Ένα μυθιστόρημα, μια ταινία και
ένα κόμικ
Θεόφιλος, Ο Ήρως Μιλτιάδης Γιαταγάνας, λάδι σε μουσαμά, 66 x 96 εκ. |
ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΣΤΑΘΗ
Η ιστορική γνώση και η ιστορική κουλτούρα της μεγάλης πλειονότητας
του πληθυσμού δεν προέρχεται από τα προϊόντα της ακαδημαϊκής ιστοριογραφίας
αλλά από τη σχολική και τη δημόσια (μη ακαδημαϊκή) ιστορία. Συνεπώς είναι
κρίσιμο να δούμε σε ποιο βαθμό συμβαδίζουν οι δύο τελευταίες με την ακαδημαϊκή
ιστοριογραφία.
Σημαντικοί πομποί ιστορικής κουλτούρας αποτελούν η λογοτεχνία, ο
κινηματογράφος και τα κόμικς. Ενδεικτικός για τη σημασία τους είναι ο ρόλος που
έπαιξαν στη διαμόρφωση της ευρύτερης ιστορικής κουλτούρας για το Εικοσιένα ο
Εθνικός ύμνος του Διονυσίου Σολωμού (όχι ολόκληρος αλλά κυρίως οι πρώτες
στροφές), τα ποιήματα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, οι ταινίες του παλιού εμπορικού
κινηματογράφου για τη Μπουμπουλίνα, την κυρά-Φροσύνη, τους Σουλιώτες, τον
Παπαφλέσσα και τη Μαντώ Μαυρογένους και η σειρά των Κλασικών Εικονογραφημένων
για το Εικοσιένα των εκδόσεων Ατλαντίς – Πεχλιβανίδη που εκδόθηκαν τις
δεκαετίες του ’50 και του ’60. Ενώ μετά το 1974, και ιδιαίτερα στις δεκαετίες
του ’80 και του ’90, είχε ατονήσει το
ενδιαφέρον των παραπάνω τεχνών για το Εικοσιένα, τα τελευταία χρόνια φαίνεται
ότι επανακάμπτει, στο πλαίσιο και μιας
αυξανόμενης ζήτησης για την ιστορία που έχει πολλαπλές αφετηρίες. Ανάμεσα στην
πρόσφατη σχετική παραγωγή είναι η ταινία του Βασίλη Τσικάρα, Έξοδος 1826, που προβλήθηκε το 2017, το
μυθιστόρημα των Λίας Ζώτου και Θοδωρή Καραγεωργίου, Η Ματωμένη Αρχόντισσα (εκδόσεις Ψυχογιός, 2018), και το πρώτο
τεύχος με τίτλο Πατέρας της σειράς κόμικ
1800 του Θανάση Καραμπάλιου (εκδόσεις
Jemma Press, 2018).
Τα δύο πρώτα ακολουθούν το κυρίαρχο εθνικό ηρωικό μοντέλο. Στο
μυθιστόρημα, ένα ιστορικό ρομάντζο, οι θετικοί ήρωες είναι οι οπλαρχηγοί, οι
φιλικοί και οι αγνοί φιλέλληνες, ενώ ο ιντριγκαδόρος Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος
και οι πολιτικοί ευθύνονται για τις εμφύλιες έριδες. Σωτήρας για την
Επανάσταση, που έχει φτάσει στο χείλος της καταστροφής, ήταν ο Ιωάννης
Καποδίστριας αλλά και αυτόν τον έφαγαν τα ατομικά συμφέροντα. «Κλαίω για τη
δημοκρατία, για την ελευθερία, για την Ελλάδα» λέει θρηνώντας, μετά τη
δολοφονία του Κυβερνήτη, ένας αγνός φιλέλληνας που αφιέρωσε τη ζωή του στην
ελληνική επανάσταση (σελ. 357).
Η ταινία εξαντλείται στην πορεία μιας μικρής ομάδας Βλάχων από τη
Σαμαρίνα, που περνούν μέσα από πανέμορφα δάση και βουνά, για να πάνε να ενισχύσουν
το πολιορκημένο Μεσολόγγι. Στο υποτυπώδες σενάριο, η ομάδα φτάνει στο Μεσολόγγι
λίγο πριν την έξοδο των πολιορκημένων για να υποστηρίξει τη διαφυγή τους στο
βουνό. Στη μάχη με τις κατά πολύ υπέρτερες τουρκικές δυνάμεις, οι περισσότεροι
της ομάδας των Σαμαρινιωτών θα βρουν ηρωικό θάνατο. Ανεξαρτήτως των επί μέρους
ιστορικών ανακριβειών, το κύριο πρόβλημα της ταινίας είναι ότι η εθνική
συνείδηση των Βλάχων της Σαμαρίνας και η αίσθηση της υποχρέωσης εθνικής
αλληλεγγύης μέχρι αυτοθυσίας θεωρούνται δεδομένες και αυτονόητες. Έτσι η ταινία
απλώς αναπαράγει την εικόνα του ηρωισμού του ελληνικού έθνους και εντάσσει στο
εθνικό αφήγημα τους Μακεδόνες Βλάχους, η συμβολή των οποίων στον Αγώνα του
Εικοσιένα θεωρείται από τον σεναριογράφο-σκηνοθέτη υποβαθμισμένη στη δημόσια
ιστορία.
Το κόμικ, αντίθετα, θεματοποιεί τους ορεινούς ενόπλους, τους κλέφτες
και τους αρματολούς, αναδεικνύοντας έναν κόσμο ενδοχριστιανικής βίας αλλά και
διαθρησκευτικής συνεργασίας. Οι κλέφτες θέλουν γρόσια, ο Νικοτσάρας γυρεύει να
ξαναπάρει από τον Αλή πασά το αρματολίκι και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος είναι
αφοσιωμένος στον Αλή πασά. Οι κλέφτες δεν είναι εθνικοί αγωνιστές αλλά ένα
κράμα από «Ρωμιούς, Αλβανούς, χριστιανούς και μουσουλμάνους» που χτυπούν «τους
πάντες αδιακρίτως» και ζουν από τ’ άρματα τους (σελ. 35). Ο ίδιος ο Αλή πασάς
ξεκίνησε ως αρχηγός μιας τέτοιας μικτής κλέφτικης συμμορίας. Μάλιστα, ένας
χριστιανός σύντροφος του, του έσωσε τη ζωή σε μια μάχη με Τούρκους. Και μια
ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια: τα πρόσωπα των ηρώων δεν παραπέμπουν στις
εξιδανικευμένες εικόνες που μας κληροδότησαν οι ρομαντικοί ζωγράφοι του 19ου
αιώνα· είναι άγρια και σκαμμένα από την τραχιά ζωή. Αντιθέτως, οι καθημερινές
ενδυμασίες τους είναι πλούσιες και καλοστολισμένες, λες και έχουν βγει από την
γκαρνταρόμπα του Λυκείου των Ελληνίδων. Μολονότι η σειρά είναι ακόμα στην αρχή
και δεν λείπουν αστοχίες (όπως η εικόνα που παραπέμπει στο κρυφό σχολειό με τον
παπά να εμφυσά στους μικρούς μαθητές την προσμονή της ελευθερίας έστω και από
τους Ρώσους), θα περιμένουμε με ενδιαφέρον να δούμε τη συνέχεια.
Ποιο είναι όμως το κοινό στοιχείο των τριών αφηγήσεων για το
Εικοσιένα που οδήγησε στη συμπαράθεση τους στο παρόν σημείωμα; Είναι η
ανιστορική πρόσληψη του ερωτικού συναισθήματος. Οι δημιουργοί είναι, ως ένα βαθμό,
δικαιολογημένοι διότι λείπουν ιστορικές μελέτες για τις ερωτικές σχέσεις και
τις σεξουαλικές πρακτικές στην οθωμανική περίοδο. Ωστόσο, η παρουσίαση και στα
τρία δημιουργήματα των εν λόγω σχέσεων ως εκφράσεων αγνού και ρομαντικού έρωτα,
ισότιμου μεταξύ των φύλων, προδίδει την αδυναμία προβληματοποίησης και
ιστορικοποίησης των ερωτικών συναισθημάτων και την ταύτιση της σεξουαλικής
έλξης με τη ρομαντική ερωτική ισοτιμία. Προδίδει τη δυσκολία να φανταστούμε μια
ερωτική σχέση που υπόκειται στις εξουσιαστικές ιεραρχίες τόσο μεταξύ των φύλων
όσο και μεταξύ άνισων κοινωνικών στρωμάτων· μια ερωτική σχέση, όπου η βία είναι
παρούσα ως έκφραση αυτών των εξουσιαστικών σχέσεων, αλλά και ως στοιχείο
εγγενές στη καθημερινή ζωή της εποχής. Έτσι, σε κοινωνίες όπως η προεπαναστατική
και η επαναστατική, στις οποίες οι αξίες της ισότητας περιορίζονται σε μικρούς
εξευρωπαϊσμένους κύκλους και αφορούν κυρίως την πολιτική ισότητα μεταξύ ανδρών,
οι ερωτικές συμπεριφορές και πρακτικές μοιάζουν αίφνης να μην υπόκεινται στις
κυρίαρχες κοινωνικές αξίες, να μην τις επηρεάζουν και να μην επηρεάζονται από
αυτές.
Ο Παναγιώτης Στάθης είναι ιστορικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου