7/4/19

Χρήστος Μπράβος

Ένα αχαρτογράφητο σχόλιο του

Δήμος Σκουλάκης, Η ∆ικιά µου Αθηνά, 1988, λάδι σε καµβά, 120 x 150 εκ.


ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ

Ο Χρήστος Μπράβος (1948-1987) είναι ίσως από τους ποιητές του κύκλου του ΄70 αυτός που θήτευσε πιο οργανικά και διαβίου στην ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη. Το ενδιαφέρον και η αγάπη του –για το πρόσωπο και το έργο του μονωδού της Λησμονημένης και των άλλων παραλλαγών της, εννοώ- φάνηκε όχι μόνο από τον αδιάκοπο διάλογό του με τη σαχτουρική ποιητική φαντασία (λόγου χάριν, τον συναρθρωμένο με διαδοχικές εικόνες, τρομώδη, γεμάτο πανικό λόγο που ύφαινε πάνω στα όνειρα τα πιο άγρια ψυχικά παραμύθια) , αλλά και από την έγνοια του για κάθε τι που γραφόταν στα χρόνια του ΄70 και του ΄80 για εκείνον. Πέρα δηλαδή από το «οδικά σημεία» που του έδειξε η εκ του σύνεγγυς φιλία και η σταθερά εστιασμένη ανάγνωση του Σαχτούρη, έτσι ώστε να διαμορφώσει τη δική του φωνή (που πάντως διαθέτει κάτι άλλο, πιο πονεμένα ανθρώπινο από το μεταφυσικό απόκοσμο της σαχτουρικής οντολογίας), ο Μπράβος παρακινήθηκε λόγω αυτής της θητείας του και νοιάστηκε για ποιήματα, πεζά αλλά και για μελετήματα της σύγχρονης, μεταπολεμικής γραμματείας που σχετίζονταν (ή που θεωρούσε ότι σχετίζονταν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο) με τη σαχτουρική μυθολογία. Σαν πιστός κάλφας που ήταν ενδιαφέρθηκε ως ειδικός αναγνώστης για κείμενα άλλων, ποιητικά, πεζά ή κριτικά, στα οποία διέκρινε, λ.χ., την αίσθηση του σαχτουρικού κολαστήριου και των ανάλογων τερατογενέσεων.

Σκέπτομαι τώρα ότι θα μπορούσε αυτή την κληρονομιά να τη διαγνώσει ευκρινέστερα στα ποιήματα του Γιάννη Κοντού, του Βασίλη Στεριάδη, της Νατάσας Χατζηδάκι, του Κωστή Γκιμοσούλη κ.α., όμως η προτίμησή του να εντοπίσει το σκοτεινό έπαιρνε κατευθύνσεις αναπάντεχες. Ας πούμε, θεωρώ ως μη τυχαίο το σχόλιό του για το πεζό της Έρσης Σωτηροπούλου, Εορταστικό Τριήμερο στα Γιάννενα (1982), στο περιοδικό Το Δέντρο,[1] καθώς σ’ αυτό το πεζό πράγματι υπάρχουν κάποια συγκλίνοντα χαρακτηριστικά με το σαχτουρικό σύμπαν: ιδίως, οι έντονα συνειρμικές, εφιαλτικές και παραμορφωτικές αποτυπώσεις ενός δαιμονισμού που δεν είναι μακριά καθόλου από την σαχτουρική ποιητική της σκοτεινής φαντασίας. Για έναν εξοικειωμένο, όπως ο Μπράβος, με τη διασάλευση των μορφών και τις παντοειδείς μη αναμενόμενες παραλογικές διογκώσεις και αντιστροφές της ποίησης του Σαχτούρη, στο Σκεύος (1971) ή στα Χρωμοτραύματα (1980), νομίζω ότι δεν είναι περίεργο που με μια έννοια συναντά την εξπρεσιονιστική ρευστότητα στην θραυσματική αφήγηση της Έ. Σωτηροπούλου.
Βέβαια, τα κριτικά σημειώματα του Μπράβου, ή τα ευρύτερα κείμενά του, που ένα μέρος τους βρίσκουμε στο πρόσφατο βιβλίο των εκδόσεων Μελάνι, Βραχνός Προφήτης. Ποιήματα & Κριτικά Κείμενα 1981-1987 (2018), με επίμετρο, βιβλιογράφηση και γενική εκδοτική φροντίδα του φιλόλογου Χρήστου Δανιήλ, δεν είναι πολλά. Άλλωστε και η ζωή δεν του χαρίστηκε∙ πέθανε στα τριανταεννιά του. Έγραψε, όπως τα έχει συγκεντρώσει ο Δανιήλ, το 1981 για την μελέτη του Γιάννη Δάλλα, Εισαγωγή στην Ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη∙ το 1982 για τη συλλογή ποιημάτων του Γ. Δάλλα, Το Τίμημα∙ τον ίδιο χρόνο για το πεζογράφημα της Έρσης Σωτηροπούλου, στο οποίο ήδη αναφερθήκαμε ∙το 1983 για το εξαίρετο ποίημα του Μ. Σαχτούρη «Η αποκριά»∙ το 1987 για τη σαχτουρική συλλογή Εκτοπλάσματα, ενώ βρέθηκε αδημοσίευτο στα χαρτιά του ένα κριτικό κείμενο για τη συλλογή της Βερονίκης Δαλακούρα, Η Παρακμή του Έρωτα.[2] Αυτά είναι όλα κι όλα! Αν και όχι όλα, αφού εκτός αυτών δημοσίευσε το ΄78 και ΄79 έναν αριθμό τεχνοκριτικών σημειωμάτων και επιφυλλίδων στο τοπικό φύλλο των Γρεβενών, Η Δεσκάτη, όπως και μερικά χρονογραφήματα στην εφημερίδα Ημέρα των Πατρών, στο γύρισμα της δεκαετίας του ΄60 προς εκείνη του ΄70.
Ασφαλώς λίγα εν τω συνόλω, αλλά θ’ άξιζε μάλλον τον κόπο να αναδημοσιευτούν κι αυτά με την ευκαιρία των ποιητικών απάντων του, γιατί ο Μπράβος υπήρξε ποιητής και κριτικός στίγματος! Αλλά ακόμα κι έτσι, με άγνωστο ένα κομμάτι της εργογραφίας του, ο αναγνώστης που θα διατρέξει, έστω, τα συγκεντρωμένα του Βραχνού Προφήτη, θα αντιληφθεί αμέσως ότι η κριτική γι’ αυτόν δεν ήταν πάρεργο∙ δεν ήταν σποραδική τριβή μ΄ ένα αναγκαίο κακό, όπως ήταν και είναι για το μεγαλύτερο μέρος των συνομήλικων με τον Μπράβο ποιητών του ΄70. Είναι αλήθεια ότι ο κριτικός λόγος του, ο τρόπος να διαβάζει, δεν δοκιμάστηκε ευρύτερα, κρίνοντας πέρα από πρόσωπα και έργα τα οποία ταίριαζαν με την ιδιοσυγκρασία, την αγάπη, τη φιλία και το γούστο του. Αλλά από τα λίγα παραδείγματα που μας χορηγεί η εν λόγω έκδοση, μπορούμε να πούμε ότι και προσεκτικά είχε την ικανότητα να σχολιάζει, και ενδιαφέρουσες ή πρωτότυπες ήταν οι παρατηρήσεις του, και οπλισμένος αρκετά ως προς το να αναλαμβάνει κριτικό εγχείρημα ήταν. Έτσι ώστε να κάνει συγκριτολογικές επισημάνσεις, να βρίσκει συγγένειες και να έρχεται σε γόνιμο αντίλογο ή διάλογο με άλλους κριτικούς και ποιητές, προγενέστερους ή συγκαιρινούς του.

Στα κριτικά αυτά κείμενα του Χρήστου Μπράβου που ορισμένα τους τα ξαναείδαμε λοιπόν συγκεντρωμένα στην έκδοση αυτή του 2018, θα ήθελα τώρα να προσθέσω ένα ακόμα, εν είδει κτερίσματος. Είναι ένα άρθρο του μάλλον αχαρτογράφητο που έτυχε να το έχω καταχωρημένο ως απόκομμα, εδώ και χρόνια, στο αρχείο μου, στον φάκελο του Μίλτου Σαχτούρη. Πρόκειται για ένα σχετικά σύντομο κείμενο, δημοσιευμένο την 1η Δεκεμβρίου 1977 στην Φιλολογική Καθημερινή και μάλλον δοσμένο ή προωθημένο προς τον Αλέξανδρο Κοτζιά από τον Γιάννη Δάλλα, γηραιότερο αλλά επιστήθιο φίλο του Μπράβου και επίσης τακτικό συνεργάτη του ενθέτου της εφημερίδας. Το κείμενο τιτλοφορείται «Ο Μίλτος Σαχτούρης του Κινηματογράφου» και είναι μια απόπειρα παράλληλης ανάγνωσης που επιχειρεί ο Μπράβος. Μιας ανάγνωσης που ενδεχομένως και να ξενίσει ορισμένους, καθώς παραλληλίζει το «βίαιο» σαχτουρικό σύμπαν- ιδιαίτερα, ως χαρακτηριστικότερη για τη βιαιότητά της τη συλλογή Το Σκεύος (1971), από όπου παραθέτονται αρκετά αποσπάσματα- και μαζί τη θρυλική τότε ταινία του σκηνοθέτη Σάμ Πέκινπα, «Αδέσποτα Σκυλιά» (1971), ως τυπικό δείγμα της φιλμικής βίας.[3] Η «παραδοχή του παραλόγου», όπως γράφει εδώ ο Μπράβος, συγκρίνοντας ποιήματα και ταινία, εισάγεται ως βασική συνιστώσα «του κύριου και καθοριστικού στοιχείου της ταυτότητας του κόσμου μας». Ενώ η σύμπτωση μεταξύ των δυο, «στις ταινίες του ενός, στους στίχους του άλλου» βρίσκεται στο ότι «σωρεύεται αίμα πολύ, πτώματα, φρίκη : η παράνοια ενός κόσμου που η καταδίκη του είναι ανέκκλητη».[4]



[1] Το Δέντρο, τχ. 28, 1982.
[2] Στην συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων και των κριτικών του που ήδη μνημονεύτηκε, δημοσιεύονται παραδόξως μόνο τα σχετικά με τον Μίλτο Σαχτούρη κείμενά του (σ. 101-144). Τα υπόλοιπα απλώς αναγράφονται!
[3] The Straw Dogs (1971), ίσως, μαζί με την Άγρια Συμμορία (The Wilde Bunch,1969) οι καλύτερες ταινίες του Σαμ Πέκινπα.
[4] Τα κείμενα αυτά, το εισαγωγικό μου και του Χρ. Μπράβου, θα δημοσιευτούν στο αφιερωματικό τεύχος του περιοδικού Μανδραγόρας στον Μίλτο Σαχτούρη. Στην παρούσα μορφή, των «Αναγνώσεων», έχουν γίνει μερικές αλλαγές.

Δεν υπάρχουν σχόλια: