22/4/18

Απέναντι στη χούντα της 21ης Απριλίου


Μια σχεδόν ξεχασμένη πράξη πολιτικής ανυπακοής

ΤΟΥ ΑΛΚΗ ΡΗΓΟΥ

ΣΑΜΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΑ, Η Εταιρεία Μελέτης Ελληνικών Προβλημάτων (ΕΜΕΠ) και η ιδιαίτερη Συμβολή της στον Αντιδικτατορικό Αγώνα ( 1970 – 1972) , Εκδόσεις Ασίνη και Ίδρυμα Ρόδη Ρούφου-Κανακάρη, σελ. 502

Στα περισσότερα επετειακά αφιερώματα για τις αντιστασιακές κινήσεις εναντίον της δικτατορίας του 1967, σπάνια γίνεται αναφορά στις πολιτιστικές και επώνυμα οργανωμένες αντιστασιακές δράσεις και την σημαντική τους. Σ’ αυτή την κατηγορία ιδιαίτερη αν και μισοξεχασμένη είναι η συμβολή της ΕΜΕΠ, που ήρθε να μας θυμίσει η πρόσφατη εργασία της κ. Σαμίου. Μια εργασία επιστημονικά άψογη, η οποία χρησιμοποιεί όλη την υπάρχουσα, ισχνή για το θέμα βιβλιογραφία –μόνο μια, αδημοσίευτη μάλιστα, διπλωματική εργασία αφορά το συγκεκριμένο θέμα− μέσα από αναφορές σε διάφορα έργα για την δικτατορία και κυρίως αδημοσίευτο αρχειακό υλικό, προσώπων από τον ηγετικό πυρήνα της ΕΜΕΠ, καθώς και έναν πλούτο προσωπικών μαρτυριών, οι οποίες επεκτείνονται και στις αναρίθμητες μα πάντα καίριες σημειώσεις. Το όλο εγχείρημα πραγματώθηκε μετά από πρόταση του Τ.Ε. Σκλαβενίτη, του Τομέα Νεοελληνικών Ερευνών του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (ΕΙΕ), με στόχο να τιμηθεί η μνήμη Γιάγκου Πεσμαζόγλου, οραματιστή και συντονιστή ίδρυσης του ΕΙΕ αλλά και της ΕΜΕΠ, της οποίας υπήρξε και ο εκλεγμένος Πρόεδρος, η οικογένεια του οποίου ενίσχυσε οικονομικά την όλη έρευνα, ενώ η έκδοση ενισχύθηκε με χορηγία της οικογένειας του αντιπροέδρου της ΕΜΕΠ Ρόδη Ρούφου-Κανακάρη και αφιερώνεται ευγενικά στη σύζυγο του Γ. Πεσμαζόγλου, Μιράντα.
Πρόκειται για μια εξονυχιστική και συστηματική καταγραφή, η οποία περιλαμβάνει την πορεία επιβολής της δικτατορίας και τις συνέπειές της σ’ όλους τους αρμούς του κοινωνικό-πολιτικού και κυρίως πολιτισμικού γίγνεσθαι, καθώς και τις διεργασίες στο χώρο των πνευματικών δημιουργών, τις σχέσεις της ΕΜΕΠ με παράλληλες πολιτιστικές επώνυμες αντιστασιακές κινήσεις, όπως εκείνη της ΕΚΙΝ, και την συμβολή της στο αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα, καθώς και του Καλλιτεχνικού Συλλόγου Νέων «Παναρμόνια», μετωπικής κίνησης του ΠΑΚ εσωτερικού, που σε αντίθεση με την αρνητική θέση του Ανδρέα Παπανδρέου για την ΕΜΕΠ, ο πρόεδρός της κι άλλο ένα μέλος της γράφτηκαν μέλη της ΕΜΕΠ, όπως και τρία μέλη της τελευταίας γράφτηκαν μέλη της «Παναρμόνια». Ιδιαίτερα σημαντικές είναι επίσης οι άγνωστες μέχρι σήμερα διεργασίες που οδήγησαν στην περίφημη δήλωση του Γιώργου Σεφέρη στις 28 Μαρτίου 1969 και η συμβολή σε αυτήν μελών της ΕΜΕΠ. Ευρύτερο πολιτικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά στις κρυφές επαφές που είχαν μέλη της με στελέχη της Δημοκρατικής Άμυνας, του ΠΑΚ και του Ανανεωτικού κομμουνιστικού χώρου, ανατρέποντας την διάχυτη σε αντιστασιακούς κύκλους του τότε άποψη ότι η ΕΜΕΠ αποτελούσε απλά μια αστική… «αντιπολιτευτική» κίνηση στην δικτατορία. Αντίθετα, όπως τονίζει η συγγραφέας «…η συνεργασία μεταξύ δεξιών κεντρώων, σοσιαλδημοκρατών και δημοκρατών αριστερών μέσα στην ΕΜΕΠ δεν ήταν τυχαία. Όλοι τους δέχτηκαν συνειδητά την πρό(σ)κληση αυτής της ευρείας υπερ-παραταξιακής συνεργασίας με τον καλυμμένο αλλά σαφή πολιτικό στόχο λίγες μόνο δεκαετίες μετά το τέλος του Εμφυλίου».

Βέβαια, το κύριο μέρος της ερευνητικής προσπάθειας, όπως είναι προφανές, εστιάζεται στην πορεία της ΕΜΕΠ, από τις διεργασίες που οδήγησαν στην σύστασή της –Νοέμβρης 1970− μέχρι την βίαιη διάλυσή της –Μάης 1970– τα πρακτικά των δικών που ακολούθησαν για την «νομότυπη» διάλυσή της και την εκτόπιση σε διάφορα απόμακρα χωρία μελών της. Στη διαδρομή αυτή κατατίθενται με εντυπωσιακή λεπτομέρεια: τα πρακτικά συνεδριάσεων του Δ.Σ. της, οι σκοποί της Εταιρείας, η επιλογή και το περιεχόμενο των 8 δημόσιων εκδηλώσεων που διοργάνωσε, των 5 εκδόσεων που τις ακολούθησαν, ακόμη και των οικονομικών της. Επίσης, η εργασία πλαισιώνεται από τον για πρώτη φορά εμφανιζόμενο πλήρη κατάλογο των μελών της ΕΜΕΠ, την τότε ιδιότητά τους, την ημερομηνία εγγραφής και τους προτείνοντες. Ο κατάλογος εμπλουτίζεται από την συγγραφέα με την διαδρομή των μελών στα χρόνια της μεταπολίτευσης μέχρι και σήμερα, όπως και των συνοδοιπόρων της ΕΜΕΠ.
Μέσα από όλο αυτό το υλικό που με ιδιαίτερο συστηματικό μόχθο συγκέντρωσε και κατέταξε η κ. Σαμίου, αναδεικνύεται η πολύπλευρη δράση αυτής της «βραχύβιας πνευματικής συλλογικότητας που προσπάθησε να αντιπαρατεθεί ειρηνικά μέσα από τον λόγο και τις ιδέες στην κατάλυση των δημοκρατικών θεσμών». Μια αντιπαράθεση πολιτιστικής –πολιτικής με την ευρύτερη έννοια του όρου– επώνυμης ανυπακοής προσώπων, τα οποία με πλήρη επίγνωση των συνεπειών που η στάση τους θα επέφερε, έδρασαν στον ελάχιστο δημόσιο χώρο που η δικτατορία επέτρεψε με την άρση της προληπτικής λογοκρισίας στα 1969, εξαντλώντας τα περιθώρια ανοχής της. Η δράση τους εντάσσεται σε μια ευρύτερη «προσπάθεια των πνευματικών ανθρώπων να σπάσουν την μέχρι τότε σιωπή τους», δημιουργώντας μια εντυπωσιακή πολιτιστική άνθιση, πρωτόγνωρης ελευθερίας, μιας αδιαμεσολάβητης Κοινωνίας Πολιτών, με απόγειο και καταλύτη της το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα, σε σύγκρουση με την κυρίαρχη καταχνιά, όπου όπως κατέγραφε σαρκαστικά ο Σεφέρης στο «Χφο Οκτ. ’68»: «Τα κανόνια της στρατοκρατίας μαράνανε τα πάντα εκτός από τον χαφιεδισμό»!
Είναι προφανές ότι δεν είναι δυνατή εδώ μια εξαντλητική παρουσίαση, πολύ περισσότερο μια κριτική του συγκεκριμένου βιβλίου –όπως η αναφορά μιας σειρά αχρείαστων επαναλήψεων από κεφάλαιο σε κεφάλαιο− πολύ περισσότερο όταν σ’ αυτό, υπάρχουν στοιχεία της δικής σου βιωμένης ιστορίας, καθώς και δικών σου προσώπων, όπως και μιας σειράς άλλων με τους οποίους βρέθηκες σε κοινούς αγώνες, προβληματισμούς, συν-κινήσεις, και μάλιστα σε περίοδο στρατοκρατικής δικτατορίας, διώξεων και έντονης αστυνομικής, και όχι μόνο, παρακολούθησης. Συνθήκες όχι απλά ανελευθερίας, αλλά απόλυτης αυθαιρεσίας, συλλήψεων με άγνωστες επιπτώσεις. Συνθήκες που δένουν τους ανθρώπους, ανεξάρτητα ηλικίας, με ακατάλυτους δεσμούς συναγωνιστικότητας. Το μόνο που θα θέλαμε να σημειώσουμε είναι ότι η όλη αυτή πολύμοχθη έρευνα εστιάζεται, όπως βέβαια αδρά απ’ αρχής τονίζεται, στο ρόλο του βασικού ηγετικού πυρήνα της ΕΜΕΠ, θα άξιζε πραγματικά μια παράλληλη προσέγγιση και των τρόπων που βίωναν όλη αυτή τη δράση, τα νεώτερα μέλη και οι συνοδοιπόροι της ΕΜΕΠ. Του τι σήμαινε π.χ. για έναν φοιτητή/τρια, η προσέλευση σε μια εκδήλωση της Εταιρείας, διασχίζοντας την κατάμεστη από αστυνομικούς στοά προς το Θέατρο «Άλφα», και τους υπεύθυνους ανά Σχολή μελών του Σπουδαστικού της Ασφάλειας, στην είσοδο του θεάτρου, να τους… προσμένουν για να καταγράψουν την παρουσία των ήδη γνωστών και να πάρουν την ταυτότητα των μη καταγεγραμμένων στα κιτάπια τους, όπου την επομένη όφειλαν να προσέλθουν στην Ασφάλεια για τα περαιτέρω... Μια μοναδική αναφορά στο γεγονός αυτό καταθέτει ο Στέφανος Ληναίος, στη μαρτυρία του στη δίκη του Εφετείου για την διάλυση της ΕΜΕΠ.
Οι μικρές αυτές κριτικές παρατηρήσεις είναι προφανές ότι καθ’ όλου δεν στερούν την σημαντική του όλου ερευνητικού εγχειρήματος που αποτελεί σημαντική συμβολή στην ζώσα ιστορία για τους παλιότερους, στην ιστορική κατανόηση για τους νεώτερους των συνθηκών ανελευθερίας κι αυθαιρεσίας κάτω από τις οποίες η επώνυμη πολιτική ανυπακοή λειτουργούσε ως δημοκρατικό ισοδύναμο με ότι αυτό συνεπάγονταν κατά την διάρκεια της μεγαλύτερης δικτατορικής εκτροπής που πέρασε ο κοινωνικός μας σχηματισμός και η οποία βάσταξε 7 χρόνια 3μήνες και 3 ακόμη μέρες.

Γιάννης Βαλαβανίδης, Χωρίς τίτλο, 1973, τέμπερα σε χαρτί, 37 x 40 εκ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: