22/4/18

Υπάρχει ελληνική διασπορά σήμερα;


ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΖΕΡΒΑ

Βλάσης Κανιάρης, Γαρύφαλλα, 1969,
γύψος σε ξύλινο πλέγμα και φυτεμένα
πλαστικά γαρύφαλλα,
53 x 100 x 5 εκ. 
Στὶς ἀρχὲς τῆς κρίσιμης δεκαετίας τοῦ ’90, καὶ ἐνῶ ἤμουν ἐγκαταστημένος στὶς Βρυξἐλλες, τὸ περιοδικὸ τῆς ἐποχῆς Η ΛΕΞΗ εἶχε τὴν ἰδέα νὰ ἀφιερώσει ἕνα τεῦχος στὴν ἑλληνικὴ λογοτεχνία τῆς Διασπορᾶς. Ἔλαβα κι ἐγὼ τὴ σχετικὴ πρόσκληση συνεργασίας μὲ μιὰ ὁρισμένη δυσφορία, διότι ἤδη ἀπὸ τὸ 1970, ἂν καὶ σπούδαζα στο ἐξωτερικό, δημοσίευα συστηματικά στὴν ‘Ελλάδα καὶ δὲν καταλάβαινα γιατί μὲ κατέτασσαν στὴν κατηγορία αὐτὴ.
Ἡ νεοελληνικὴ γλώσσα ἔχει νὰ ἐπιδείξει σπουδαῖα τραγούδια τῆς ξενητιᾶς, πλὴν ὅμως τὰ ἀξιόλογα ἔργα τῆς ἀποκαλούμενης διασπορᾶς εἶναι μάλλον ἐλάχιστα. Θυμᾶμαι μὲ ἰδιαίτερη θέρμη τὰ πεζὰ τοῦ ξενητεμένου Νίκου Καχτίτση. Καὶ θυμᾶμαι τὴν πικρὴ εἰρωνία τοῦ Πάουντ σὲ μιὰ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Τζόυς :  «δὲν γίνεται συγγραφικὴ καρριέρα δι’ ἀλληλογραφίας».
Τὸ γεγονὸς ὅτι ζοῦσα στὸ ἐξωτερικό, ὄπως καὶ οἱ περισσότεροι συγγραφεῖς ἐκείνου τοῦ ἀφιερώματος, δὲν μετέβαλλε διόλου τὴν οὐσία τῶν μελημάτων μου. Ἔγραφα  ἑλληνικὰ καὶ δημοσίευα στὴν Ἑλλάδα, χωρὶς να διατηρῶ τὴν παραμικρὴ ἐπαφὴ μὲ τὴν τοπικὴ κοινότητα. Ἄλλωστε, οἱ τοπικὲς κοινότητες κατὰ κανόνα προσκαλοῦν στὶς ἐκδηλώσεις τους διανοουμένους τοῦ κέντρου.  Ὁ τόπος κατοικίας ὡς κριτήριο ἐπιλογῆς δὲν φώτιζε σὲ τίποτε τὴν ἔννοια τοῦ ὅρου, διότι τότε οἱ περισσότεροι συγγραφεῖς μας, ὅσοι διέτριψαν σὲ ξένη χώρα, θὰ ἔπρεπε νὰ ὰνήκουν στὴ Λογοτεχνία τῆς Διασπορᾶς. Ὅπερ ἄτοπον. 

Τί νόημα ἔχει λοιπόν σήμερα ὁ ὅρος «ἑλληνική διασπορά», ὅταν ἡ δικτύωση καταργεῖ τὸν τόπο διαμονῆς; Μολαταῦτα, ἡ ἐγκατάσταση ἐκτὸς Ἐλλάδος, καὶ μάλιστα στὶς μεγάλες πρωτεύουσες τοῦ Δυτικοῦ κόσμου, εἶναι πολὺ πιθανὸ νὰ διανοίγει νέους διαύλους κατανόησης τοῦ παρόντος, καὶ ἄρα τοῦ παρελθόντος, νὰ καλλιεργεῖ διαφοροτρόπως τὴν εὐαισθησία, νὰ ἐπηρεάζει τὴ νοοτροπία, νὰ ὀξύνει τὴν κριτικὴ ματιά. Οὶ προσλαμβάνουσες παραστάσεις εἶναι άλλου ποιοῦ,  ἡ δὲ ἔνταση μεταξὺ τοπικῆς πραγματικότητας καὶ μνήμης γεννάει νέες ἰδέες καὶ συναισθήσεις. Μπορεῖ ὅμως καὶ νὰ βαλτώσει μέσα στὶς νοσταλγίες, νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸ διαφορετικό, νὰ κόψει κάθε διάλογο. Ὁρισμένα ἔργα ξενητεμένων γίνονται ἐπιτυχίες στὸ ἐξωτερικό, διότι ἀνασταίνουν ἐξωτικά παραμύθια ποὺ θέλγουν τοὺς ξένους παραθεριστές, ὅπως τὰ κατὰ τόπους φολκλόρ. Δύσκολα ὅμως θὰ μποροῦσε νὰ τὰ κατατάξει κανεὶς στὸ πνευματικὸ σύμπαν τῆς Λογοτεχνίας. Δὲ εἶναι τυχαίο ὅτι τὰ ἔργα ποὺ θεωροῦμε σημαδιακὰ στὰ γράμματά μας ἐλάχιστη ἀπήχηση ἔχουν ἔξω.
Ἱστορικῶς, ἡ διασπορὰ φέρνει στὸ νοῦ αὐτάρκη πνευματικὰ κέντρα. Ἠ τέχνη καὶ ἡ σκέψη ἀπευθύνονται σὲ τοπικοὺς ἀποδέκτες. Δὲν ὑπάρχουν αὐτεξούσια πνευματικὰ κέντρα χωρὶς διάλεκτο, χωρὶς ἰδιάζουσα γλώσσα σὲ ἀντίστιξη πρὸς τὴν ὲπίσημη γλωσσικὴ ἔκφραση. Ἕνας σπουδαῖος ἰταλὸς πεζογράφος τῶν ἀρχῶν τοῦ 20ου αἰώνα ποὺ ζοῦσε στὴν Τεργέστη τῆς Αὺστρουγγαρίας ὁμολογεῖ ὅτι ὑπάρχει μεγάλο ψέμμα νὰ γράφεις στὴν κλασσικὴ γλώσσα τῆς Τοσκάνης καὶ ὄχι στὸ τοπικό σου ἰδίωμα. Αὐτό δὲν τὸν ἐμπόδισε βεβαίως νὰ λάβει περίοπτη θέση στὴν ἱστορία τῆς Ἰταλικῆς λογοτεχνίας. Πράγματι, σἐ τελευταία ἀνάλυση, μόνο τὸ κέντρο νομιμοποιεῖ.
Διασπορὰ εἶναι ἡ ἐνέργεια καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ διασκορπισμοῦ. Τὰ πάντα διασπείρονται: ἄνθρωποι, ἔμβιοι ὀργανισμοἰ καὶ φυσικὰ στοιχεῖα.  Ὁ διασκορπισμός προϋποθέτει ἕνα κέντρο, μιὰ φύτρα,  ἕναν κορμό. Ὁ ὅρος «διασπορὰ» ἀναφέρεται κατ’ἐξοχὴν στὸ ἱστορικὸ φαινόμενο τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους καὶ τῆς μοναδικῆς ἀντοχῆς του ἔναντι τῆς ἀφομοίωσης. Ἐδῶ ἡ διασπορὰ εἶναι τὸ ὰποτέλεσμα δίωξης. Πρόκειται γιὰ τὸ πρῶτο φαινόμενο καταναγκαστικῆς μεταφορᾶς πληθυσμῶν ποὺ χρονολογεῖται ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ναβουχοδονόσορα.
Ἀντιθέτως, ὁ ἑλληνικὸς διασκορπισμὸς ἔχει χαρακτήρα θεληματικό. Οἱ Ἕλληνες διανοίγονταν μὲ τὶς ἀποικίες, ἀφομοίωναν, καὶ κυρίως ἐξελλήνιζαν. Μόνο καταχρηστικῶς ἔχει νόημα ἡ ἔννοια τῆς ἑλληνικῆς διασποράς. Καὶ γι’αὐτὸ ἄλλωστε ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὸν ὅρο Ἀπόδημος Ἑλληνισμός. Χρακατηριστικὸ γνώρισμα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, πρὶν καὶ μετὰ τὸν Ἀλέξανδρο, ἦταν ἡ δημιουργία πόλεων μὲ Πρόεδρο καὶ Γραμματέα, ὅπως ἀποδεικνύουν οἱ ἑλληνικὲς ἐπιγραφὲς ποὺ βγαίνουν ἀκατάπαυστα στὸ φῶς σὲ διάφορους τόπους τῆς Μεσογείακῆς Λεκάνης. Ἀπὸ τὶς πόλεις, ξεπήδησαν τὰ μεγάλα πνευματικὰ κέντρα τῆς Ἰωνίας, τῆς Κάτω Ἰταλίας καὶ Σικελίας, τῶν Δωδεκανήσων, τῆς  Β. Αφρικής.
Κατὰ τὶς μακραίωνες δουλεῖες τοῦ Ἑλληνισμού, ἀπὸ τὴ Ρωμαϊκὴ ἕως τὴν ὀθωμανική, ἐκτὸς μηδαμινῶν ἐξαιρέσεων, ὅλοι ἔγραψαν ἑλληνικά. Μὲ τὴν ἑλληνικὴ ἐπιβίωσαν τὰ ἑλληνικὰ κέντρα, ἀλλάζοντας μορφή, ἀναλόγως τοῦ ἱστορικοῦ περιβάλλοντος. Ἀθήνα καὶ Ἀθναΐδες πόλεις ἀπετέλεσαν ἐπὶ αἰῶνες τοὺς πνευματικοὺς μαγνῆτες τοῦ τότε κόσμου.  Ἕνα ἀπὸ τὰ σπουδαία ζητήματα τῶν ἑλληνόφωνων συγγραφέων τῆς ρωμαϊκῆς ἐπικράτειας, ποὺ παραμένει παραδόξως ἐπίκαιρο, διότι εἴμαστε Ἕλληνες τῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης,  εἶναι πῶς συμβιβάζεται ὁ ἐθνικὸς ἢ τοπικὸς πατριωτισμὸς μὲ τὴν ἰδιότητα τοῦ ρωμαίου πολίτη. Μπορεῖ νὰ εἶσαι ρωμαῖος πολίτης καὶ ταυτοχρόνως νὰ καλλιεργεῖς τὴν ἐθνική σου ταυτότητα; Καὶ ἐθνική ταυτότητα πρωτίστως εἶναι ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα. Ὅπου χάνεται ἡ γλώσσα, χάνεται ἡ ταυτότητα.  Ἀντιθέτως, τὸ Ἑβραϊκὸ πνεῦμα μπορεῖ νὰ ἐπιβιώνει ἀνεξαρτήτως γλωσσικῆς ἔκφρασης. Οἱ Ἑβραίοι υἱοθέτησαν ξένες γλῶσσες, χωρὶς νὰ ἀπωλέσουν τὸ Ἑβραϊκὸ πνεῦμα τῆς προφητείας και τοῦ Μεσσιανισμοῦ.
Κατὰ πόσον ὅμως εἶναι Ἕλληνας ὁ ἐπιστήμων ποὺ διαπρέπει στὸ ἐξωτερικὸ ἢ οἱ ἑλληνικής καταγωγῆς φιλόσοφοι ποὺ ἔγραψαν σὲ ξένες γλῶσσες; Ὁ Ἑλληνισμὸς ἦταν ἀνέκαθεν γλωσσοκεντρικός. Ἡ ἑλληνικὴ ἔκφραση ὑπερισχύει τῆς καταγωγῆς. Οἱ ἀποικίες σέβονταν τὴν καταγωγή τους χωρὶς νὰ δεσμεύονται ἀπ’ αὐτήν. Δημιουργοῦσαν νέα ἤθη, νέους τρόπους κοινωνικοῦ βίου, δική τους ἔκφραση. Κάθε νέο κέντρο τελεῖ ὑπὸ ἔνταση μεταξὺ κεντρικοῦ κορμοῦ καὶ παρακλάδων.  Τελικῶς, τὰ παρακλάδια ὑποτάσσονται στὸν κορμό. Κάθε πρώιμο πολιτιστικό στάδιο εἶναι φυγόκεντρο, ἐνῶ κάθε ἰσχυρὴ ἐθνικὴ σύμπηξη κεντρομόλος καὶ ἀπορροφητική. Τὸ ἀττικὸν ἰδεῶδες θὰ ἀπορροφήσει ὲπὶ αὶῶνες τὶς πολλὲς διαλέκτους τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Το ορθόδοξο φρόνημα θα καταστεί ο μονόδρομος της πνευματικής ταυτότητας. Ο Καβάφης εἶναι οπωσδήποτε το τελευταίο παράδειγμα τῆς διαφορᾶς ποὺ ἐνσωματώθηκε στὸν κεντρικὸ ἐθνικὸ κορμό, χωρὶς νὰ χάσει ὅμως τίποτε ἀπὸ τὴν ὀξύτητα τῆς διαφορᾶς. Ποιὸς Κύπριος γράφει πλέον στὴ διάλεκτό του, ἔστω κι ἂν δὲν ἔπαψε νὰ μιλάει κυπριακά;
Διασπορὰ σήμαινε λοιπὸν αὺτὴ τὴν ὶδιάζουσα διαλεκτικὴ σχέση μεταξὺ κἐντρου καὶ παρακλάδων στὸ ἐσωτερικὸ ἑνὸς μακραίωνου γλωσσικοῦ σύμπαντος. Ἡ συνείδηση τοῦ ἐλληνικοῦ λόγου εἶναι ὁ μέγας πυρήνας. Ἐξ αὐτοῦ τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔργα. Τελευταία μεταμόρφωση τοῦ ἑλληνικοῦ λόγου στάθηκε ἡ ὀρθόδοξη θεολογία. Ἀλλὰ καὶ ἡ δημιουργία τοῦ νέου ἑλληνικοῦ κράτους θὰ προκύψει ἀπό τὶς μεγἀλες διαφωτιστικὲς μάχες ποὺ ἔδωσαν στὸ πεδίο τῆς παράδοσης οἱ ἑλληνικὲς κοινοτήτες, Δυτικῆς καὶ Ἀνατολικῆς Εὐρώπης. Κάθε νέα σύνθεση στὴ μακρά ελληνικὴ διάρκεια ἔχει ὡς ἄξονα τὸν Ἑλληνικό λόγο. 
Προσοχή ὅμως : Ἑλληνικός λόγος δεν πάει να πεῖ ἀπλῶς ἑλληνοκεντρισμὸς καὶ ὶδεολογικὲς συνέχειες. Οὐσία του εἶναι ἡ μόνιμη καὶ πολλαπλὴ ἀναρώτηση πάνω στὸν άνθρωπο μέσα στὸν κόσμο. Οἱ πνευματικὲς συνθέσεις του. Γι’αὐτὸ καὶ ὑπάρχουν πολλοὶ καὶ διάφοροι κληρονόμοι. Καταστατικὸ στοιχείο τοῦ Ελληνικοῦ λόγου εἶναι ὁ ἀμφίδρομος ἐξελληνισμός. Δηλαδή, ὁ ἀκατάπαυστος διάλογος μεταξὺ τοῦ μέσα καὶ τοῦ ἔξω. Ἐξελληνίζω σημαίνει χτυπιέμαι μὲ τὸ ξένο καὶ ἀλλότριο, τὸ ἀφομοιώνω καὶ τοῦ δίδω νέα μορφή.  Αὐτὴ ἡ ἐνέργεια ποὺ βρίσκεται πλέον σὲ κατάσταση ἀδράνειας, συνιστοῦσε τὸ βαθύτερο ἑλληνικὸ ἦθος. Δὲν ἔχει νὰ κάνει τίποτε μὲ τοὺς ἐθνικισμούς, ἔστω κι ἄν οἱ ἐθνικιστικὲς ἐξάρσεις παρέχουν ἀφορμὴ ἐπαναπροσδιορισμοῦ τῶν κατευθύνσεων τοῦ παρόντος. Διότι εἶναι παράλογο νὰ ὑφίστανται μὲν τὰ ἐθνικὰ κράτη, νὰ ἀπαξιώνονται ὅμως βιαστικὰ οἱ καταστατικές τους ἀρχές. Χωρὶς πνευματική σύγκρουση, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εὐοδωθεῖ καμμία ἀπὸ τὶς ἀναγκαῖες καὶ ἀπαραίτητες ἀναθεωρήσεις τῶν ἀρχῶν ποὺ τὰ διέπουν;
Μὲ τὴν ἐθνικὴ συρρίκνωση, ἀπὸ τὸ ’22 καὶ μετά, ἐξαφανίζονται τὰ παρακλάδια. Ὁ Ἑλληνισμὸς παύει νὰ δημιουργεῖ πνευματικά κέντρα, παύει νὰ ἐξελληνίζει. Εἶναι μᾶλλον παθητικὸς ἀποδέκτης  παρὰ πομπός. Σήμερα, ἡ ἑλληνικὴ διασπορὰ ταυτίζεται πλέον μὲ τὴν ὕπαρξη κοινοτήτων μὲ ὀρθόδοξη ἐκκλησία καὶ ἐλληνικὸ σχολεῖο, οἱ  ὁποῖες προσπαθοῦν νὰ συντηρήσουν στατικὲς μορφὲς ἑλληνικότητας.  Ὁ ἀπόδημος Ἑλληνισμὸς περιορίζεται στὴ διατήρηση οἰκογενειακῶν δεσμῶν μὲ ἕνα ἀπόμακρο κέντρο, ἐμμένοντας στὴν ἰδέα τῆς καταγωγῆς. Ἀντιθέτως, ἡ ἰδέα τῆς διασπορᾶς ἔχει ἐνεργητικὸ καὶ πολυδύναμο χαρακτήρα. Εἶναι συνεπῶς ἄτοπο, κατἀ τὴ γνώμη μου, νὰ γίνεται λόγος γιὰ πνευματικὴ δημιουργία τῆς ἑλληνικῆς διασπορᾶς. Ἔχουμε ξενητεμένους συγγραφεῖς, δὲν ἔχουμε λογοτεχνία τῆς Διασπορᾶς.
Διανύουμε ένα πολιτιστικό στάδιο ἀποκλειστικὰ μεταφραστικό. Μεταφράζω πάει νὰ πεῖ εἰσάγω τὸ διαφορετικὸ στὴ γλώσσα μου. Ἡ εἰσαγωγὴ δὲν εἶναι ανώδυνη, εἶναι ὅμως ἀναγκαία γιὰ τὴν ἴδια τὴ ζωὴ τοῦ Λόγου, διότι μόνον ἔτσι συνειδητοποιεῖται τί μένει ζωντανὸ καὶ τί ἔχει πεθάνει, τι όντως διαρκεῖ καὶ τί εἶναι πρόσκαιρο καὶ ἐπιφανειακό. Ἀλλὰ ἡ μετάφραση χωρὶς τὸν ἐξελληνισμὸ, μὲ τὴν ἔννοια ποὺ διατυπώθηκε προηγουμένως, δηλαδὴ χωρὶς τὴν πνευματικὴ μάχη μεταξὺ νέου καὶ παλαιοῦ, μεταξὺ ἐγχώριου καὶ  εὶσαγόμενου, εἶναι πολὺ πιθανὸ νὰ ὁδηγήσει σὲ κατάσταση νηπιότητας, ὅπως γίνεται δυσάρεστα αἰσθητὸ στὶς χίλιες δυὸ καλλιτεχνικὲς παραγωγὲς οἱ ὁποῖες βασίζονται μὲν σὲ προωθημένους προβληματισμούς, ἀδυνατοῦν ὅμως νὰ σκεφθοῦν τὸ ἀντικείμενό τους. Πρόχειρο παράδειγμα ἡ λέξη «ὑβριδικό». Πρόκειται γιὰ ἕναν νεώτερο ἐπιστημονικὸ ὅρο,  ἀντιδάνειο ἐκ δανείου τῆς λατινικῆς ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἑλληνική, ποὺ εἶχε περάσει στὴ γλώσσα μας ὡς βρισιά, ἐκ τοῦ ὕβρις. Ἡ τεχνολογία, μὲ τὴ διαφήμιση, μετέτρεψαν τὴν ἀρνητικἠ σημασία τῆς λέξης σὲ θετική.
Γιὰ πρώτη φορὰ στὴν Ιστορία μας, ὁ Ἑλληνικὸς λόγος ἔχει παύσει πλέον νὰ ἀφομοιώνει δημιουργικά καὶ νὰ παράγει τρόπους ζωῆς καὶ σκέψης. Τὰ πάντα τελοῦν σὲ ἐκκρεμότητα κάτω ἀπὸ τὴν πρωτοφανῆ πολιτιστικὴ λαίλαπα τοῦ καιροῦ μας. Παίρνουμε ἀδιακρίτως, χωρὶς νὰ εἴμαστε σὲ θέση νὰ δώσουμε. Κολλᾶμε ἀταββιστικὰ στὰ παραδεδομένα, ἐνῶ νοιώθουμε πὼς δὲν μᾶς καλύπτουν πιά. Ἀπό τὴν ἄποψη αὐτή, τὸ σημαντικότερο πνευματικὸ γεγονὸς τῶν μεταπολιτευτικῶν χρόνων ἦταν ἡ μεταφορὰ τοῦ εὐρωπαϊκοῦ κεκτημένου στὴ γλώσσα μας.  Δὲν συνειδητοποιείται εὔκολα ἠ ριζικὴ ἀλλαγὴ ποὺ ἐπήλθε στὸ δημόσιο λόγο ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ ’90 καὶ μετά. Ὅλοι οἱ σύγχρονοι προβληματισμοὶ, πολιτειακοῦ, κοινωνικοῦ, πολιτικοῦ, οἰκονομικοῦ καὶ πολιτιστικού περιεχομένου ποὺ συγκροτοῦν τὴ σύγχρονη συνείδηση ἔχουν εἰσαχθεῖ ἀπὸ τὶς ὁδηγίες τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἐπιτροπῆς, στὶς ὁποῖες κωδικοποιοῦνται οἱ πολλαπλές ἐπεξεργασίες τοῦ δυτικοῦ πνεύματος.  Καὶ δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη ψευδαπάτη ἀπὸ τὸ νὰ ἐπιζητεῖς μιὰν ἄλλη, προενωσιακὴ Ἑλλάδα.
Το φαινόμενο τῆς μεταφραστικῆς συσσώρευσης ποὺ θυμίζει κάπως τὴν πρωταρχική συσσώρευση κεφαλαίου, εἶναι ἄδηλο ἄν θα ὁδηγήσει σἐ νέα ἑλληνικὴ σύνθεση ἢ θὰ θάψει γιὰ πάντα τὸν Ἑλληνικό λόγο. Τὸ γεγονός ὅτι βρεθήκαμε ἐν μιᾶ νυκτὶ στοὺς κόλπους τῆς ΕΕ χωρὶς καμμία σοβαρὴ προετοιμασία, ἐξηγεῖ, κατά τὴ γνώμη μου, ὅλα τὰ ντράβαλα τῆς τελευταίας δεκαετίας. Πάντως, ἡ ἐμμονή σὲ παγιωμένους τρόπους ἔκφρασης καὶ προβληματισμοῦ δὲν βοηθάει οὔτε τὴν πολύπτυχη παράδοση, ὁρατὴ καὶ κρύφια,  οὔτε τὸ παρόν μας. Καὶ τὸ παρὸν ἀναρωτιέται ἐναγωνίως : γιατὶ ὑπάρχει ἀκόμη Ελλάδα;
Ἐδῶ νομίζω θὰ πρέπει νὰ ἐγκύψουν καὶ οἱ ἀπόδημοι καὶ οἱ ἐγχώριοι  συγγραφεῖς. Νὰ κατανοήσουν τί σημαίνει ἐπαφὴ μὲ τὸν δικτυωμένο κόσμο ποὺ σχηματίζεται στὸν ὁρίζοντα τῆς οἰκουμενικῆς τεχνολογίας. Νὰ ἀναρωτηθοῦν πάνω στὶς ἀνέκδοτες σχέσεις ποὺ διασχηματίζονται μεταξὺ συλλογικότητας καὶ ἀτομικότητας, ἀτόμου καὶ φύσεως, ἀνάπτυξης καὶ καθημερινοῦ βίου. Ἡ Ἑλλάδα δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ὑποβάλει ἀξιόλογες προτάσεις σὲ ἕναν κόσμο ποὺ μεταβάλλεται ἄρδην, διότι δὲν ἔχει μετάσχει στὴ διαμόρφωσή του. Εἶναι σὲ θέση ὅμως νὰ ἀνταποκριθεῖ βιωματικά, προβάλλοντας ἐρωτήματα ποὺ ἀπορρέουν ἀκριβῶς ἀπό τὴ συνείδηση τοῦ Ἑλληνικοῦ λόγου. Ἂν ἔχει ἀξία ἡ ποίηση καὶ ἡ λογοτεχνία εἶναι ἀκριβῶς γιὰ τὰ ἐρωτήματα ποὺ θρέφει σὲ πλήρη ἐπίγνωση τοῦ ὁμοίου καὶ τοῦ διαφορετικοῦ. Τὰ ὑπόλοιπα ἀποτελοῦν πολιτιστικὴ κατανάλωση ἄνευ σημασίας. 
Ἐν κατακλεῖδι, ἡ συζήτηση γύρω ἀπὸ τὸ ζήτημα τῆς ἐλληνικῆς διασπορᾶς θέτει τὸ κρισιμώτατο ἐρώτημα τί σημαίνει Ἕλληνας σήμερα. Εἶναι πιστεύω τὸ θεμελιῶδες ζήτημα τοῦ καιρού μας, ὑπερβαίνει τοὺς γνωστοὺς προσδιορισμοὺς καὶ τὰ χωριστικὰ ἰδεολογήματα ἄλλων ἐποχῶν. Ὑπάρχει ἄραγες ἀποχρῶν λόγος νὰ μιλᾶμε καὶ νὰ γράφουμε ἑλληνικὰ ἢ μήπως καὶ δὲν εἶναι παρὰ ἕνα ἐπιχείρημα τουριστικῆς ἀναπτύξεως τοῦ τόπου ὡς τουριστικοῦ προορισμοῦ;
Ο Αντώνης Ζέρβας είναι συγγραφέας

Δεν υπάρχουν σχόλια: