Στραμμένος
προς την θάλασσα ο ερημίτης σκεφτόταν τούτο τον Σεπτέμβρη. Κάτι στ’ αλήθεια
είχε αρχίσει να αλλάζει σε τούτη την έρημη χώρα. Λες και το πιο βαρύ πέπλο να είχε
σηκωθεί από πάνω της και ν’ άρχιζε να δείχνει τις ομορφιές της
Από την άλλη,
άκουγε τα φρικώδη που έλεγαν οι "άριστοι' της αντιπολίτευσης για το πόσο
μεγάλος ήταν ο Πινοσέτ στην οικονομική του πολιτική. Σαντιάγκο μην κλαις, είπε
ο ερημίτης, ο σφαγέας δεν ζει πια.
Αλλά και για
τον ίδιο κάτι είχε αλλάξει. Ο Σεπτέμβρης ήταν πιο ωραίος από τον ωραίο
Αύγουστο. Σκεφτόταν γιατί συμβαίνει αυτό. Μα είναι απλό, γιατί τα γεννήματα του
Αυγούστου μεγάλωναν και η ομορφιά τους τον συνέπαιρνε. Δεν ήταν ότι κάτι είχε
κάνει από μόνος του. Ούτε κατάλαβε πώς έγινε. Αλλά απλώς συνέβησαν τα ωραία
πράγματα και συμβαίνουν. Αλαφροϊσκιωτα, χαμένα στους δρόμους και στις πλατείες,
μα πάντα ευρισκόμενα. Αυτά τα «μικρά», τα «καθημερινά» που κατά κάποιον τρόπο γίνονται
εντός μας μεγάλα και ονειρικά.
Αυτά
σκεφτόταν ο ερημίτης, και από την άλλη δεν άφηνε το μυαλό του να σκοτιστεί από
τη βία εκείνων που ούρλιαζαν σπάζοντας πέτρες για το όνομα, που ούτε καν ήξεραν
τι σημαίνει, και λέρωναν την εικόνα ενός Θερμαϊκού που έγερνε να τον αγκαλιάσει
ο ήλιος. Στους δρόμους της Σαλονίκης ο ερημίτης θυμήθηκε τα χρόνια τα παλιά,
όταν νιος, φοιτητής, ζητούσε να κατακτήσει τον κόσμο και τις ηδονές. Μα σήμερα,
σε τούτη τη βόλτα, αν και μόνος, δεν ήταν μόνος. Ένοιωθε πως περπατούσε δίπλα
του η κόρη της θάλασσας, γυμνή, με ένα μενταγιόν, και του
’δειχνε μέρη αγαπημένα, που είχε περπατήσει αλλιώς πριν από χρόνια.
Και ξαφνικά
η πόλη, τα μέρη, αλλάζανε πια, γινόντουσαν μια συμφωνία χρωμάτων και αρωμάτων,
και το ερώτημα να επανέρχεται ως απάντηση: κατάλαβες τώρα γιατί ο Σεπτέμβρης
είναι πιο ωραίος από τον ωραίο Αύγουστο; Έγνεψε με το κεφάλι του συμφωνώντας
και κοίταξε πάνω και πέρα, κατά τα κάστρα της πόλης. Σαν ν’ άκουγε φωνές παλιών
καταραμένων, σαν ν’ άκουγε τραγούδια νταλκαδιάρικα, κι ύστερα πήγε στην πλατεία
Άθωνος, εκεί στην πλατεία των φτωχών, ν’ ακούσουνε βιολιά τσιγγάνικα και
χάλκινα. Κι' έγειρε η κόρη πάνω του και το φιλί της τον έκανε να να δακρύσει
από χαρά.
Στην Παναγιά
των Χαλκέων άναψε ένα κερί για όλους εκείνους που χάθηκαν, επειδή παθιάστηκαν
στην ζωή τους. Και μετά βρήκε κονάκι στον ιερό Βαρδάρη. Μέρες υπέροχες,
σκέφτηκε, ενός Σεπτέμβρη που δεν πίστευε πως θα τον ζήσει πια. Στο βάθος
κάποιος, του φάνηκε σαν τον Κωστή Μοσκώφ, τραγουδούσε πίνοντας "Κάτω από
φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη...".
ΣΤΑΜΑΤΗΣ
ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ
Δημήτρης Εφέογλου, Trailblaze, 2018, 150 x 160 εκ., μολύβι, εκτύπωση, κάρβουνο, σκαμμένο χαρτί |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου