ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΡΟΖΑΝΗ
Προδημοσίευση
από τον πρόλογο στο βιβλίο ΛΕΩΝ ΤΟΛΣΤΟΙ, Ο
θάνατος του Ιβάν Ιλίτς, μετάφραση Νίκου Αλεξίου, που κυκλοφορεί τις
επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Ηριδανός
Αναφερόμενος στη φιλοσοφία
ζωής, την οποία ο Τολστόι µοιράζεται µε «άλλους πεσιµιστές και ησυχαστές είτε
θρησκευτικού είτε κοσµικού προσανατολισµού», ο Isaiah Berlin επισηµαίνει: «Για τους στοχαστές αυτούς [...] η ζωή είναι
ένα ρεύµα που ακολουθεί µια συγκεκριµένη κατεύθυνση, ή, ακόµη, ένας αδιατάρακτος
ωκεανός που αναστατώνεται µόνον από περιστασιακές αύρες. Ο αριθµός των
παραγόντων που συντείνουν, ώστε η ζωή να έχει αυτή τη συγκεκριµένη µορφή είναι
τεράστιος· εµείς, ωστόσο, δεν γνωρίζουµε παρά ελάχιστους από αυτούς τους
παράγοντες [...] Σύµφωνα µε αυτή τη θεώρηση, υπεύθυνη για το µεγαλύτερο µέρος
του πόνου και της αδικίας που υπάρχουν στον κόσµο είναι η ‘ανθρώπινη
δυσπραγία’, η δυσαναλογία ανάµεσα στα µεγαλεπίβολα σχέδιά µας και στα πενιχρά
µέσα µας. Χωρίς βοήθεια, χωρίς τη θεία χάρη [...] δεν πρόκειται σε καµµιά
περίπτωση να τα καταφέρουµε»[1].
Αυτού του είδους η
«ανθρώπινη δυσπραγία», η δυσαναλογία ανάµεσα στα µεγαλεπίβολα σχέδια και στα
πενιχρά µέσα, φαίνεται να συγκροτεί τη µορφή της ζωής, η οποία, σαν σε
κινηµατογραφική ταινία επιταχυνόµενη, περνά µπροστά από τα µάτια του Ιβάν
Ιλίτς, µέσα σε ένα ανοιγόκλειµα βλεφάρων, ελάχιστα πριν από τη στιγµή του
θανάτου του.
Ο Τολστόι είναι πιστός της
ζωής, και προπάντων υπερασπίζεται τη ζωή ενάντια στο θάνατο. Υπερασπίζεται τον
θνήσκοντα Ιβάν Ιλίτς ενάντια στον ίδιο του τον θάνατο, χωρίς να λησµονεί ότι
ακόµη και η «δυσπραγία» του, η δυσαναλογία ανάµεσα στα σχέδια και στα µέσα που
διαθέτει, είναι αναπόσπαστα στοιχεία του ρεύµατος που ακολουθεί η ζωή του,
αναπόσπαστα στοιχεία του πόνου και της αδικίας που ολοκληρώνουν τη ζωή και την
κάνουν να υπερτερεί µπροστά στον θάνατο, ή, ακόµη, επιβεβαιώνουν τον αιώνιο
ανταγωνισµό µεταξύ της ζωής και του θανάτου, µε αδιαµφισβήτητο τον θρίαµβο της
ζωής. Όπως το έχει διατυπώσει µε οξυδέρκεια ο Μερεζκόφσκι, ο Τολστόι «κοιτάζει τον θάνατο µέσα από τον οίκο της
ζωής µε τα µάτια τού κόσµου τούτου»[2], και αυτό ακριβώς το βλέµµα
είναι ο θρίαµβος του ζώντος στην αιώνια αντιπαλότητά του µε το θνήσκον:
θρίαµβος στιγµιαίος και γι’ αυτό παντοτεινός θρίαµβος του οίκου της ζωής.
Ο
George Steiner κατατάσσει τον Θάνατο του Ιβάν Ιλίτς στα «επικά» έργα του
Τολστόι, µαζί µε το Πόλεµος και Ειρήνη, την Άννα Καρένινα και
τους Κοζάκους. Τα έργα αυτά, αποφαίνεται ο Steiner, «αντανακλούν την επική ποίηση όχι ως κάποια αόριστη αναγνώριση της
ευρύτητας και της φρεσκάδας τους, αλλά ακριβώς επειδή ο Τολστόι θέλησε σαφείς
αναλογίες ανάµεσα στη δική του τέχνη και εκείνη του Οµήρου».[3]
Η κρίση του Steiner είναι ασφαλώς ορθή, αλλά και οµολογηµένη από τον ίδιο τον
Τολστόι, καθώς, όπως µας πληροφορεί ο Thomas Mann, παρ’ ό,τι ο Τολστόι ήταν
χριστιανός, «ωστόσο η ταπεινοφροσύνη του
δεν ήταν τόση ώστε να τον εµποδίζει να βάζει τ’ όνοµά του µε τόλµη δίπλα στο
µέγιστο, δίπλα στο µυθικά µεγάλο όνοµα του Οµήρου. Έλεγε για το ‘Πόλεµος και Ειρήνη’: χωρίς
µετριοφροσύνες, είναι κάτι ανάλογο µε την ‘Ιλιάδα’ [...] Έβλεπε πάντα τον εαυτό του σ’ ένα βάθρο ηρωικού
µεγαλείου [...] Κατά τη δική του εκτίµηση .ήταν ο Όµηρος του καιρού του...»[4].
Ο
Steiner ενισχύει την εκτίµηση του Τολστόι για το έργο του και την εικόνα του
εαυτού του, γράφοντας: «Στην
πραγµατικότητα ο Τολστόι είναι πιο κοντά στον Όµηρο στα λιγότερο πολύπλοκα έργα
του, στους ‘Κοζάκους’, στις ‘Ιστορίες από τον Καύκασο’, στα
κείµενά του από τον ‘Κριµαϊκό Πόλεµο’,
και στην τροµερή σοβαρότητα του ‘Θανάτου
του Ιβάν Ιλίτς’»[5].
Σε τι λοιπόν συνίσταται η
τροµερή σοβαρότηα του Θανάτου του Ιβάν Ιλίτς, και πώς αυτή η τροµερή
σοβαρότητα αντιστοιχεί στο Οµηρικό πρότυπο, που η ποιητική του Τολστόι θεωρεί
ως το κέντρο των αφηγήσεών του; Κατ’ αρχάς, η αντιστοίχηση είναι σαφής,
δεδοµένου τού µη µεταφυσικού χαρακτήρα της αφήγησης. Στον Θάνατο του Ιβάν
Ιλίτς, ο ίδιος ο θάνατος είναι ένα συνεχές της ζωής: ολοκληρώνεται ως
ανθρώπινη κατάσταση, ως µια πραγµατικότητα «εµµενής
στον κόσµο του ανθρώπου και των αισθήσεών του»[6]. Με αυτή την έννοια, ο
θάνατος αποδίδεται µέσω της εµµονής στα φυσικά αντικείµενα που τον περιβάλλουν.
Όπως παρατηρεί ο Steiner, το κρεβάτι του Ιβάν Ιλίτς αντλεί «τη raison d’ être και τη στερεότητά [του] από το ανθρώπινο πλαίσιο που
[το] περιβάλλει»[7]. Σε
αυτό, αναµφισβήτητα συµβάλλει και ο παγανιστικός χριστιανισµός, που ποτέ δεν
εγκατέλειψε τον Τολστόι, αλλά πάντοτε τροφοδοτούσε την πίστη του στη στερεότητα
και µονιµότητα της φυσικής ζωής και των φυσικών αντικειµένων. Με άλλα λόγια,
στη σωµατικότητα του επικού του κόσµου και στον παγανισµό του µπροστά στον
θάνατο. Γι’ αυτό και ο Θάνατος του Ιβάν Ιλίτς στερείται της µεταφυσικής
του θανάτου και πράγµατι παραµένει ένα κοινωνικοηθικό συµβάν.
Τι σηµαίνει όµως ένας
θάνατος χωρίς µεταφυσική; Ο Τολστόι εµπλέκεται σε ένα κοινωνικοηθικό αδιέξοδο,
το οποίο, απορρίπτοντας τη µεταφυσική, δεν µπορεί παρά να µετατοπίζεται διαρκώς
σε µιαν υπερβατική αντίληψη για την ίδια τη σωµατικότητα του κόσµου και τη
στερεότητα των φυσικών δυνάµεων και δυνατοτήτων που τον στηρίζουν. Οι ήρωες του
Τολστόι, όχι λίγες φορές, θυµίζουν τον φυσικό άνθρωπο της επικής εποχής, όµως η
υπερβατικότητα των φάσεων και των συναισθηµατικών τους µεταπτώσεων είναι
πανταχού παρούσα και τους προσδίδει µια πολυπλοκότητα, την οποία ο επικός
κόσµος αναµφισβήτητα στερείται. Έτσι, το κοινωνικοηθικό αδιέξοδο παίρνει πλέον
διαστάσεις σχεδόν µανιχαϊστικές, ανάµεσα στο Βασίλειο τού Καίσαρος και στο
Βασίλειο του Θεού. Είναι ο Steiner εκείνος που έχει επισηµάνει αυτή τη διάσταση
και αντιπαλότητα φωτός και σκότους στα έργα του Τολστόι, παρατηρώντας: «Στην τελευταία φράση του έβδοµου µέρους
[της ‘Άννας Καρένινα’] ο
θάνατος της Άννας αποδίδεται µε την εικόνα ενός φωτός που έλαµψε για µια στιγµή
και έπειτα έσβησε για πάντα· η τελευταία φράση του κεφ. ΧΙ του όγδοου µέρους
δείχνει τον Λέβιν να τυφλώνεται από ένα φως, καθώς αναγνωρίζει τον δρόµο του
Θεού»[8].
Όµως, αυτή η θεµελιώδης
αντίθεση φωτός και σκότους συγκροτεί την υπερβατικότητα της αλλόκοτης
επικότητας της Άννας Καρένινα και του Πόλεµος και Ειρήνη, ενώ
στον Θάνατο του Ιβάν Ιλίτς η επικότητα υποχωρεί εντυπωσιακά µπροστά στον
θρίαµβο της ζωής πάνω στον θάνατο, ακριβώς επειδή εδώ ο οίκος της ζωής, από τη
σκοπιά του οποίου ο Τοστόι βλέπει τον θάνατο, είναι συγχρόνως η υπεροχή της
υπερβατικής ζωής έναντι της µεταφυσικής του θανάτου. Μέσα από αυτό το πρίσµα,
θα µπορούσαµε να ισχυρισθούµε ότι ο Θάνατος του Ιβάν Ιλίτς αν όχι
αποτελεί µιαν εξαίρεση ή µοναδικότητα µέσα στο Τολστοϊκό έργο, καταλαµβάνει
εντούτοις µια διακεκριµένη θέση, ολοκληρώνοντας τη φιλοσοφία ζωής την οποία
ακολουθεί πιστά ο Τολστόι.
Αναφερόµενος στον
Μερεζκόφσκι ο Thomas Mann γράφει: «Ο
Μερεζκόφσκι αποκαλεί [τον Τολστόι] µέγα προφήτη της σάρκας σε αντίθεση προς τον
Ντοστογιέβσκι, τον οραµατιστή της ψυχής...». Και προσθέτει σχετικά µε µια
Τολστοϊκή περιγραφή του θανάτου: «Αυτή η
περιγραφή του θνήσκειν ενώ το σώµα είναι ακόµα ζωντανό µπορεί να θεωρηθεί
χριστιανική, καθώς επιµένει στην αθλιότητα της σάρκας, που επαναστατεί και
επιτίθεται εναντίον της πνευµατικότητας. Αλλά το σωµατικό δέος των γηρατειών
και του θανάτου έχει ολωσδιόλου παγανιστικό και αισθησιακό χαρακτήρα»[9].
Εξαιτίας του παγανιστικού
και αισθησιακού χαρακτήρα του θανάτου, ο προφήτης της σάρκας Λέων Τολστόι
αφηγείται τον θάνατο ως φανέρωση νοήµατος, ως έκλαµψη και εικόνα φωτός που
οδηγούν στη διάνοιξη της ζωής προς χάριν της ζωής, και της φύσης που είναι ο
υπέρτατος εκφραστής της αισθητικότητας και της ευδαιµονίας. Όπως διατείνεται ο
George Lukacs, «συχνότατα κοντά στον
θάνατο, φανερώνεται µια πραγµατικότητα όπου, στο φως µιας έκλαµψης, ο άνθρωπος
κατανοεί την ουσία που κυριαρχεί πάνω του και ταυτόχρονα µέσα του, το νόηµα της
ζωής του. Μπρος σ’ αυτή την εµπειρία, όλο του το παρελθόν γκρεµίζεται και δεν
του είναι πια τίποτα· όλοι του οι αγώνες, οι κόποι, τα βάσανα και τα λάθη φαίνονται
µίζερα και χωρίς ουσία. Το νόηµα έχει αποκαλυφθεί, κι ανοίγονται για την ψυχή
οι δρόµοι που οδηγούν σε ζωντανή ζωή [...]: η χάρη αυτών των στιγµών υπέρτατης
ευδαιµονίας οφείλεται στην προσέγγιση του θανάτου»[10].
Ίσως στον Θάνατο του Ιβάν
Ιλίτς να µπορέσουµε να διακρίνουµε έναν Ντοστογιέβσκι sotto voce.
[1]. Isaiah Berlin, Τέσσερα
Δοκίµια περί Ελευθερίας, µτφρ. Γιάννης Παπαδηµητρίου, εκδ. Scripta, Αθήνα
2001, σ.σ. 204, 205.
[2]. Όπως παρατίθεται από τον
George Steiner στο έργο του Τολστόι ή Ντοστογιέβσκι, µτφρ. Κώστας
Σπαθαράκης, εκδ. Αντίποδες, Αθήνα 2015, σ. 405.
[3]. ό.π., σ. 79.
[4]. Thomas Mann, Γκαίτε και
Τολστόι, µτφρ. Γ. Λυκιαρδόπουλος, εκδ. Ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 2012, σ. 12.
[5]. ό.π., σ. 123.
[6]. George Steiner, ό.π., σ. 122.
[9]. ό.π., σ. 88.
[10]. George Luka΄cs, Η
Θεωρία του Μυθιστορήµατος, µτφρ. Σεραφείµ Βελέντζας, εκδ. Άκµων, Αθήνα
1978, σ. 157.
Δήμος Σκουλάκης, Ισορροπιστής ΙΙ, 1981, λάδι σε καµβά, 140
x 140 εκ.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου