14/4/19

Ένα άθλιο μέλλον

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ

ΒΕΡΟΝΙΚΗ ΔΑΛΑΚΟΥΡΑ, Ένα απόγευμα, η ομίχλη, διηγήματα, εκδόσεις Κουκκίδα, σελ. 145

«Φως και σκοτάδι, πείνα και φαγοπότι, ικανοποίηση και λύσσα». Ο λόγος της συγγραφέως ακροβατεί στα όρια, μετεωρίζεται στο χείλος της αβύσσου, παλινδρομεί σε δίπολα και έπειτα ανοίγει το βήμα και χάνεται στις γκρίζες και ανώνυμες συνοικίες της πόλης, με την βροχή να κροταλίζει ρυθμικά στο βρώμικο πλακόστρωτο. Τα διηγήματά της δεν έχουν τυπική οργάνωση και ορθολογική δομή. Δεν έχουν αρχή, μέση και τέλος, κορύφωση της δράσης και αίσια ή δραματική έκβαση. Τουλάχιστον όχι όλα. Κινούνται σπειροειδώς γύρω από τον πυρήνα της κεντρικής ιδέας με παρελκυστικές τακτικές. Η αφήγησή της είναι μια αλληλουχία νοητικών εικόνων που συμπυκνώνουν την κωμικοτραγική συνθήκη της ανθρώπινης ύπαρξης. Ένας αιχμηρός ανεστραμμένος λυρισμός και μια ανηλεής αυτοσκόπηση. Ένα σχήμα ασύνδετων και παράλληλων γεγονότων που διασταυρώνονται με το «πραγματικό» κι έπειτα απομακρύνονται ήσυχα και αθόρυβα προς άλλες κατευθύνσεις. Με χαρακτήρες και πρόσωπα, γνωστά και αγαπημένα ή άγνωστα και ανοίκεια, που παρεισδύουν στην πλοκή αλλάζοντας συνεχώς θέσεις, ρόλους, μάσκες και προσωπεία. Με όχημα τις λέξεις, και το δυναμικό τους φορτίο, ένα πλήθος αισθητήριων ερεθισμάτων εισβάλλει στο μυαλό του αναγνώστη και φυτεύει ένα αίσθημα ανησυχίας και αποξένωσης. Βασανιστικό, επίμονο και αφόρητα οικείο. «Τρέμω. δεν υπάρχει κανείς να συγκρατήσει το σώμα που τραντάζει το σιδερένιο κρεβάτι και θέλει να πετύχει τη συμμαχία με το τίποτα».

Οι αφορμές για να αρχίσει να ξετυλίγεται ο μίτος της αφήγησης είναι χειροπιαστές, προσωπικές και παράλληλα μυστικές και απόκοσμες. Αναβλύζουν από την ατομική μνήμη ή προσεγγίζουν με οίστρο και πάθος συλλογικές ιστορίες και φαντασιώσεις. Όπως η αρρώστια του αγαπημένου σκύλου ή η αίσθηση του επικείμενου θανάτου που βυθίζει σε λήθαργο το μυαλό και σε απόγνωση το ανήμπορο σώμα. Το τσιγάρο που ανάβει από τη φλόγα του αναπτήρα δημιουργώντας μια στιγμιαία κατάσταση αλληλεγγύης και συνενοχής ή η επίσκεψη στο σπίτι του παλιού συμμαθητή, έπειτα από το αγωνιώδες κάλεσμά του, που ξυπνά τη νοσταλγία ανασύροντας από την λήθη ενταφιασμένες απωθημένες αμαρτίες και λησμονημένους εφηβικούς φόβους και ενοχές. Η οδύνη της ξαφνικής απώλειας του αγαπημένου φίλου, οι δυτικές συνοικίες που βουλιάζουν στο νερό και τη λάσπη, η εξερεύνηση του εξωτικού μυθικού τοπίου με την κοπιώδη ανάβαση στο βράχο που θα εξελιχθεί σε μια πανικόβλητη φυγή. Και άλλα πολλά.
Οι σκέψεις, κουρελάκια και θραύσματα, τρυπώνουν μέσα στο δάσος των συμβόλων ακολουθώντας τις δικές τους αυτόνομες πορείες. Κρύβονται και καμουφλάρονται πίσω από έναν αυτοματικό παραληρηματικό λόγο. Οι σκοτεινές μέρες διαδέχονται αξημέρωτες νύχτες, οι πορείες ξεστρατίζουν σε άγονα και παράξενα τοπία που δεν οδηγούν πουθενά, ο ιδρώτας νοτίζει το σώμα που φλογίζεται από τον εσωτερικό πυρετό και τα σπίτια μοιάζουν έρημα και ακατοίκητα. Η ομίχλη που πέφτει μαλακά και σκεπάζει τις συνοικίες της πόλης παραμορφώνει τα περιγράμματα των πραγμάτων. Τα μετουσιώνει ανεπαίσθητα σε κάτι διαφορετικό και επίφοβο. «Ένα άθλιο παιχνίδι – το μέλλον. Ο δρόμος  που παίρνει κάθε μέρα είναι ανηφορικός, τα σκαλιά σπασμένα, η μυρωδιά της γειτονιάς αποπνικτική».
Η συγγραφέας αναζητά οιωνούς και μηνύματα στον αέρα, συγγένειες και αντιφάσεις στις καθημερινές δουλείες, στους άγονους έρωτες, στις ξεχασμένες φιλίες, στους ανυπόμονους συντρόφους και στους εραστές με την αγωνία της επιβεβαίωσης. Τα διηγήματά της μοιάζουν αναπτύγματα ποιημάτων. Όνειρα ή εφιάλτες που σε εγκλωβίζουν σε αφιλόξενους χώρους. Σε καθηλώνουν σε μια κατάσταση αναγκαστικής απραξίας, με τα μέλη μουδιασμένα και βαριά και τη συνείδηση σε εγρήγορση. Όπως οι πίνακες του Γεώργιου Κλόντζα, του ζωγράφου του ενετικού Χάνδακα, που κινούνται με παρρησία και άνεση ανάμεσα στην βυζαντινή αγιογραφική παράδοση και τον ιταλικό μανιερισμό. Όπως οι πολυπρόσωπες συνθέσεις του με τους ευσεβείς και τους αμαρτωλούς, τους αγγέλους και τους δαίμονες, την άβυσσο και το ουράνιο στερέωμα, την κόλαση και τον παράδεισο, που ιστορούν τα πάθη της επίγειας ζωής και την πολύσημη εικόνα του κόσμου να κλυδωνίζεται ανάμεσα στην αγιότητα και το ψεύδος.
«… Έπειτα νόμισα ότι ο χρόνος τελείωνε, ότι ο δρόμος τον οποίο τόσο καιρό ακολουθούσα δεν είχε, όπως εσύ πίστευες επιστροφή. Και ανάσες δίπλα μου κρυμμένες πριν φτάσουν σαν ατμός αγγίζοντας τους κροτάφους, το μέτωπο, συχνά τα χείλη, ξεπηδούσαν από στόματα που είχαν χάσει την ικανότητά τους να μιλούν, να μασάνε ακόμη και μια εκλεκτή τροφή».

Χρόνης Μπότσογλου, Θέα από Πετρί- Ομίχλη, 2010, λάδι σε μουσαμά, 50,5 x 60 εκ., συλλογή Σωτήρη Φέλιου

Δεν υπάρχουν σχόλια: