Κωστής Βελώνης, Notre Dame des Fleurs, 2017, παραχώρηση του ΝΕΟΝ και της Γκαλερί Καλφαγιάν |
ΤΟΥ ΦΟΙΒΟΥ ΓΚΙΚΟΠΟΥΛΟΥ
Ο άνθρωπος, σύμφωνα με τη γνωστή
αναφορά του Μαρξ στον Φόιερμπαχ, είναι το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων. Βέβαια
το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων είναι το σύνολο των παραγωγικών σχέσεων, αλλά,
μπορούμε να πιστεύουμε, και το σύνολο των επικοινωνιακών σχέσεων. Από τις δύο
αυτές διαστάσεις, δεν μπορούμε να πούμε ότι η μία γεννιέται από την άλλη: είναι
και οι δύο διαστάσεις σε βάθος, δεν γενικεύονται σε όρους δομής και υποδομής.
Όπως οι σχέσεις παραγωγής, όποιες κι αν είναι αυτές, αντιπροσωπεύουν μια
σημαντική στιγμή από την οποία μπορούμε να μιλήσουμε για άτομα, με τον ίδιο
τρόπο και η γλωσσική διάσταση είναι συνθήκη απαραίτητη απ’ όπου μπορούμε ν’
αρχίσουμε να μιλάμε για υποκείμενα, επικοινωνούντα πρόσωπα. Απ’ τη στιγμή
λοιπόν που υπάρχουν αυτά τα δύο επίπεδα κοινωνικής δραστηριότητας, καθένα από
τα οποία έχει μια δική του ιδιαίτερη χρονική διάρκεια, πώς θα ορίζαμε το
πρόβλημα της ιστορικότητας της λογοτεχνίας; Είναι προφανές ότι τα κείμενα
ακολουθούν χρονικά το ένα το άλλο. Τα κείμενα που γράφονται σήμερα, πρέπει να
ενώνονται μ’ εκείνα που είχαν γραφτεί χθες, απ’ τη στιγμή που εντάσσονται στην
ιδέα της «λογοτεχνίας» κι από την άλλη μεριά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η
ιστορία τα διαφοροποιεί σημαντικά: το πρόβλημα λοιπόν είναι πώς να εισάγεις το
χρόνο στη δομή.
Αναφορικά
με τις παραγωγικές σχέσεις, έχουμε την μαρξιστική ανάλυση και γνωρίζουμε ότι
αυτές είναι εσωτερικά δυναμικές. Η παραγωγική δομή είναι, από την μαρξιστική
σκοπιά, μια δομή εσωτερικά αντιφατική, δηλαδή μια δομή ιστορικά κατασκευασμένη,
που κυριαρχείται από τη σύγκρουση και την αντίθεση ανάμεσα σε δυνάμεις και τις
σχέσεις παραγωγής. Αντίθετα οι γλωσσικές δομές είναι εν μέρει, αλλά σε
σημαντικό βαθμό, συμβατικές δομές, τυπικές, οπλισμένες με λογική, που χωρίς
αυτή δεν θα ήταν δυνατή η επικοινωνία: μόνο αν έχουμε έναν κάποιο κοινό κώδικα
μπορούμε να αντιληφθούμε τον άλλο, μπορούμε να δεχτούμε και να μεταδώσουμε
μηνύματα. Έτσι λοιπόν, η ιστορικότητα της γλώσσας, σε κάθε γλωσσικό έργο και
κυρίως στα λογοτεχνικά έργα, εξαρτάται
από τη σχέση ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο δομές, εκείνη των παραγωγικών σχέσεων κι
εκείνη των επικοινωνιακών σχέσεων, εκ των οποίων μόνο η πρώτη είναι δυναμικά
ενδογενής και μπορεί γι’ αυτό να θεωρηθεί κυρίαρχη.
Ο
καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής επεμβαίνει στην γλωσσικο-επικοινωνιακή δομή,
ώστε να μπορούμε να έχουμε λογοτεχνικές φόρμες που είναι ιστορικές
πραγματοποιήσεις καθοριστικών φορμαλισμών. Και η κριτική, ενδιαφέρεται για την
ιστορικότητα των λογοτεχνικών αντικειμένων∙ όταν λέμε ότι το νόημα ενός έργου παράγεται στο επίπεδο της
πρόληψης, είναι το αποτέλεσμα μιας δραστηριότητας που αφαιρεί το ίδιο το έργο
από την απομόνωσή του ως μοναδικό κείμενο, θέτοντας σε σχέση δύο χρονικά
επίπεδα, εκείνο που προσλαμβάνει κι εκείνο όπου τοποθετείται το έργο. Μ’ αυτή
την έννοια η λεγόμενη αμφισημία του κειμένου δεν είναι τόσο η παρουσία μιας
δυναμικής του νοήματος, όσο η διαθεσιμότητά του σε μια συνεχή αναδιάρθρωση μέσα
από τη παρουσία του αναγνώστη και της κριτικής.
Όταν
ο Χέγκελ στην Αισθητική μας δίνει την
πρώτη ιστορικο-φιλοσοφική τακτοποίηση της τέχνης, ξεκινά από ένα ενδιαφέρον
παρόν, από τις ποιητικές που ωρίμασαν στη Γερμανία κατά την περίοδο της μεγάλης
κλασικής γερμανικής λογοτεχνίας. Ο ίδιος ο Μαρξ, στις σημειώσεις του για τη
λογοτεχνία, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να ξαναπιάνει την τυπική κρίση του
Χέγκελ, του Σίλλερ και όλης της μεγάλης γερμανικής παράδοσης, που έχει τον
ελληνικό κόσμο ως νεότητα του ανθρώπινου πνεύματος και τον θαυμασμό γι’ αυτόν
ένα είδος υποχρέωσης της μνήμης προς το παρελθόν. Έτσι φαίνεται ότι το ιστορικό
αντικείμενο πρέπει πάντα να ορίζεται στη βάση δύο ιστορικοτήτων, την
ιστορικότητα του αντικειμένου, της στιγμής και του περιβάλλοντος όπου
γεννήθηκε, και την ιστορικότητα του περιβάλλοντος όπου εκφράζεται η κριτική.
Υπάρχει,
για παράδειγμα, μια ανάγνωση του Δάντη από τον ιστορικό της Ιταλικής
Λογοτεχνίας Φραντσέσκο Ντε Σάνκτις (1817-1883)
και μια ανάγνωση του Δάντη από τον Τ. Σ. Έλιοτ (1888-1956). Θα μπορούσαμε να
πούμε ότι η ανάγνωση του Ντε Σάνκτις είναι να φέρνει στην επικαιρότητα τον
Δάντη σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό περιβάλλον, που επέβαλλε μια ρεαλιστικο-ρομαντική ερμηνεία∙ η ανάγνωση του Έλιοτ είναι μια
μεταφορά στην επικαιρότητα του δαντικού κειμένου σε ένα διαφορετικό περιβάλλον,
εκείνο των αγγλο-αμερικάνικων πρωτοποριών που είχαν μια άλλη ιστορικο-κοινωνική
απεικόνιση και ξεκινούσαν από μια άλλη ιδέα της πραγματικότητας και των
αντίστοιχων αντικειμένων της εμπειρίας. Το νόημα λοιπόν παράγεται ακριβώς από
την ιστορία. Η Θεία κωμωδία είναι ένα
σύστημα σημείων που ζωντανεύει και παράγει ένα νόημα σε σχέση με έναν αναγνώστη.
Τώρα,
σύμφωνα με μια όχι τόσο σύγχρονη ιδέα για την τέχνη σαν παιχνίδι, που
επικεντρώνεται στη λειτουργία του εγώ, του εγώ της δημιουργίας και της
υπέρβασης, υπάρχει στην κριτική παράδοση, σήμερα, μια άλλη ιδέα της τέχνης σαν
παιχνίδι και γλωσσική μηχανή, σύμφωνα με την οποία το έργο δεν θα είχε καμιά
ιστορία απ’ τη στιγμή που η παρτίδα που παίζεται είναι πάντα η ίδια και ο
παίκτης είναι πάντα κάτω από την επιτήρηση των κανόνων του παιχνιδιού. Αλλά η
παραγωγή – πρόσληψη – νέα παραγωγή είναι, αντίθετα, μια δραστηριότητα που
διατηρεί σε κίνηση την επικοινωνία καταργώντας όλες τις χρηστικές φόρμες όπου η
δύναμη των θεσμών και η εξουσία των κυρίαρχων τάξεων τείνει να ορίσει. Οι δύο
αντικρουόμενες ερμηνείες του «παιχνιδιού» τη μια ευνοούν τον παίκτη στο υπέρτατο
παιχνίδι της ρομαντικής υποκειμενικότητας, την άλλη στους κανόνες και στις
ανάγκες του παιχνιδιού, αφήνοντας και οι δύο κατά μέρος την πλοκή των κοινωνικών σχέσεων και την
απαραίτητη συνθήκη για να υπάρχει δραστηριότητα. Κι εδώ θα πρέπει να θυμηθούμε
τον Μιχαήλ Μπαχτίν[1],
που μίλησε για μια μετα-γλωσσική δραστηριότητα, αν και θα ήταν πιο σωστό να την
ονομάσουμε υπερ-γλωσσική δραστηριότητα. Πρώτα όμως θα πρέπει να κάμουμε μια
σύντομη αναφορά στον γλωσσολόγο Εμίλ Μπενβενίστ[2],
ο οποίος μελετώντας τις προσωπικές
αντωνυμίες πρώτου και δευτέρου προσώπου, τους αποδίδει μια συγκεκριμένη και
ιδιαίτερη γραμματική λειτουργία. Πράγματι, όποιος μιλάει, λέγοντας «εγώ»
παίρνει την υπόσταση ενός ατόμου∙ το «εγώ» εκείνου που μιλάει δεν παραπέμπει σε
κάποιο νόημα ή σε μια άλλη πραγματικότητα, όπως αντίθετα συνήθως κάνει ένα
σημείο: όταν εγώ λέω «δέντρο», η λέξη «δέντρο» παραπέμπει στο αντικείμενο, στο
αντικειμενικό νόημα του σημείου,
ανεξάρτητα από το hic
et
nunc
του
λόγου μου∙ δεν είναι έτσι οι προσωπικές αντωνυμίες πρώτου και δεύτερου
προσώπου, που αναφέρονται στην επικοινωνιακή πράξη ενώ, ως αντωνυμίες, δεν
έχουν τη λειτουργία να παρουσιάζουν ένα άλλο όνομα. Αυτές ενεργοποιούν το «εγώ»
ως ενέργεια, και επιβεβαιώνουν την αντικειμενικότητα της γλώσσας. Έτσι λοιπόν αυτές οι ιδιαίτερες αντωνυμίες
δεν εξαντλούνται στη λειτουργία του σημείου, αλλά είναι γλωσσικές
πραγματικότητες, αν και αυτή η έκφραση μπορεί να ηχεί λίγο αντιφατική, κυρίως
αν διαφοροποιείται η γλώσσα ως συνθήκη από την πράξη ως το κάτι άλλο. Πρέπει
λοιπόν να διαβάσουμε τον Μπαχτίν έχοντας στο νου αυτή την σημείωση, ξεκινώντας
από την ιδέα του υποκειμένου που μιλάει ως ενέργεια ή κέντρο της διατυπωμένης
δραστηριότητας, και της γραφής ως λεκτική δραστηριότητα.
Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος
καθηγητής ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου