15/4/18

Μεταμυθοπλασία και Μεταϊστορία

Βασίλης Μπαλάσκας, Blanket, 2016, φωτογραφία τυπωμένη σε κουβέρτα πολυεστέρα, 120 x 190 εκ, παραχώρηση του καλλιτέχνη και γκαλερί Καλφαγιάν



ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

Every representation of the past has specifiable ideological implication.
Hayden White[1]
Το πεδίο της ιστορίας στάθηκε προνομιακό στις λογοτεχνικές στρατηγικές της μεταμυθοπλασίας, καθώς οι ιδεολογικές προεκτάσεις συναντούν την αυξημένη αναστοχαστική διάθεση των ιστορικών επιστημόνων, σχετικά με τα όρια της δυνατότητας πρόσληψης και αναπαράστασης του παρελθόντος, ιδιαίτερα στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Καθώς η μεταμυθοπλασία θεματοποιεί στον αφηγηματικό κορμό της θεωρητικά σχόλια για τη γραφή, την τέχνη, τη λογοτεχνία γενικότερα, η ιστορική θεματική αποδείχτηκε πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθεί ένας θεωρητικός λόγος, λόγος μεταϊστορικός, σχετικά με τον τρόπο που (και σε τι βαθμό αξιοπιστίας και εγκυρότητας) η ιστορία, η επίσημη ιστοριογραφία, επιχειρεί να απεικονίσει το ιστορικό παρελθόν.
Οι ιδεολογικές αυτές ζυμώσεις πυροδοτήθηκαν αρχικά από τη μεταμοντέρνα σκέψη. Σύμφωνα με τον Λυοτάρ,[2] ο Λόγος και το υποκείμενο, ως τοποτηρητές της ενότητας του όλου, θρυμματίστηκαν. Η σχέση ανάμεσα στη γνωσιακή ικανότητα του υποκειμένου και στη φυσική-κοινωνική πραγματικότητα (η σχέση Νόησης-Είναι) βαθμιαία αναθεωρείται, η παντοδυναμία του γνωστικού υποκειμένου −η οποία πλέον θεωρείται περιορισμένη και περιοριστική− τίθεται προοδευτικά εν αμφιβόλω. Στη μεταμοντέρνα σκέψη, η αναγωγή του ανθρώπου σε έλλογο, αυτόνομο, υπερβατικό και παντοδύναμο υποκείμενο, που αποτελεί την πηγή και τον κάτοχο του νοήματος, καταλύεται, και στη θέση της εγκαθίσταται η αμφιβολία, για το αν το υποκείμενο μπορεί, μέσω των σκέψεών του, να γνωρίσει τον κόσμο που μας περιβάλλει, και μέσω των παραστάσεων και των εννοιών του να παράγει ένα σωστό αντικαθρέφτισμα της πραγματικότητας· για το αν μπορεί να γνωρίσει και να αναπαραστήσει την αντικειμενική, καθολική πραγματικότητα.
Οι αρχές αυτές επηρέασαν και την επιστήμη της ιστορίας, και οδήγησαν τους επιστήμονες σε ανανεωμένες και συχνά ανατρεπτικές μορφές αντιμετώπισης του λόγου (discourse) της ιστοριογραφίας. Ο Paul Veyne ονομάζει την ιστορία «αληθινή νουβέλα, πραγματικό μυθιστόρημα».[3] Ο Ronald Barthes σχολιάζει τη σχέση του ιστοριογραφικού και μυθοπλαστικού λόγου ως εξής: «διαφέρει, πράγματι, η αφήγηση γεγονότων του παρελθόντος (…) σε κάποιο αναμφισβήτητα διαφορετικό χαρακτηριστικό, από τη φανταστική αφήγηση, όπως την συναντούμε στο έπος, στο μυθιστόρημα και στο δράμα;».[4]

Στο πλαίσιο αυτό, προκύπτει το ρεύμα Μεταϊστορίας, μια θεωρητική κίνηση που συστηματοποιείται περίπου τη δεκαετία του 1970 από τον Hayden White, και αξιοποιεί στο πεδίο της ιστορίας τις διάφορες αυτές τις θεωρητικές παραδοχές, σχετικά με την νέα αντίληψη για την πρόσληψη, κατανόηση και αναπαράσταση του ιστορικού παρελθόντος.
Κεντρική θέση του υπήρξε «η άρση της κατηγορικής αντίθεσης και διαφοράς, ανάμεσα στον λόγο της ιστοριογραφίας και στο λόγο της μυθοπλασίας»,[5] και η κάπως αιρετική πεποίθηση ότι οποιαδήποτε αφήγηση, ακόμη και η επιστημονική ιστορική αφήγηση, σε μεγάλο βαθμό αποτελεί μυθοπλασία, εφόσον διαμεσολαβείται από τη φαντασία του ιστοριογράφου, που λειτουργεί ως προϋπάρχον «δίκτυο φαντασιακών κατασκευών»,[6] για να κατασκευάσει το ιστοριογραφικό του κείμενο μέσω της αφήγησης και της γλώσσας.
Σύμφωνα με την Hutcheon,[7] η ιστορία (ιστοριογραφία) όσο και η μυθοπλασία (ιστορικό μυθιστόρημα) είναι είδη που αμοιβαίως επηρεάζονται, εφόσον πραγματώνονται μέσω της αφήγησης, και ως εκ τούτου αποτελούν γλωσσικές κατασκευές, και όχι άμεσες και διαυγείς αναφορές/απεικονίσεις της πραγματικότητας που αναπαριστούν.
Η έννοια της αφήγησης, που αποτελεί τον κυρίαρχο τρόπο της επιστήμης της ιστοριογραφίας για την αναπαράσταση του παρελθόντος, ελέγχεται στο πλαίσιο αυτό ως ιδεολογικά φορτισμένη: «a form of ideological elaboration» (R. Barthes).[8] Γιατί η αφήγηση (narration), ως αναπαραστατικό μέσο του παρελθόντος, καταφεύγει συστηματικά στη γνωστή τεχνική της αφηγηματοποίησης της πραγματικότητας (narrativization) και αφορά στην προσπάθεια να επιβάλλουμε πάνω στα γεγονότα της χαώδους πραγματικότητας τη μορφή μιας συνεκτικής ιστορίας που να δομείται στη βάση του παραδοσιακού αφηγηματικού σχήματος/πλοκής: αρχή – μέση – τέλος· καθώς και στη βάση σχέσεων αιτίου αιτιατού, ανάμεσα στα γεγονότα: «to give to reality the form of a story».[9]
Η βασική οργανωτική αρχή που ελέγχει και πραγματώνει την αφηγηματοποίηση, δηλαδή ο ιστορικός, που επιλέγει, μελετάει και αξιολογεί τις διάφορες πηγές, προκειμένου στη συνέχεια να οργανώσει τα διάφορα γεγονότα και να τα συνθέσει σε μια συνεκτική ιστορία, αναμφισβήτητα ασκεί έναν εξουσιαστικό, αλλά και ερμηνευτικό-νοηματοδοτικό[10] ρόλο αυθεντίας, εφόσον τα γεγονότα και η πραγματικότητα, στην απλή χρονική τους ακολουθία, δεν υφίστανται ως συνεκτικές ιστορίες, αλλά αποτελούν ένα χαώδες σύνολο ιστορικών καταγραφών, και άρα δεν διαθέτουν εγγενώς τα χαρακτηριστικά αυτής της οργανωμένης διάταξης και πλοκής.
Όπως αναφέρει και η Hutcheon,[11] τα γεγονότα, η υλικότητα της πραγματικότητας ή του ιστορικού παρελθόντος, δεν μπορούν βέβαια να αμφισβητηθούν· εφόσον, όμως, φτάνουν σε εμάς διαμεσολαβημένα, μέσα από τη γλώσσα, τον λόγο, την αφήγηση, ίσως να φτάνουν επεξεργασμένα, ήδη νοηματοδοτημένα και ερμηνευμένα.

Το μεταϊστορικό μυθιστόρημα
Το νέο είδος ιστορικών μυθιστορημάτων,[12] ιστοριογραφική μεταμυθοπλασία ή μεταϊστορικό μυθιστόρημα, εγκιβωτίζει και θεματοποιεί εντός του, άλλοτε φανερά κι άλλοτε υπαινικτικά, τέτοιου είδους θεωρητικά ζητήματα, όπως η θεμελιώδης μεταμοντερνιστική αρχή ότι η πραγματικότητα αποτελεί μια κατασκευή ανάλογη με τη μυθοπλασία, καθώς και ζητήματα που απασχολούν επίσης τους συγγραφείς της επιστημονικής ιστοριογραφίας, όπως η κοινή χρήση των συμβάσεων της αφήγησης, οι αναφορές στην πραγματικότητα, η υποκειμενικότητα, η ταυτότητα ως κειμενική και διακειμενική κατασκευή, η συλλογή-επιλογή υλικού, η οργάνωσή του, η διήγηση-αφήγηση κ.ά.[13]
Τα έργα αυτά χαρακτηρίζονται από έναν ανατρεπτικό και αναθεωρημένο τρόπο κατανόησης και αναπαράστασης του παρελθόντος και της ιστορικής πραγματικότητας, ο οποίος έρχεται σε αντίθεση με τη θετικιστική ιστορική παρουσίαση του ρεαλιστικού ιστορικού μυθιστορήματος, το οποίο προσπαθούσε να αναπαραστήσει ρεαλιστικά και αντικειμενικά μια εξωκειμενική ιστορική πραγματικότητα, ακριβώς επειδή την θεωρούσε μια αυτόνομη, ανεξάρτητη, κοινώς αποδεκτή και αντικειμενική ενότητα.
Αντίθετα, η μεταμυθοπλασία, συνεπής στην αρχή ότι η πραγματικότητα δεν αποτελεί μια αντικειμενική ενότητα, αλλά ένα πλέγμα από επιμέρους τρόπους υποκειμενικής και ιδεολογικοποιημένης πρόσληψής της, μεταφέρει την πεποίθηση αυτή στα κείμενα τα ίδια, διαψεύδει και διαλύει τη μυθοπλαστική ψευδαίσθηση ότι τα μυθοπλαστικά σύμπαντα που κατασκευάζει η λογοτεχνία βρίσκονται σε μιμητική σχέση με την εξωτερική πραγματικότητα και, αποκαλύπτοντας στον αναγνώστη τις τεχνικές που χρησιμοποιεί στη λογοτεχνική αφήγηση, για να κατασκευάσει τους μυθοπλαστικούς ετερόκοσμους (μεταμυθοπλασία), τον αναγκάζει να συμμετάσχει κι ο ίδιος ενεργητικά στην κατασκευή του κόσμου του κειμένου, και κατ’ επέκταση της ιστορικής εικόνας και εποχής που ένα μεταϊστορικό μυθιστόρημα προβάλλει.
Η άρνηση αυτών των μυθιστορημάτων να συνδέσουν τα γεγονότα της πλοκής σε μια μονοδιάστατη λογική αφηγηματική σχέση αιτίου-αιτιατού, να τα δέσουν σε μια συμπαγή, εξελικτική ιστορική αφήγηση, με αρχή, μέση και τέλος, που να αναπαριστά ρεαλιστικά και με πληρότητα μια εποχή, η παράθεση ασύνδετου αρχειακού υλικού και τεκμηρίων αδιαμεσολάβητων από την εξουσιαστική παρουσία ενός οργανωτικού αφηγηματικού υποκειμένου, υποβάλλουν ακριβώς την παραπάνω μεταϊστορική άποψη: τελικά, δεν υπάρχει ένα υποκείμενο-αυθεντία, μια οργανωτική αρχή −ιστορικός επιστήμων ή μυθιστοριογράφος− που να μπορεί να διεκδικεί το αποκλειστικό προνόμιο στην παραγωγή της μίας και μοναδικής αυθεντικής αναπαράστασης της ιστορίας ή της πραγματικότητας. Υπάρχουν μόνο υποκειμενικές, σχετικές και, ενδεχομένως, ιδεολογικοποιημένες εκδοχές, οπτικές και ερμηνείες της.[14]
Η αποσπασματικότητα των μεταϊστορικών μυθιστορημάτων καθρεφτίζει την αποσπασματικότητα της ικανότητας γνώσης και αναπαράστασης που μπορούμε να έχουμε για τον κόσμο και την πραγματικότητα. Το ανοιχτό τέλος τους (open ending), με τις πολλαπλές εναλλακτικές λύσεις, αμφισβητεί τα μοναδικά, ολοποιητικά και ολοκληρωτικά ερμηνευτικά σχήματα για την πραγματικότητα, ενώ προβάλλει τον ερμηνευτικό πλουραλισμό και την πολυφωνία. Παράλληλα, με την προώθηση των μικροαφηγήσεων στη θέση της μείζονος αφήγησης, ή των περιθωριοποιημένων −από την επίσημη ιστοριογραφία− ιστορικών γεγονότων, όπως αυτά βιώνονται από την πλευρά των ανώνυμων υποκειμένων, το μεταϊστορικό μυθιστόρημα ανασύρει από την αφάνεια και φέρνει στο φως παραγνωρισμένες όψεις, ερμηνείες και εκδοχές του παρελθόντος, εκθέτοντας έτσι την αμφιβολία του για τον ρόλο της επίσημης ιστοριογραφίας, ως μοναδικού και αποκλειστικού φορέα αλήθειας, ενώ ταυτόχρονα διεκδικεί την ελευθερία να συμπληρώνει την ιστορική μας εγκυκλοπαίδεια.
Ιδιαίτερα η νεοελληνική μεταμυθοπλασία, που στο μεγαλύτερο μέρος της έχει ιστορική θεματική, περιλαμβάνει και προτάσσει στην αφήγησή της τα ίδια τα ιστορικά τεκμήρια, «υψηλά» και «ταπεινά», δημόσια ή ιδιωτικά, επεξεργασμένα ή αυτούσια, δίνοντας έτσι μια ανομοιογενή και πολυφωνική υφή στο ίδιο το κείμενο, με ποιότητες από τις οποίες είναι φτιαγμένος ο κόσμος μας, η πραγματικότητα, το παρελθόν. Εμπεδώνοντας όλες αυτές τις θεωρητικές τάσεις και στρατηγικές που παρουσιάστηκαν πιο πάνω, και χωρίς να ξεχνά ότι το παρελθόν και η ιστορία είναι προσβάσιμα σε εμάς μόνο μέσα από τα κειμενικά τους ίχνη,[15] και άρα διαμεσολαβημένα και ιδεολογικά επεξεργασμένα, το νεοελληνικό μεταϊστορικό μυθιστόρημα προτείνει μια πολυφωνική επανεπίσκεψη και ερμηνεία του παρελθόντος και της ιστορίας.
Ο σκοπός λοιπόν της μεταϊστορίας, και ιδιαίτερα του μεταϊστορικού μυθιστορήματος, δεν είναι τόσο να μας μάθει τη «σωστή» Ιστορία, όσο να μας διδάξει πώς πρέπει να προσεγγίζουμε, να διαβάζουμε και να ερμηνεύουμε την Ιστορία, είτε την προσλαμβάνουμε μέσα από τον επιστημονικό, ιστοριογραφικό, είτε μέσα από τον μυθοπλαστικό λόγο.

Η Ειρήνη Χατζοπούλου είναι φιλόλογος, υπ. δρ ΔΠΘ

[1] White Hayden, Tropics of Discourse: Essays in Cultural Criticism, Baltimore, Johns
Hopkins University Press 1978, p.69.
[2] Lyotard Jean-Francois, H Mεταμοντέρνα κατάσταση, πρόλ. Θ. Γεωργίου. Mεταφ. K. Παπαγιώργης, Γνώση, Aθήνα 1988, σσ. 10-13.
[3] Hutcheon L., A Poetics of Postmodernism: History, Theory, Fiction, Routledge, London-New York 1988, p.111.
[4] White Hayden, «The Question of narrative in contemporary historical theory», Metafiction, Mark Currie, Routledge 2014, pp. 113.
[5] Κοσμάς Κων/νος, Μετά την Ιστορία: Ιστορία, ιστορικό μυθιστόρημα και εθνικές αφηγήσεις στο τέλος του εικοστού αιώνα, Διδ. διατριβή, Βερολίνο: Freie Universität Berlin, 2002, σ.70-72.
[6] Collingwood R. G., The Idea of History, Oxford: University Press1946, 242.
[7] Hutcheon L., A Poetics of Postmodernism: History, Theory, Fiction, Routledge, London-New York 1988, p.105.
[8] White Hayden, «The Question of narrative in contemporary historical theory», Metafiction, Mark Currie, Routledge 2014, pp. 113
[9]White Hayden, «The value of narrativity in the representation of reality», The content of the form: narrative discourse and historical representation, London: The Johns Hopkins University Press 1987, pp. 2-5.
[10] White Hayden, ό.π., p.5.
[11] «(…) this does not deny that the past “real” existed. (…) We can know it (the past) only through its traces, its texts, its relics»: Hutcheon Linda, A Poetics of postmodernism, History, Theory, Fiction, Taylor & Francis e-Library, 2004, p. 119.
[12] Αντιπροσωπευτικά παραδείγματα ξένων μεταϊστορικών μυθιστορημάτων αποτελούν τα έργα του Ουμπέρτο Έκο, του Γκάμπριελ Γκαρσία Μαρκές, του Σαλμάν Ρουσντί, ενώ στην ελληνική πεζογραφία το είδος καλλιεργήθηκε με αξιώσεις από συγγραφείς όπως ο Θ. Βαλτινός, ο Ά. Αλεξάνδρου, ο Γ. Πάνου, η Ρ. Γαλανάκη, ο Κ. Βούλγαρης και άλλους.
[13] Hutcheon Linda, A Poetics of postmodernism, History, Theory, Fiction, Taylor & Francis e-Library, 2004, p. 111.
[14] White Hayden, «The Question of narrative in contemporary historical theory», Metafiction, Mark Currie, Routledge 2014, p. 109.
[15]We can Know the past only through its traces, its texts, its relics”: Hutcheon Lind, A Poetics of postmodernism, History, Theory, Fiction, Taylor & Francis e-Library, 2004, p. 119.

Δεν υπάρχουν σχόλια: