9/12/18

Σύγχρονη τέχνη και φιλοσοφικές απορίες

ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΚΟΝΤΑΡΑΤΟΥ

Γιώργος Λάππας, Mappemonde, γκαλερί Citronne, Αθήνα


ΦΑΙΗ ΖΗΚΑ, Απορία τέχνες και σκέψεις κατεργάζεται, εκδόσεις Άγρα, σελ. 174

Στο τρίτο του ταξίδι ο Γκάλλιβερ επισκέπτεται το ιπτάμενο νησί της Λαπούτα. Οι κάτοικοί του, οι Λαπούτιοι, αλλόκοτοι στην όψη -το ένα μάτι τους είναι στραμμένο προς τα μέσα και το άλλο προς τα πάνω- έχουν αφιερωθεί με πάθος στον φιλοσοφικό στοχασμό. Ο νους τους είναι «τόσο απορροφημένος απ’ τους βαθιούς προβληματισμούς, που δεν μπορούν να μιλήσουν, ή να ακούσουν τα λόγια των άλλων, δίχως κάποιο εξωτερικό ερέθισμα στα όργανα της ομιλίας και της ακοής». Γι’ αυτό οι πιο εύποροι έχουν στη δούλεψή τους υπηρέτες, τους «χτυπιάδες», οι οποίοι με ένα μικρό ασκί γεμάτο από ξεραμένα μπιζέλια χτυπούν τα βυθισμένα στους στοχασμούς αφεντικά τους στα αυτιά, το στόμα ή τα μάτια, προκειμένου να τους κάνουν να επικοινωνήσουν με τους συμπατριώτες τους. Με αυτό τον τρόπο ο Τζόναθαν Σουίφτ, στην ανελέητη σάτιρά του Τα ταξίδια του Γκάλλιβερ, επιχειρεί να ειρωνευτεί τους φιλοσόφους εκείνους που επικαλούμενοι τον ορθό λόγο θεωρούν πως την αλήθεια εγγυώνται η εσωτερική συνοχή του, η απουσία αντιφάσεων, η καθαρότητα των ορισμών, και όχι κατ΄ ανάγκην η αντιστοιχία με την πραγματικότητα.
Η Φαίη Ζήκα, ήδη με τον τίτλο του βιβλίου της Απορία τέχνες και σκέψεις κατεργάζεται, δηλώνει την πρόθεση της να ελέγξει τις φιλοσοφικές απόψεις για την τέχνη σε αντιπαραβολή με την καλλιτεχνική πραγματικότητα, καθώς η λέξη «απορία» δύσκολα συμβιβάζεται με a priori βεβαιότητες. Στο εισαγωγικό σημείωμα άλλωστε αναφέρει την επίθεση του Νίτσε σε όσους φιλοσόφους ως «εννοιακές μούμιες» χαρακτηρίζονται από «έλλειψη κάθε ιστορικής αίσθησης» και «μίσος» για την ιδέα του γίγνεσθαι. Ομολογεί επίσης πως αντλεί τη μεθοδολογία της από τον ύστερο Βίττγκενσταϊν, ο οποίος αντιμετώπιζε ως «ασθένεια» την τάση «της φιλοσοφίας για γενίκευση». Επιλέγοντας να ερευνήσει και να στοχαστεί το «γίγνεσθαι» της σύγχρονης τέχνης, η συγγραφέας έχει επίγνωση της δυσκολίας του εγχειρήματός της, καθώς γνωρίζει καλά πως η τέχνη αρέσκεται στο να παραπλανά, αφού δεν αντιγράφει την πραγματικότητα αλλά την ερμηνεύει, «διαφεύγοντας από τον λόγο» και «υπονομεύοντας κάθε προσπάθεια ορισμού της».

Τα οκτώ κεφάλαια που συνθέτουν το βιβλίο αφορούν θεματικές που σχετίζονται με τη σύγχρονη τέχνη, αλλά και που έχουν αποτελέσει αντικείμενο του φιλοσοφικού στοχασμού ήδη από την περίοδο του Διαφωτισμού, όπως η θέση του καλλιτεχνικού υποκειμένου, η αμφιλεγόμενη φύση του χρώματος, η ιεράρχηση των αισθήσεων, το φαινόμενο της συναισθησίας, η αντιπαράθεση τέχνης και φύσης, οι μεταμορφώσεις του ανθρώπινου σώματος. Η Ζήκα επιχειρεί να «απορήσει» για τη φύση της τέχνης, όχι αφ’ υψηλού, αλλά εγκύπτοντας στον χώρο των εικαστικών και οδηγώντας τον φιλοσοφικό λόγο σ’ ένα πεδίο αμφίδρομης αναζήτησης και διαλόγου ανάμεσα σε καλλιτέχνες  και θεωρητικούς. Έτσι, διεθνείς και εγχώριες εκθέσεις, έργα τέχνης και απόψεις σημαντικών ζωγράφων του μοντερνισμού, αλλά κυρίως σύγχρονων δημιουργών όπως η Μαρίνα Αμπράμοβιτς, οι αδελφοί Τσάπμαν, η Σίντι Σέρμαν, η Ορλάν κ.ά., συνδιαλέγονται ή αντιπαρατίθενται με θέσεις γνωστών φιλοσόφων και διανοητών που έχουν στοχαστεί πάνω σε ζητήματα τέχνης.
Ένα από τα βασικά κατά τη γνώμη μου προτερήματα του βιβλίου είναι ότι σε αυτό οι σύγχρονες καλλιτεχνικές πρακτικές δεν λειτουργούν απλώς ως παραδείγματα, αλλά αποτελούν ένα πεδίο ουσιαστικού προβληματισμού, που επιτρέπει στη συγγραφέα να διερωτάται και να αμφισβητεί συνεχώς θεωρητικούς ορισμούς, συχνά ακόμα και τις ίδιες τις αρχές της δυτικής αισθητικής. Ειδικότερα, η Ζήκα επισημαίνει την τάση πολλών σύγχρονων εικαστικών να αντιδρούν στην ιεράρχηση των αισθήσεων και «στα οπτικά καθεστώτα της νεωτερικότητας», τα οποία συχνά συνδέουν με τα προτάγματα του μοντερνισμού, και δίνοντας έμφαση στον σχεσιακό χαρακτήρα της καθημερινής εμπλοκής μας με τον αισθητό κόσμο, να επανεξετάζουν τον ρόλο αισθήσεων, όπως η ακοή και η γεύση. Για παράδειγμα, όσοι επισκέφτηκαν την πρόσφατη Μπιενάλε της Αθήνας, θα παρατήρησαν τους Ιρλανδούς Domestic Godless  να μαγειρεύουν παράδοξα φαγητά, όπως ανοιχτό κρανίο με μαύρο ριζότο στη θέση του εγκέφαλου. Μέσω της διακωμώδησης των μιντιακών σεφ, επιχειρούν έτσι να ανταποκριθούν στο αίτημα των επιμελητών για «υπερταύτιση» και «μιμητική κριτική», και να δημιουργήσουν καταστάσεις που «παραμορφώνουν, συστρέφουν ή μεγεθύνουν τις θεατρικές σκηνές της σύγχρονης ζωής».
Είναι προφανώς μάταιο να αναζητούμε σε τέτοιου είδους έργα ή προβληματισμούς αισθητικούς κανόνες ή ένα καθαρό πνεύμα. Ανθρώπινες πρακτικές και πολιτισμικά γεγονότα αποτελούν όψεις της πραγματικότητας, αναμφίβολα πιο απτές και είναι φυσικό να απασχολούν την τέχνη. Μόνο που η πραγματικότητα απαιτεί ερμηνεία. Όπως και οι πρακτικές και οι αντιλήψεις του παρελθόντος που έχουν διαμορφώσει το παρόν. Έτσι σε διάλογο με τα παραπάνω στο έβδομο κεφάλαιο του βιβλίου της, που έχει τον τίτλο «Είναι το φαγητό τέχνη;», η Ζήκα επιχειρεί μια φιλοσοφική ερμηνεία της σχέσης φαγητού και τέχνης δίνοντας μάλιστα έμφαση στην ιστορική της διάσταση. Όπως τονίζει η συγγραφέας, η ανάδυση της Αισθητικής ως ιδιαίτερου φιλοσοφικού κλάδου κατά τον 18ο αιώνα αφορά τη διερεύνηση του γούστου (taste), προβληματική που στηρίζεται στην αίσθηση της γεύσης. Ξεκινώντας από το ερώτημα του πώς «ένας όρος που αφορά μια συγκεκριμένη αίσθηση – τη γεύση – μετατοπίζεται νοηματικά ώστε να σημαίνει ‘γούστο’, δηλαδή την αισθητική και την καλαισθητική κρίση», η συγγραφέας εξετάζει κριτικά ζητήματα πάνω στα οποία θεμελιώθηκε η δυτική φιλοσοφία, όπως το αίτημα της απόλαυσης, το πρόβλημα της υποκειμενικότητας, η ιεραρχία των αισθήσεων.
Μέσα από αυτή την οπτική, η φιλοσοφική συζήτηση για τη δυνατότητα ένταξης της γεύσης στην Αισθητική και η επανεξέταση του ρόλου όλων των αισθήσεων φωτίζουν με έναν διαυγή τρόπο την κριτική στην «οφθαλμοκεντρική» παράδοση και τις σύγχρονες καλλιτεχνικές πρακτικές που την υποσκάπτουν. Επιπλέον, οι «απορίες» της Φαίης Ζήκα αποδεικνύονται κάποιες φορές πιο ενδιαφέρουσες από τα συχνά ρηχά σε προβληματισμό έργα πολλών σημερινών δημιουργών.   
   
Ο Γιάννης Κονταράτος είναι εικαστικός καλλιτέχνης και διδάσκει στην ΑΣΚΤ 

Δεν υπάρχουν σχόλια: