7/10/18

Δύο φόνοι πάθους

ΤΗΣ ΠΕΡΣΑΣ ΚΟΥΜΟΥΤΣΗ

Κωνσταντίνος Λαδιανός, «Καλημέρα», 2018, κέντημα σε ύφασμα με χρυσές κλωστές, ευγενική παραχώρηση της γκαλερί CAN Christina Androulidaki


ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ, Η ωραία της νύχτας, εκδόσεις Διάπλαση, σελ. 248

«Το μεγάλο και το ακατανόητο το ζεις. Φραγκοδίφραγκα θα είναι πάντοτε εκείνα που γράφω. Καταλαβαίνω καλύτερα τη σιωπή. Είναι η μόνη παράφορα εύγλωττη, η μόνη αξιοπρεπής. Αλλ’ άνοιξε ο χρόνος κι έχουν γίνει κουβάρι ό,τι θυμάμαι, ό,τι συμβαίνει κι εκείνο που κρύβεται αινιγματικά μια ζωή. Τον πονάω τον τόπο μου. Είμαι ο τόπος. Ξερολιθιά στις ξερολιθιές.»
Το νέο βιβλίο της Ελένης Γκίκα είναι ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα που αγγίζει ένα εξαιρετικά ευαίσθητο θέμα: τον έρωτα στην απόλυτη μορφή του, το υπερβατικό κι ανεξέλεγκτο πάθος που γίνεται αδηφάγο και που εύλογα παρασύρει τα εμπλεκόμενα πρόσωπα στον όλεθρο, καθιστώντας τα έρμαια της τυφλής επιθυμίας και των αισθησιακών αδιεξόδων τους. Παρά τη «σκοτεινότητα» του θέματος, ο τρόπος με τον οποίο η συγγραφέας επιλέγει να το προσεγγίσει είναι αισθητά ποιητικός και εδώ «ακουμπά», κατά την άποψή μου η σπουδαιότητα του μυθιστορήματος. Άλλωστε η ποιητική φλέβα της συγγραφέα δεν ήταν δυνατόν να μην διοχετεύσει και σε αυτό εδώ το μυθιστόρημα, τη δική του δυναμική παρουσία.
Κεντρικό θέμα του βιβλίου, ένα γεγονός που συγκλόνισε την ελληνική κοινωνία τον Αύγουστο του 2016. Ένα νέο κορίτσι, μόλις 26 χρονών, τυφλωμένο από την παραφορά του έρωτά της για ένα παντρεμένο άντρα, σκοτώνει τη γυναίκα του μπροστά στα μάτια των παιδιών της. Ωστόσο, η υπόθεση θα ήταν μια «συνηθισμένη» ιστορία πάθους και νοσηρής ζήλειας, αν και η γιαγιά της ίδιας αυτής γυναίκας δεν είχε διαπράξει ένα εξίσου ειδεχθές έγκλημα πριν από πενήντα περίπου χρόνια, και μάλιστα στην ίδια περιοχή όπου διαπράχθηκε το δεύτερο. Η εν λόγω γυναίκα, εξαντλημένη από την ψυχολογική κακοποίηση του συζύγου της τον καίει ζωντανό και τον θάβει στον κήπο του σπιτιού της. Παρότι οι δυο γυναίκες δεν συναντήθηκαν ποτέ στη ζωή, η φρίκη της εγκληματικής πράξης, η ευκολία με την οποία διαπράττουν τους φόνους, αλλά και τα κίνητρα, σαν αόρατο νήμα μοιάζει να τις ενώνει σε μια παράδοξη σχέση που υπερβαίνει εκείνη τη συγγενική, γιαγιάς-εγγονής, και αυτή ακριβώς τη σχέση η συγγραφέας προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει. Άραγε, κουβαλάμε τα λάθη των προγόνων μας; Επαναλαμβάνουμε ακούσια τις πράξεις τους; Κληροδοτούμαστε τα «δολοφονικά» τους ένστικτα, την εκδικητική τους συμπεριφορά, την κατάρα ή την μοίρα τους, τα πάθη τους; Και σε ποιον βαθμό μας επηρεάζει η προσωπική τους ιστορία, ακόμα και αν έχουν μεσολαβήσει τόσα πολλά χρόνια;

Η Ελένη Γκίκα ως μια γυναίκα που κατανοεί τις αδυναμίες των ανθρώπων, την ευθραυστότητα της ύπαρξής τους, την τρωτότητα ενός «παθολογικά» ερωτευμένου ανθρώπου, δεν καταδικάζει, δεν κατακρίνει, μόνο παρατηρεί και καταγράφει τα γεγονότα όπως αυτά συνέβησαν, προσπαθεί να τα αποκωδικοποιήσει καταφεύγοντας συχνά πυκνά σε ειδησεογραφικές ή δημοσιογραφικές καταγραφές. Επιχειρεί να καταλάβει τη δυναμική πίσω από τις πράξεις τους και να ερμηνεύσει τα γεγονότα από μια άλλη ματιά, τη δική της, διατηρώντας όπως ανέφερα αποστασιοποιημένη στάση από τις πράξεις, όχι όμως από τους ίδιους τους ανθρώπους που τις διαπράττουν ή εμπλέκονται σε αυτές, αναπαριστώντας την ίδια στιγμή τη μοίρα της γυναίκας όταν ερωτεύεται με πάθος, όταν τυφλώνεται από την ακραία επιθυμία, την άκρατη κτητικότατα στο έρωτα, την τυφλή υπακοή στην ηδονή... Προσπαθεί επίσης να εισέλθει στο «σκοτεινό» κόσμο των δυο γυναικών, ανατέμνοντας τις ιστορίες τους, το παρελθόν, τις καταβολές τους, ενώ εκ παραλλήλου, σκιαγραφεί τον ίδιο αυτό τόπο που αποτελεί το σκηνικό των δύο φόνων, και που θεωρεί ότι παίζει ή έπαιξε καταλυτικό ρόλο, τόσο στην ψυχοσύνθεση των χαρακτήρων, όσο και στην ψυχοσύνθεση της ίδιας της αφηγήτριας που επιχειρεί αυτή την παράδοξη περιπλάνηση στον εσωτερικό κόσμο των δυο ηρωίδων. «Οι τόποι είμαστε εμείς», υποστηρίζει η ίδια η συγγραφέας στο βιβλίο της, ενώ η ίδια η φυσιογνωμία του (τόπου), έτσι όπως περιγράφεται στο μυθιστόρημα, λειτουργεί σχηματικά θυμίζοντας ή συμβολίζοντας την αδρή, ακατέργαστη και πρωτόγονη φύση των ανθρώπων. Και είναι ένας τόπος που σημάδεψε την ίδια την αφηγήτρια και διαμόρφωσε τη συνείδηση της ως ανθρώπου και κυρίως ως συγγραφέα.. «Η σχέση μας με τον τόπο μου είναι μια μυστήρια ιστορία. Ο Τόπος είναι ισάξιος πρωταγωνιστής στα πάντα. Τα κάνει όλα αλλιώς, μας κάνει εκείνους που γίναμε…» υποστηρίζει και είναι αλήθεια ότι ο τόπος μας μάς σημαδεύει. Η Ελένη Γκίκα που δεν έφυγε σχεδόν ποτέ από τον ίδιο αυτό τόπο, πιστεύει ότι για την παραβατικότητα και την υπερβολή τον αγαπά, καθώς και για όλα εκείνα που του καταλογίζουν αρνητικά. 
Κι όλα αυτά εγκιβωτισμένα στην ιστορία, μαζί με τους κήπους με τα παράξενα φυτά, τα αρχετυπικά κεντητά, τα παραδοσιακά φαγητά, τα θεραπευτικά βοτάνια για τις ασθένειες της καρδιάς. «Η ωραία της νύχτας» συγκροτεί ένα μυθιστόρημα συμβολικό, αλληγορικό, με πολλαπλά επίπεδα, αφού είναι μια ιστορία μέσα σε μια μεγαλύτερη ιστορία ή ένα μεγαλύτερο μυθιστόρημα, για αυτό και η συγγραφέας το χωρίζει σε τρία μέρη. Κάθε μέρος περιλαμβάνει κεφάλαια, και αυτά με τη σειρά τους, υποκεφάλαια, χωρισμένα με υπότιτλους για να είναι όλα τα «κομμάτια» της ιστορίας πιο ευδιάκριτα. Κατά αυτόν τον τρόπο μας μιλά για τον τόπο και για τους ανθρώπους του, για τη ζωή και τα παράδοξά της, τις παραδόσεις και τις δοξασίες του,. Ο αφηγηματικός τρόπος επίσης λειτουργεί για να υπηρετήσει τον σκοπό του βιβλίου, έτσι η αφήγηση άλλοτε γίνεται πρωτοπρόσωπη κι άλλοτε αποδίδεται σε τρίτο πρόσωπο, αφού εκτός από τις μαρτυρίες των ίδιων των ανθρώπων που εμπλέκονται σε αυτές, είναι και οι δικές της σκέψεις και οι συλλογισμοί που παρεμβάλλονται διαρκώς δημιουργώντας ένα άρτιο ψηφιδωτό ιδεών, σκέψεων, χρωμάτων, ανθρώπων και τόπου. Κι όλα αυτά μαζί την ποιητική διάσταση του βιβλίου, δημιουργούν ένα πολύχρωμο υφαντό, ένα αφήγημα μυθικό, όσο και ρεαλιστικό, σκοτεινό και συνάμα φωτεινό, σε κάθε περίπτωση ποιητικό που καθηλώνει και συγκινεί τον αναγνώστη.

Η Πέρσα Κουμούτση είναι πεζογράφος και μεταφράστρια 

Δεν υπάρχουν σχόλια: