22/4/18

Καθρέφτες για πρίγκιπες


ΤΗΣ ΠΟΛΥΣ ΧΑΤΖΗΜΑΝΩΛΑΚΗ

ΙΣΜΗΝΗ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ, Στους δρόμους. Ως εις ουδεμίαν πολιτείαν ανήκοντες, εκδόσεις το Ροδακιό, σελ. 302      

«Καθρέφτες για πρίγκιπες» επεκράτησε να λέγεται ένα λογοτεχνικό είδος με την ευρύτατη έννοια, που περιλαμβάνει κείμενα από την «Κύρου Παιδεία» του Ξενοφώντα στην αρχαιότητα, το περίφημο «Εις τον ίδιον υιόν Ρωμανόν» του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου των Βυζαντινών και εκτείνεται σε εποχές όπως ο Μεσαίωνας και η Αναγέννηση στην Ευρώπη. Εκεί βεβαίως εντάσσεται και «ο Πρίγκιπας» του Μακιαβέλι αλλά και γραπτά εκτός ευρωπαϊκής παράδοσης, από το Ισλάμ, τις Ινδίες και την Άπω Ανατολή. Η λόγια παράδοση σε οικουμενική κλίμακα δηλαδή, συνθέτει υπό μορφήν ενός βιβλίου, ή ενός εγχειριδίου, την γνώση που απαιτείται για την εκπαίδευση του μελλοντικού ηγεμόνα. Η επιτομή της επικαιρότητας, της στρατηγικής, της σοφίας μιας συγκεκριμένης εποχής αποδίδονται κατά την κρίση του γράφοντος για μελλοντική χρήση του ευγενούς διαδόχου.
Πλήθος βιβλίων έχουν γραφτεί σε όλες τις γλώσσες σε αυτή την κατηγορία. Παρά το ότι φαίνεται υπερβολικό, τηρουμένων των αναλογιών θα μπορούσε κανείς να διακρίνει τις ρίζες μιας τέτοιας πρόθεσης και σε σύγχρονες έως μοντερνιστικές μυθοπλαστικές εκδοχές όπως για παράδειγμα «Το βιβλίο του Μανουέλ» του Χούλιο Κορτάσαρ που στην Αμερικανική του έκδοση άλλωστε είχε μεταφραστεί ως «Εγχειρίδιο του Μανουέλ». Εκεί, μια ομάδα Λατινοαμερικάνων εμιγκρέ στο Παρίσι κατασκευάζουν –γράφουν συλλογικά− ένα βιβλίο για το μικρότερο γιο ενός ζευγαριού της ομάδας. Ένα βιβλίο οδηγός για τον κόσμο, όπου θησαυρίζεται το αποτύπωμα της εποχής με αποκόμματα εφημερίδων λατινοαμερικάνικων και γαλλικών, μέσα από ένα πλήθος σκέψεων, στοχασμών και σχεδίων δράσης για την επανάσταση, για ένα καλύτερο κόσμο.

Εκεί θα ήθελα να εντάξω και το τελευταίο μυθιστόρημα της Ισμήνης Καρυωτάκη, «Στους δρόμους, ως εις ουδεμίαν πολιτείαν ανήκοντες». Ένα βιβλίο που ισορροπώντας ανάμεσα στο αυτοβιογραφικό τεκμήριο, τη μυθοπλασία, την ερωτική ιστορία, το χρονικό μιας εποχής, επιχειρεί να αναφερθεί στην ιστορία της εξορίας και της σχέσης δυο ανθρώπων την εποχή της δικτατορίας. Η ηρωίδα, η Δεσμίνας, που το όνομά της έχει πολλά κοινά με το όνομα της συγγραφέως και ο Σείριος, ίσως ψευδώνυμο παρανομίας του συντρόφου της Κώστα Καρυωτάκη, ενός από τους συλληφθέντες από την ομάδα του Ρήγα Φεραίου κατά τα πρώτα χρόνια της δικτατορίας και που λόγω ανηκέστου βλάβης στην καρδιά, είχε βγει για ένα χρόνο με αναστολή. Η Δεσμίνα και ο Σείριος γνωρίστηκαν και συνδέθηκαν εκείνο το χρόνο και παράτολμα, χάρις στη βοήθεια του παράνομου μηχανισμού της οργάνωσης και των συντρόφων τους, καταφεύγουν στο Παρίσι. Εξιστορείται το χρονικό της γνωριμίας τους, της δραπέτευσης από την Ελλάδα, της εξορίας τους αλλά και της σχέσης τους με άλλους εμιγκρέδες από την Ελλάδα και αλλού αλλά και Γάλλους που δοκιμάζουν τη γεύση της «Επανάστασης», του pain au chocolat και του έρωτα. Ένας κόσμος τόσο παρόμοιος με τον παρισινό κόσμο του Κορτάσαρ, που αυτό σχεδόν υπογραμμίζεται στο οπισθόφυλλο: «Τι κοινό μπορεί να έχουν άραγε μεταξύ τους, μια κοσμογυρισμένη Λατινοαμερικάνα, αυτοεξόριστη πολίτης της οικουμενικής πραγματικότητας, ένας Γάλλος ουτοπιστής με σπινθηροβόλο βλέμμα, ένθερμος οπαδός του σιτουασιονισμού, και μια ατίθαση Ελληνίδα, αμετανόητη αντάρτισσα της σαγήνης;» αναρωτήθηκαν η Δεσμίνα και ο Σείριος, και καθώς απέκλεισαν οποιαδήποτε άλλη εκδοχή – συμφώνησαν στο γεγονός πως χρημάτισαν – και οι τρεις ένοικοι και γείτονές τους στο αριστερό δωμάτιο του διαμερίσματος της Roi de Sicile».
Τι κοινό μπορεί να έχουν οι ήρωες του Κορτάσαρ, ο μικρός Μανουέλ του τίτλου στον οποίο απευθύνεται το προς συγγραφήν «βιβλίο» με τον Μανώλη Καρυωτάκη το γιό της Ισμήνης στον οποίο είναι αφιερωμένο άλλωστε το «Στους δρόμους»; Πού καθρεφτίζεται ο Μανόλο ο ταξιδευτής, ο ακροβάτης, ο Ολιβέιρα της Rayuela – του θρυλικού «το Κουτσό» που ένα απόσπασμά του η συγγραφέας χρησιμοποιεί ως προμετωπίδα στο δικό της έργο; Δηλωμένη οφειλή που προοικονομεί τις πιρουέτες των συντονισμών, των συμπτώσεων, των υποσυνείδητων πνευματικών ανταλλαγών. Κάπου σε ένα δωμάτιο στο Παρίσι ο σύνδεσμος από την Ελλάδα με τον Σείριο σχεδιάζουν το colpo grosso, την ύστατη αντιστασιακή πράξη με τον τρόπο που στο Κουτσό, βιβλίο που εκτυλίσσεται στην ίδια εποχή και στην ίδια πόλη, οι χαρακτήρες σχεδιάζουν απαγωγές διπλωματών. Αυτά θα μπορούσαν να συμβούν στο Παρίσι, στο Σαντιάγο, στην Αθήνα. Με τον ίδιο τρόπο έτσι θα μπορούσε να είχε συμβεί και η σύλληψη του Σείριου στην Αθήνα γράφει η Καρυωτάκη. Το όρια δεν διακρίνονται. Στην τελευταία αράδα του σύντομου βιογραφικού της, η Ισμήνη-Δεσμίνα μετά την τόσο σημαίνουσα καταγραφή ότι στα δέκα πρωτοκολύμπησε στα κρύα νερά του Βοϊδομάτη, δηλώνει ότι και ο γιος της (ο Μανώλης/Μανόλο) είναι ακροβάτης. Ο σκοινοβάτης των Αέρηδων της αφιέρωσης. Εκτός από τα καθρεφτίσματα στην θεματολογία του Κορτάσαρ, ίσως η φύση και τα τραύματα της εξορίας, η ατμόσφαιρα του Παρισιού να ωθούν τους ήρωες σε ανάλογες δράσεις και στάσεις, να νιώθουν τις ίδιες αγωνίες να βιώνουν τα ίδια τραύματα. Το χρονικό της ξενότητας τρόπον τινά μέσα από την εξιστόρηση του βίου και της πολιτείας των ηρώων. Τα χαρακτηριστικά της εξορίας, η στάση απέναντι στον τόπο και την διαπραγμάτευση των συμβάντων με μακροσκελείς επιστολές στην πατρίδα, μακροσκελείς σχεδόν αφηγήσεις που καταλήγουν σε μακροσκελείς περιγραφές του ξένου τόπου επιβεβαιώνοντας την ανοικειότητα του ξένου που πάντα περιγράφει σε αντίθεση με τον ντόπιο που αφηγείται.
Το παρατήρησε πρώτος ο Μπένγιαμιν και αυτό δηλώνει και η αυθεντική μεταφορά των διαλόγων στο βιβλίο που γράφονται στα γαλλικά. Βεβαίως είναι η νοσταλγία του ηχοχρώματος της συγκεκριμένης εποχής, αλλά όχι μόνο: η πιστή αναπαραγωγή δεν είναι αφήγηση είναι περιγραφή. Είναι η ξενότητα που την επιβάλλει και που παράγει επίσης ευρηματικές και καθηλωτικές προσεγγίσεις του τόπου. Τέτοια είναι για παράδειγμα η περιπλάνηση στις πόλεις με το βλέμμα του αρχιτέκτονα ποιητή που ξέρει να χαράζει για πρώτη φορά την γραμμή του ορίζοντα για τον ξένο. Το πρώτο τοπίο της πόλης που δεν θα ξανασχηματιστεί ποτέ – η έκπληξη που κάνει τον ορίζοντα να μην υποχωρεί, το κοντινό και το αλαργινό που αγκαλιάζονται και άλλες αριστουργηματικές εικόνες, όπως οι πλατείες που είναι σαν ανοιχτές επιστολές, οι τηλεφωνικοί θάλαμοι ως προσκυνητάρια… Μια πολεοδομική ανάγνωση στης εξορίας και του ανοίκειου που γίνεται εικαστική, λογοτεχνική, αριστουργηματική πάντως. Μοναδική πρωτότυπη και απολύτως βιωμένη. Από τις πιο υψίσυχνες πλευρές του βιβλίου η οποία κινδυνεύει να παραπέσει από την συναισθηματική φόρτιση και το βάρος της ιστορίας.
Σε αυτό το πλαίσιο πάλι και οι απανταχού αναφορές και οφειλές στο «Κουτσό», που σχεδόν σαν πλέγμα διατρέχουν την αφήγηση. Από το κοριτσάκι με το ροζ μπανιερό που στο κατάστρωμα του Εγνατία παίζει κουτσό, τα αποτσίγαρα που ρίχνει ο Σείριος ψηλά από το ξενοδοχείο στην Μπολώνια, ένα ένα να πέφτουν σε διαφορετικό τετραγωνάκι της πλατείας, όπως η πέτρα στα τετράγωνα του παιχνιδιού στο δρόμο, ο κουτσός που ακολουθεί τους ερωτευμένους φυγάδες στην Μπολόνια. Ανάμεσα σε όλα απολαυστικός παρά το ριψοκίνδυνο της συνθήκης που τον παρήγαγε και ο κώδικας με τον κλέφτη ποδηλάτων στο συνθηματικό τηλεφώνημα, το βιβλίο με τις πληροφορίες για τους Τουπαμάρος, οι τρόποι επιβίωσης των εμιγκρέδων με την κλοπή. Ένα βιβλίο πανδέκτης, ένα λεύκωμα πολύτροπο για την κουλτούρα και τις συνήθειες μιας εποχής με τόσες και τόσες αναφορές στις αναγνώσεις, στην λογοτεχνία, ένα εσωτερικό πορτρέτο συγκρότησης της συγγραφέως…
Τα ντοκουμέντα παρατίθενται στο τέλος. Η ιστορία είναι αληθινή. Και η μυθοπλασία είναι αληθινή. «Τα ντοκουμέντα απόδειχναν πως η μνήμη και οι επινοήσεις της έσμιγαν σαν από θαύμα με τα ίδια τα γεγονότα και μάλιστα χωρίς δισταγμούς και παλινδρομήσεις.» Κάποια στιγμή μάλιστα, μια κρίσιμη στιγμή οι ήρωες έχουν συναίσθηση ότι έχει αρχίσει να γράφεται η ιστορία τους.
Καθρέφτης για πρίγκιπες, καθρέφτης μεγεθυντικός μιας εποχής, καθρεφτισμός με το Κουτσό του Κορτάσαρ, φιλοσοφικό υπαρξιακό δοκίμιο για την εξορία, για την ταυτότητα, για τον έρωτα, για την ενανθρώπιση, πολεοδομικό ποίημα, μαρτυρία πολύτιμη για την ιστορία της δίκης του Ρήγα Φεραίου.

Η Πόλυ Χατζημανωλάκη είναι κριτικός λογοτεχνίας

Γιάννης Ψυχοπαίδης, Ο τοίχος, 1971, λάδι, μικτά υλικά, 90 x 100 εκ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: