισσες και κιάρες, TEHERAN, η Σοράγια, καλέ, η θλιμμένη του Σάχη, MORAVA, αυτό κι αν στάθηκε δύσκολο να το βρει.
Σηκώθηκε η έφηβη με τα μαντήλια και την κόκκινη πρησμένη μύτη. Και τα μάτια πιο πρησμένα των πρησμένων. Και πρόλαβε να δει το χέρι του πατέρα με το τσιγάρο να μένει μετέωρο. Η φωνή του εκφωνητή, βαθειά και γνωστή από χρόνια, ανακάτευε αριθμούς, άρθρα του Συντάγματος τα είπε, και το ρήμα ήταν κυρίως το “αναστέλλεται” και το ουσιαστικό “αναστολή” και “οι εξελθόντες εις τας οδούς να επανέλθουν αμέσως εις τας οικίας των” και “μετά την δύσιν του ηλίου απαγορεύεται” και “πας κυκλοφορών εις τα οδούς θα πυροβολείται άνευ προειδοποιήσεως” και η μύτη κόκκινη και πάλι λίγο αίμα, δεν έχει σχολείο ούτε Παρασκευή ούτε Σάββατο, η μύτη η κόκκινη είναι και πρησμένη, μα πολύ πρησμένη, το χέρι του πατέρα μετέωρο σταθερά, ώσπου έφτασε στα δάχτυλα η καύτρα του αναμμένου τσιγάρου, “σβήσ’ το τ’ αναθεματισμένο!” αποκλείεται να μην το φώναξε η μάνα στην κορφή της σκάλας – κι ύστερα η μνήμη διατάσσει ό,τι θέλει και όσα έχει να πει∙ αφήγηση την φωνάζουν.
Το σίγουρο είναι πως Παρασκευή βραδάκι, πριν την απαγόρευση της κυκλοφορίας, ξέσπασε ο καυγάς. Η μητέρα έλεγε όχι, ο πατέρας ναι, και οι δυο μαζί “τρέχα στο κρεβάτι σου”… Η έφηβη της ιστορίας με την κόκκινη πρησμένη μύτη επιδεικτικά χώθηκε στα σκεπάσματα. Τα ναι και τα όχι σταμάτησαν από το άνοιγμα και το κλείσιμο και πάλι άνοιγμα της πόρτα στο ισόγειο, και ψίθυροι, ανάσα βαριά, έμοιαζε ανδρική, να σου και κουβέρτα διπλωμένη να περνά από μπροστά της. Όταν το σπίτι με το ξύλινο πάτωμα, κάπου στην Σπλάντζια της όμορφης πόλης, έγειρε στη σιωπή, το ένιωσε η έφηβη το μυστικό. Άκουγε πάνω στο σώμα της, εκεί ακριβώς που το αίμα παλλόταν στην πρησμένη της μύτη, να πάλλεται και το αίμα άγνωστου άνδρα, του φόβου το αίμα, και της λύπης, της αγρύπνιας πρησμένα μάτια και οι δυο, “κι άσχημη να ’μαι, τι πειράζει;” – “κοιμήσου” του είπε. Το πρωί, πριν το γαλατά, μόνο την πόρτα μπόρεσε να ακούσει και τα βήματα να απομακρύνονται στον άδειο δρόμο.
Μετά από χρόνια πολλά, όπως συμβαίνει συνήθως, ο γιατρός την κοίταξε πάνω από τα γυαλιά του σηκώνοντας το κεφάλι από τα παράξενα σχέδια μαγνητικής τομογραφίας: “Σπασμένη μύτη;”, “Ναι, γιατρέ, είναι όμορφη ιστορία. Ίσως κάποτε την γράψω”.

Δεν υπάρχουν σχόλια: