ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΡΣΗ, Το λουλούδι που ήθελε να πετάξει, Εικονογράφηση: Μάρια Μπαχά,
(παιδική) Εκδοτική, 2017
Η ονειρική
εικονογράφηση του ανά χείρας ελκυστικού, ήδη λόγω του σχήματος και του σκληρού
εξώφυλλου, παιδικού βιβλίου, μια εικονογράφηση αυτάρκης (πόσο όμορφες είναι οι
σελίδες με τα διαφορετικά είδη πουλιών και τις παραλλαγές στο θέμα τού τριαντάφυλλου)
όσο και διαλεκτική και, από καλλιτεχνικής απόψεως, υπερχειλίζουσα (με την
έννοια της, ευπρόσδεκτης εδώ, έλλειψης αυστηρότητας στον σχεδιασμό των
πλαισίων) και, άρα, απολύτως ταιριαστή με τον ρέοντα λόγο, συνοδοιπορεί με ένα
ποιητικό, με στοιχεία μαγικού παραμυθιού, κείμενο, το οποίο κάλλιστα θα
μπορούσε να αποτελεί τμήμα μιας συλλογής απευθυνόμενης σε ενηλίκους. Εξάλλου, η
τρυφερότητα και η λιτότητα, σε έναν ιδιότυπο, καθαρά ιδιοσυγκρασιακό συνδυασμό,
χαρακτηρίζουν, ούτως ή άλλως, την ποίηση της Μαρίας Κούρση, η οποία φαίνεται
ότι αποφάσισε να συμπεριλάβει στο κοινό της και τα παιδιά, χωρίς, ωστόσο, να
κάνει καμία παραχώρηση ούτε στην ποιότητα του λόγου και του ρυθμού ούτε στο
φιλοσοφικό βάθος τού μηνύματός της. Απλώς, το καινούργιο της ακροατήριο (διότι
η ποίηση πάντα και πρωτίστως ακούγεται) θα μπορέσει να εκτιμήσει το πρώτο
επίπεδο κατανόησης του ως άνω μηνύματος.
Όσο για την
πληροφορία που δίνεται στην σύνοψη του οπισθόφυλλου, ότι πρόκειται για μια
«συγκινητική ιστορία για παιδιά σε στίχους που θυμίζουν το δημοτικό μας
τραγούδι», θα έλεγα πως δίνει το έναυσμα ή την ευκαιρία στον ενήλικο να
ανακαλέσει και όσα άλλα τού θυμίζει η ίδια η ιστορία.
Το, κατορθωμένο
πλέον για τον άνθρωπο, όνειρο της πτήσης μεταφέρεται αλληγορικά σε ένα λουλούδι
για να δείξει αυτήν την φορά όχι την επιθυμητή μηχανική δυνατότητα αλλά την
αιωνίως φεύγουσα ουτοπία τής αλλαγής, η οποία, εδώ, χάριν τού παιδιού-αναγνώστη,
συμβιβάζεται με μία ευτυχή λύση πριν την τελευταία έξοδο (της οποίας ο νυγμός
επίσης αμβλύνεται): «Και το λουλούδι
γκρίζο πια/ πέταξε στον αέρα/ και το πουλί ολόλευκο/ με τα μικρά φτερά του/
έδωσε στο όνειρο ζωή/ και στη ζωή παρέα». Ίσως χρειαζόμαστε ορισμένες φορές
την πολύτιμη βοήθεια κάποιου για να πραγματοποιήσουμε τα όνειρα ή το όνειρό
μας, θα εξηγούσαμε στον μικρό βιβλιόφιλο.
Ο ενήλικος
αναγνώστης, πάντως, θα μπορούσε, με αφορμή την συγκεκριμένη ιστορία, να
ανακαλέσει ακόμη είτε το χαρακτηριστικό απόσπασμα από το μυθιστόρημα Η Δασκάλα
με τα χρυσά μάτια, τού Στράτη Μυριβήλη, όπου γίνεται λόγος για την
ανημπόρια των δέντρων να αποδεσμευτούν από τις ρίζες τους, είτε τους στίχους
εκείνους τού Γεωργίου Δροσίνη (μελοποιημένους, μάλιστα, από τον Γιάννη
Ζουγανέλη): «Από του πεύκου τον κορμό ξεκόλλησε μια φλούδα/ δεν έπεσε,
φτερούγισε κι έγινε πεταλούδα», είτε τους στίχους τής ίδιας τής Μαρίας Κούρση
από την συλλογή της Τα ψηλά δέντρα τής
γαλλικής επαρχίας: «Το ξημέρωμα ανθάκια/ Στολίζουν πνιγμένα/ Τη θάλασσα».
Τουλάχιστον, το τριαντάφυλλο της παρούσας ιστορίας αξιώθηκε πρώτα ένα ταξίδι
ψηλά στον ουρανό…
Φώτης
Μαστιχιάδης, Νίκος Καββαδίας, 1992,
μολύβι σε διαφανές χαρτί, 29,6 x
21 εκ.
|
1 σχόλιο:
Οποίος το διαβάσει δεν πρόκειται να το ξεχάσει ποτέ
Οι στίχοι μπαίνουν τόσο βαθειά στο συναίσθημα που το χαράζουν και το χρωματίζουν με τα χρώματα που ο καθένας μας αγαπά
Η εικονογράφηση πολύ ωραία για τα παιδιά και οι στίχοι για μας τους μεγάλους
Δημοσίευση σχολίου