28/1/18

Ηγεμονία

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΕΡΤΙΚΑ

PERRY ANDERSON, Η λέξη από «Η». Η περιπέτεια της ηγεμονίας. Μτφρ.: Γιώργος Καράμπελας, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, σελ. 248

Ο Πέρρυ Άντερσον είναι ένας από τους μείζονες εν ζωή μαρξιστές ιστορικούς και πολιτικούς συγγραφείς, με αναγνωρισμένο έργο. Η ελληνική βιβλιογραφία εμπλουτίστηκε μ’ έργα του από τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, οπότε μεταφράστηκαν τα συγγράμματά του Από την αρχαιότητα στον φεουδαρχισμό, το Απολυταρχικό κράτος και ο Δυτικός μαρξισμός. Δύο σχετικά πρόσφατες εκδόσεις είναι, μεταξύ άλλων, εκείνες για το τέλος της ιστορίας και για το κυπριακό ζήτημα.
Θα ήταν όμως σφάλμα να περιορίσουμε τον Πέρρυ Άντερσον σε μια ακαδημαϊκή φιγούρα. Κι αυτό γιατί μέσα από το αγγλόφωνο περιοδικό New left Review, του οποίου υπήρξε ιδρυτικό μέλος κι εκδότης για μια εικοσαετία, έδρασε πολιτικά, διεκδικώντας ηγεμονικό ρόλο στην τοπογραφία της Νέας Αριστεράς. Η τελευταία, με μεγάλη επιρροή στις δεκαετίες του εξήντα και του εβδομήντα, διαδραμάτισε, χωρίς υπερβολή, πρωταγωνιστικό ρόλο στις ανατροπές του πολιτιστικού πεδίου στον δυτικό κόσμο. Θα ξεφεύγαμε από το θέμα μας εάν προχωρούσαμε σε μια εξιστόρηση των αντιμαχιών, με αξιώσεις ηγεμονίας, στη νέα αριστερά, που επέδρασαν και στο εσωτερικό του New left Review με αποκορύφωμα τη διαμάχη του Άντερσον με τον Ε. Τόμσον.
Για να έλθουμε στο ζήτημα της ηγεμονίας, ας πούμε αρχικά ότι η ηγεμονία είναι μια ελληνική λέξη που, χάρη στο εξωτικό άρωμά της, προσέφερε στην πολιτική θεωρία ένα ακόμη όνομα έτοιμο να φορτιστεί με αντιφατικά περιεχόμενα. Αυτή η παράμετρος δεν γίνεται αντιληπτή από τον έλληνα αναγνώστη αφού είναι σε μεγάλο βαθμό εξοικειωμένος με την ίδια τη λέξη. Τηρουμένων των αναλογιών θα λέγαμε πως έχει την ίδια δυναμική με την εισαγωγή μιας λατινικής ονομασίας στην ελληνική γλώσσα. Για τον Άντερσον, όμως, έχει μια επιπλέον σημασία η οποία φανερώνεται ευθύς εξ αρχής στο παιγνιώδες του τίτλου: αφ’ ενός η περιπέτεια της έννοιας, καθώς παρακολουθεί τις περιπέτειες των ηγεμονικών ανταγωνισμών στη σφαίρα του πολιτικού. Αφ’ ετέρου, η περιπέτεια της εισαγωγής της έννοιας στον αγγλοσαξωνικό κόσμο και ειδικά στον χώρο της νέας αριστεράς, που  κυριολεκτικά οφείλεται στην ομάδα του περιοδικού New left Review και στον ίδιο τον Άντερσον. Γι’ αυτό και το συγκεκριμένο βιβλίο είναι αναπόσπαστο μέρος της προσωπικής περιπέτειας του συγγραφέα, μια κριτική άσκηση αυτογνωσίας.

Με μια αναδρομή στις αρχαιοελληνικές ηγεμονίες το σύγγραμμα μεταφέρεται στις μοντέρνες συνθήκες του δυτικού κόσμου. Εδώ αναλύεται η έννοια της ηγεμονίας όπως την εκλογικεύουν μείζονες ιδεολογικοί εκφραστές –γνωστές φιγούρες των εκάστοτε «δεξαμενών σκέψης»- από τον 19ο αιώνα και δώθε, τόσο κατά τη συγκρότηση εθνών-κρατών όσο και στις διακρατικές σχέσεις. Η περιγραφή αυτή φθάνει ίσαμε τη δημιουργία των αυτοκρατοριών (βρετανική τέτοια) και την είσοδο στο γεωπολιτικό στερέωμα του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ. Ο απεικονιστικός χάρτης θα ολοκληρωθεί με τις αναλύσεις για τη σχέση ηγεμονίας και κυριαρχίας στην Κίνα, στην Ιαπωνία και στην Ινδία. Με την ενσωμάτωση των τελευταίων χωρών σ’ ένα παγκόσμιο σύστημα, ο Άντερσον καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η φιλελεύθερη ηγεμονία έχει κατισχύσει σε πλανητικό επίπεδο.
 Θα μπορούσε, λοιπόν, να ισχυριστεί κανείς ότι ο Άντερσον, με πρόσχημα κάποιες περιστασιακές δηλώσεις του ονόματος ή δομικές αναλογίες (Κίνα και Ινδία), εξιστορεί τις πολιτικές «περιπέτειες» του μοντέρνου κόσμου, που έχουν σαν τέλος την κατίσχυση της φιλελεύθερης ηγεμονίας. Εν πάση περιπτώσει, το μείζον ζήτημα δεν είναι μια κριτική της τελολογίας, αλλά τί σημαίνει ή πώς προσδιορίζεται αυτή η φιλελεύθερη ηγεμονία. Κι ένα πρώτο ουσιαστικό βήμα είναι ο ορισμός της ηγεμονίας ως τέτοιας.
Με βάση τη διάχυτη στο βιβλίο φαινομενολογία του ονόματος θα λέγαμε πως η ηγεμονία εμφανίζεται σαν κίνηση ενός εκκρεμούς, τα δύο άκρα του οποίου είναι ο καταναγκασμός και η συναίνεση. Ό,τι τώρα δίνει την κίνηση στο εκκρεμές είναι η δύναμη ή ισχύς  των δρώντων. Η ισχύς της εκάστοτε ηγεμονίας (ή ηγεμονικού σχηματισμού) εκδηλώνεται σε μια σειρά συνδυασμών πολιτικού καταναγκασμού και συναίνεσης που προκύπτουν από τη στιγμιαία θέση του εκκρεμούς.
Ένας τέτοιας λογής περιγραφικός ορισμός φανερώνει το εύρος του ονόματος Ηγεμονία που, στις σύγχρονές μας συνθήκες, προσφέρεται για πολλαπλές χρήσεις ή συγκαλύπτει το γεγονός ότι πίσω απ’ αυτόν κρύβεται η πολιτική της ισχύος. Στην πραγματικότητα φανερώνει τη μισή αλήθεια, αφού τόσο ο καταναγκασμός μα και η συναίνεση, σε συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες, μπορούν κάλλιστα να εκληφθούν ως αδυναμία ή έλλειψη ισχύος. Ουσιαστικά, είτε με τη συναίνεση είτε με τον καταναγκασμό μια (κομματική) μερίδα αξιώνει ισχύ καθολικού νόμου για τα συμφέροντά της εις βάρος των υπολοίπων. Αυτό γίνεται φανερό εάν επικεντρωθούμε στη μήτρα του ονόματος, στην αρχαία Ελλάδα και στον Θουκυδίδη -ο οποίος περιγράφει με τον πιο καθαρό τρόπο τις ηγεμονίες εν γένει και την αθηναϊκή ηγεμονία ειδικότερα.
Στις αφετηριακές του σκέψεις για την αρχαία Ελλάδα, ο Άντερσον εξετάζει τις χρήσεις της ιστορίας απ’ όσους μελετητές προχώρησαν σε αναγωγές της δικής τους πραγματικότητας σ’ εκείνη της αρχαιότητας (όπως ο προσδιορισμός από βρετανούς της ηγεμονίας ως αυτοκρατορία). Σύμφωνα και με όσα ο ίδιος αποδέχεται η ηγεμονία έχει μια σειρά σημασιών που φτάνουν μέχρι την ταύτιση της ηγεμονίας με την αρχή.
Ωστόσο η έννοια της αρχής, χωρίς να ταυτίζεται με την ηγεμονία, αναφέρεται στην πηγή της εξουσίας: μον-αρχία, ολιγ-αρχία, κ.λπ. Η ηγεμονία είναι μία μορφή αρχής, η οποία σχετίζεται με τον ηγέτη. Και ηγέτης είναι αυτός στον οποίο αποδίδεται (στρατιωτική στην αρχαία Ελλάδα και όχι μόνο) ισχύς από έναν σχηματισμό πόλεων-κρατών με βάση ένα σχέδιο για το παρόν και το μέλλον. Προκειμένου για τις πόλεις-κράτη τα συνθετικά με το κράτος απαντούν στο ερώτημα ποιος ιδιοποιείται την αρχή, την (κρατική) εξουσία: αριστο-κρατία, δημο-κρατία. Στη συνάφεια μιας ηγεμονίας ο ηγέτης, δηλαδή η άρχουσα («κομματική») μερίδα, δεν περιορίζεται στο στρατιωτικό πεδίο, αλλά επιβάλλει την πολιτειακή εξουσία της αντίστοιχης μερίδας και στα υπόλοιπα μέλη της συμμαχίας.
Ο Θουκυδίδης έρχεται να μας υπενθυμίσει πως η επιβολή δια της βίας δεν έχει καμμία σχέση με τη μορφή του πολιτεύματος, όπως γίνεται φανερό στον «κακόφημο» διάλογο των Αθηναίων με τους Μηλίους, στον οποίο η (αθηναϊκή) ηγεμονία απογυμνώνεται ως πολιτική της πυγμής. Εάν κάποιος μιλώντας από θέση ισχύος μιλά ωμά για καταναγκασμό, ο αδύναμος από την πλευρά του επικαλείται τη συναίνεση –τον θεϊκό ή καθολικό νόμο-, κάτι που συμβαίνει και στην περίπτωση αδυναμίας (ή συγκάλυψης) του ηγεμόνα. Το τελευταίο γίνεται οφθαλμοφανές στον συναινετικό λόγο του Ισοκράτη, στον οποίο παραπέμπει ο Άντερσον, όταν η αθηναϊκή ηγεμονία έχει υποστεί μια σειρά από ήττες. Για τον Θουκυδίδη, μα και για τον Πλάτωνα, αυτή η αναγωγή των επιμέρους συμφερόντων σε καθολικό νόμο από την πλευρά ενός άρχοντα ή ηγεμόνα, ό,τι δηλαδή σήμερα αποκαλούμε ιδεολογία, είναι η ρίζα του εμφυλίου πολέμου, της στάσης. Ωστόσο η αναφορά σε συμφέροντα δεν γίνεται με οικονομικούς όρους, μια και η οικονομία είναι υποταγμένη στην πολιτική.
Και μ’ αυτές τις δύο παρατηρήσεις για την ιδεολογία και την οικονομία ερχόμαστε στη σύγχρονη χρήση του ονόματος και, φυσικά, στον Γκράμσι, από τον οποίο η ηγεμονία διαδόθηκε στη μαρξιστική σκέψη και βιβλιογραφία. Ο Άντερσον έχει αφιερώσει μια ειδική μελέτη για τις Αντινομίες του Γκράμσι και εδώ επανέρχεται για να επισημάνει τις ποικίλες ερμηνείες που προκύπτουν από τις αντιφατικές δηλώσεις του.  Ας μην ξεχνάμε ότι ο συμπατριώτης του Μακιαβέλλι επιστράτευσε αυτό το όνομα, το οποίο πρωτοχρησιμοποίησαν οι μπολσεβίκοι, σε μια στιγμή αδυναμίας. Έγκλειστος ο Γκράμσι στη φυλακή και με το σοσιαλιστικό κίνημα σε υποχώρηση στον δυτικό κόσμο αναρωτιέται για την ηγεμονία –την ηγεσία- της εργατικής τάξης στην κοινωνία των πολιτών ως προϋπόθεση για την κυριαρχία στην πολιτική σφαίρα, στο κράτος. Το κράτος και η σχέση κράτους και κοινωνίας των πολιτών είναι το ζήτημα το οποίο έθεσε ο Γκράμσι με την ηγεμονία, και  αυτή τη σχέση θα εξετάσουμε εν συντομία για να κατανοήσουμε τη φιλελεύθερη ηγεμονία.
Ο Γκράμσι χρησιμοποιεί στρατιωτικούς όρους –πόλεμος θέσεων κ.λπ.- για να προσδιορίσει τους κοινωνικούς αγώνες στη συνάφεια της κοινωνίας των πολιτών. Η τελευταία υποτίθεται ότι δεν είναι τίποτε άλλο από τα άτομα-ιδιώτες τα οποία εμφανίζονται σαν κάτι διαφορετικό από την πολιτική, μέσω της θρησκείας, της κουλτούρας κ.λπ. Για τον Μαρξ όμως η κοινωνία των πολιτών έχει και οικονομικό περιεχόμενο, ενώ οι τάξεις ως τέτοιες ορίζονται με τη θέση τους στην οικονομική παραγωγή. Σ’ αυτήν την προοπτική, η έμμεση εξουσία που ασκούν οι κοινωνικές τάξεις, παρουσιάζοντας μέσω της νομοθεσίας σαν καθολικά τα επιμέρους συμφέροντά τους, καθορίζει την ηγεμονία στο κράτος και δείχνει την ισχύ των δρώντων.
Σ’ αυτόν τον δυϊσμό του Γκράμσι άσκησαν μια εύλογη κριτική ο Αλτουσέρ και ο Πουλαντζάς, υποστηρίζοντας ότι υπάρχει μια αμοιβαία διείσδυση του κράτους και της κοινωνίας των πολιτών. Ωστόσο το ερώτημα που εδώ τίθεται είναι ποιος έχει την πρωτοκαθεδρία σ’ αυτήν τη σχέση: το πολιτικό (το κράτος) ή η κοινωνία των πολιτών; Η φιλελεύθερη απάντηση, που έγινε αποδεκτή από τους κύκλους της νέας αριστεράς και όχι μόνο, είναι η ηγεμονία της κοινωνίας των πολιτών.
Για τον σύγχρονο  φιλελευθερισμό υπόδειγμα αυτής της ηγεμονίας είναι οι ΗΠΑ. Εκεί η κοινωνία των πολιτών είχε ήδη διαμορφωθεί πριν από τον σχηματισμό του κράτους. Αυτό βέβαια είναι κάτι το εντελώς ξένο προς την (φιλελεύθερη) ευρωπαϊκή πραγματικότητα, όπου το κράτος προηγήθηκε ιστορικά από την διαμόρφωση της κοινωνίας των πολιτών. Έτσι, το όλο ζήτημα που τίθεται με βάση αυτές τις δύο επόψεις, η λεπτή ειδοποιός διαφορά τους, είναι εάν το κράτος πρέπει να ενισχύει την ατομική ελευθερία (τον ανταγωνισμό της ελευθερίας του πράττειν) ή εάν η ατομική ελευθερία πρέπει να ενισχύεται από το κράτος. Και στις δύο περιπτώσεις πάντως, καταλήγουμε στη συρρίκνωση του κράτους, στην απελευθέρωση της κοινωνίας από το κράτος, και σ’ ό,τι αποκαλούμε παγκοσμιοποίηση. Κοντολογίς, με την αποσάθρωση του κράτους, η φιλελεύθερη ηγεμονία γίνεται μια πανίσχυρη μορφή της φυσικής κατάστασης, του πολέμου όλων εναντίον όλων. Ο Λεβιάθαν (το κράτος) του Χομπς διασκορπίζεται από τον Βέεμωθ του Χομπς (από έναν παγκοσμιοποιημένο εμφύλιο πόλεμο).
Ο Άντερσον έχοντας επίγνωση όλων αυτών ασκεί κριτική στο πρόταγμα των συνοδοιπόρων του της νέας αριστεράς. Οι τελευταίοι με τις παρεμβάσεις στην κοινωνία των πολιτών ανέδειξαν σημαντικές πλευρές των κοινωνικών τάξεων και κινημάτων, κι έδωσαν τη βασική ώθηση στις πολιτιστικές σπουδές. Ωστόσο ό,τι πρέπει να γίνει σαφές είναι ότι η εμμονή στη σφαίρα της κοινωνίας των πολιτών αντί να είναι απάντηση έγινε σύμπτωμα· αφόπλισε την (πολιτιστική) αριστερά και δημιούργησε ένα πολιτικό χάσμα απ’ όπου αναδύθηκαν παλιές θεότητες έτοιμες να ξαναρχίσουν τη μάχη.

Γιάννης Ψυχοπαίδης, Αυτοπροσωπογραφία, 1991, λάδι σε χαρτόνι, 18 x 23, 5 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: