30/12/17

Από τον K. Γ. Καρυωτάκη στον Θανάση Κωσταβάρα

Άποψη της έκθεσης


ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Η επίδραση του Καρυωτάκη στους μεταγενέστερους ποιητές έχει αποτελέσει αντικείμενο κακόβουλων αποφάνσεων, που έφτιαξαν το φάντασμα του «καρυωτακισμού», ώστε να δικαιολογήσουν την ανάγκη μιας «αισιόδοξης» στροφής, που θα αναγεννούσε τη νεοελληνική ποίηση από τις στάχτες της, στα χρόνια του μεσοπολέμου. Ήταν μια βολική αφήγηση, που δυσφημούσε, δραστικά, την πνευματικά τόσο παραγωγική διαδικασία της δεκαετίας του 1920, όπου ο Καβάφης, ο Βάρναλης, ο Καρυωτάκης εισήγαγαν τα πρώτα σημαντικά στοιχεία του μοντερνισμού στη νεοελληνική ποίηση, περνώντας την οριστικά στην αστική εποχή.
Αμέσως μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, το ζήτημα ετέθη με μεγαλύτερη ένταση, εξαιτίας της εμφάνισης των μεταπολεμικών ποιητών, οι περισσότεροι από τους οποίους είτε συνομιλούσαν είτε, ακριβέστερα, προϋπέθεταν ανοιχτά τον Καρυωτάκη, γράφοντας τη δική τους ποίηση.
Τα «φιλολογικά επεισόδια» που καταγράφουν αυτή τη διαδικασία πρόσληψης του Καρυωτάκη σημαίνονται από την παρέμβαση του Μανόλη Λαμπρίδη και τον σχετικό διάλογο, στην Επιθεώρηση τέχνης το 1955 («Καβάφης, Βάρναλης, Καρυωτάκης και η παρακμή»), και, το 1964, στο ίδιο περιοδικό, από την παρέμβαση του Βύρωνα Λεοντάρη, με το πολύκροτο δοκίμιό του «Η ποίηση της ήττας» το 1963, και τον επίσης έντονο διάλογο που προκάλεσε. Έπονται το 1973 οι «Θέσεις για τον Καρυωτάκη» του Βύρωνα Λεοντάρη, το σημαντικότερο κείμενο που έχει γραφεί για τον ποιητή, που ταυτόχρονα αποτελεί τεκμήριο της πιο προωθημένης κριτικής/ποιητικής συνείδησης του μεταπολέμου, και αυτός ο κύκλος κλείνει με την παρέμβαση του Αλέξανδρου Αργυρίου, το 1996, στο φιλολογικό συνέδριο για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Καρυωτάκη, παρέμβαση η οποία αναλώθηκε σε μια απελπισμένη, και παραδειγματικά πρόχειρη, σχεδόν πανικόβλητη απόπειρα να αποδείξει ότι ήταν ελάχιστες οι πιθανότητες οι μεταπολεμικοί ποιητές να είχαν γνωρίσει την ποίηση του Καρυωτάκη στα χρόνια της ποιητικής διαμόρφωσής τους. Πώς το έκανε αυτό ο Αργυρίου; Μετρώντας τα αντίτυπα στα οποία τυπώθηκαν οι ποιητικές του συλλογές, καθώς και η μεσοπολεμική έκδοση των απάντων του, διαιρώντας τα με τον αριθμό των αναγνωστών κλπ κλπ... Εν ολίγοις, μπακαλική του χειρότερου επιπέδου. Τι επεδίωκε όμως με αυτό; Να κηρύξει το τέλος της όποιας επίδρασης του Καρυωτάκη ήδη από τον μεσοπόλεμο, και να τον «κλειδώσει» εκεί, δικαιώνοντας αναδρομικά τους πνευματικούς εντολείς του της γενιάς του ’30, και κηρύσσοντας το οριστικό κλείσιμο του «φακέλου Καρυωτάκη».

Τι είχε όμως συμβεί όλα αυτά τα χρόνια, που καλύπτουν το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα; Οι μεταπολεμικοί ποιητές είχαν κάνει τον κύκλο τους, όπως και οι περισσότεροι από τους ποιητές του ’70. Η συνομιλία πλείστων εξ αυτών με τον Καρυωτάκη είναι προφανής, καθώς και ομολογημένη. Απομένει βέβαια η κριτική αποτίμηση, τόσο του Καρυωτάκη όσο και της «επίδρασής» του στους μεταγενέστερους ποιητές.
Όσον αφορά την κριτική αποτίμηση του Καρυωτάκη, υπάρχουν οι «Θέσεις» του Λεοντάρη, καθώς και άλλα συμπληρωματικά κείμενα. Όσον αφορά όμως τη συνομιλία των μεταγενέστερων με την ποίηση του Καρυωτάκη, δεν υπάρχει ένα μελέτημα που να εξετάσει συνολικά το ζήτημα.
Υπάρχουν βέβαια αρκετά επιμέρους κείμενα (μεταξύ αυτών και κάποια δικά μου), για την επίδραση του Καρυωτάκη σε κάποιους από αυτούς τους ποιητές. Όμως, όλα αυτά τα κείμενα, και πρώτα απ’ όλα τα ποιήματα στα οποία αναφέρονται, ως σύνολο αναπαράγουν το ίδιο δίλημμα: καρυωτακισμός ή γόνιμη συνομιλία; Για παράδειγμα, ο Σταύρος Βαβούρης θεωρήθηκε ακραιφνής απόγονος του Καρυωτάκη, όπως και, απ’ τους νεώτερους, ο Αλέξης Τραϊανός. Δεν αμφισβητώ την πρόθεση των συγκεκριμένων, και άλλων ποιητών, να συνομιλήσουν με τον Καρυωτάκη ουσιαστικά. Δεν αμφισβητώ ούτε και τα κείμενα που επισημαίνουν αυτή την πρόθεση. Το ζητούμενο είναι όμως το αποτέλεσμα.
Γιατί εφόσον ο Καρυωτάκης ευρίσκεται μέχρι τις μέρες μας φιλολογικά  «ατακτοποίητος», μετέωρος δηλαδή μέσα στο οιωνεί ιστορικό σχήμα της νεοελληνικής ποίησης, σχήμα που ο κάθε αναγνώστης, αλλά και κάθε ποιητής, έχει στο μυαλό του όταν διαβάζει νεοελληνική ποίηση, ο τρόπος που ο κάθε μεταγενέστερος ποιητής ανακαλεί μέσα στην ποίησή του τον Καρυωτάκη αποκτά και το νόημα μιας κριτικής τοποθέτησης (τόσο του Καρυωτάκη όσο και του ίδιου). Θέλω να πω, συνοψίζοντας, ότι η δεδομένη πια συνομιλία με τον Καρυωτάκη τόσων και τόσων μετά από αυτόν ποιητών, μέχρι τους νεώτατους ποιητές των ημερών μας, έχει βέβαια δικά της όλα τα δικαιώματα της πρόσληψης, όμως ελάχιστοι είναι κείνοι οι ποιητές που μέσα από το έργο τους έχουν καταφέρει να αναδείξουν, και να οικειοποιηθούν, το ποιητικό διάβημα του Καρυωτάκη.
Για παράδειγμα, κάποιοι απλώς αναπαράγουν εκείνο το μεσοπολεμικό φάντασμα του καρωτακισμού, με μια επιφανειακή πρόσληψη του Καρυωτάκη, μετατρέποντας ένα οριακό ποιητικό διάβημα σε ποιητική πόζα. Άλλοι, ποιητικά σημαντικότεροι, πιάνουν το ίχνος του Καρυωτάκη, πορεύονται στο δρόμο του, όμως όταν φτάνουν ακριβώς στο σημείο όπου ο Καρυωτάκης καθίσταται οριακός ποιητής, εγκαταλείπουν. Ένα τέτοιο παράδειγμα, και σίγουρα το δραματικότερο, είναι η ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη, που η καρυωτακική φορά της την οδηγούσε κατευθείαν στη σάτιρα. Εκεί ακριβώς ο Αναγνωστάκης σιώπησε, μην τολμώντας, ποιητικά, να εκτεθεί στις απαιτήσεις της σάτιρας, επισημαίνοντας μάλιστα αυτό το όριό του με την ανώδυνη φάρσα του Μανούσου Φάσση.
Κατά τη γνώμη μου, οι ποιητές που με το έργο τους έχουν αναμετρηθεί ουσιαστικότερα με το ποιητικό διάβημα του Καρυωτάκη είναι ο Βύρων Λεοντάρης, ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος και ο Θανάσης Κωσταβάρας. Ο Λεοντάρης επί δεκαετίες προσπαθούσε, από τη μια να διαβάσει τον Καρυωτάκη, δηλαδή να εισπράξει ποιητικά την οριακότητα του ποιητικού του διαβήματος, και, από την άλλη, να τιθασεύει το τρομακτικό φορτίο των εννοιολογικών εργαλείων που είχε επιστρατεύσει προκειμένου να εισπράξει, να οικειοποιηθεί και να συνεχίσει το ποιητικό διάβημα του Καρυωτάκη. Προσπάθεια που ευοδώνεται μόλις το 1996, με τη συλλογή του Εν γη αλμυρά, και επεκτείνεται στο μετέπειτα έργο του. Ο Λυκιαρδόπουλος εντοπίζει τους βασικούς αρμούς της καρυωτακικής ποιητικής «διάθεσης», αποκαθαίροντάς την από τις ρετσινιές και τις επιφανειακές εντυπώσεις της «θανατοφιλίας», και με αυτούς τους αρμούς πορεύεται στη σκιαγράφηση της ιστορικής κίνησης μέσα στη δικιά του ποίηση, δίνοντάς μας ταυτόχρονα το πολιτικό σημαίνον της καρυωτακικής ποίησης, μέσα από την ανάδειξη της ιστορικής αντίληψης του Καρυωτάκη.
Ο Θανάσης Κωσταβάρας από πολύ νωρίς μπαίνει στην καρυωτακική «διάθεση», προσπαθώντας μέσα από αυτήν να διαχειριστεί το πολιτικό, υπαρξιακό και προσωπικό άγος, που εκφράζεται ανάγλυφα στην ποίησή του. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που ο Βύρων Λεοντάρης εδράζει το δοκίμιό του για την ποίηση της ήττας πάνω σε μία ποιητική συλλογή του Κωσταβάρα και σε μία του Πατρίκιου. Αλλά ενώ ο Πατρίκιος σύντομα εγκατέλειψε αυτό το πεδίο, ο Κωσταβάρας παρέμεινε εκεί, συνομιλώντας συνεχώς με το βίωμα του Καρυωτάκη. Το βίωμα του ανθρώπου της αστικής εποχής, του ποιητή του ιστορικού παρόντος. Ο Κωσταβάρας δεν εννοιολογεί τον Καρυωτάκη, όπως ο Λεοντάρης, δεν τον ιστορικοποιεί, όπως ο Λυκιαρδόπουλος, αλλά τον εξανθρωπίζει, αποκαθαίροντας την εικόνα του απ’ όλο το μελό και απ’ όλη τη βιογραφική εκμετάλλευσή της, και μας τον παραδίδει ως μια σύγχρονη, όσο και ανοίκεια, παρουσία. Το ποίημά του «Ο Κώστας Καρυωτάκης στην οδό Σταδίου» συνιστά την κορύφωση αυτής της διαδικασίας, δημιουργώντας ταυτόχρονα μια αναβαθμίδα για να δει κανείς από εκεί όλη την ποίηση του Κωσταβάρα.
Έναυσμα, πιστεύω, για το ποίημα του Κωσταβάρα αποτέλεσε ένα άλλο κείμενο, μια μαρτυρία του Αλέξη Μινωτή, ο οποίος γνώριζε τον Καρυωτάκη από παιδί στα Χανιά, μαρτυρία δημοσιευμένη στο περιοδικό Η λέξη (τχ. 79-80) το 1988:
Μια μέρα λοιπόν που ανεβαίναμε την οδό Σταδίου να πάμε σε μια ταβέρνα, συναντήσαμε τυχαία τον Κώστα Καρυωτάκη, που βάδιζε προς αντίθετη κατεύθυνση. Οι άλλοι τον σταμάτησαν κι άρχισαν να μιλούν μαζί του. Κάποια στιγμή με είδε και μένα, με αναγνώρισε, με κοίταξε με απορία και μου είπε: «Φιλολογείτε τώρα και σεις;» – σα να ’λεγε δηλαδή «πού ξεπέσατε καημένε;» Γελάσαμε τότε όλοι και τον καλέσαμε να ’ρθει μαζί μας· εκείνος όμως δεν ήρθε.
Ας περάσουμε τώρα στο ποίημα του Θανάση Κωσταβάρα, το οποίο περιέχεται στη συλλογή του Η μακρινή άγνωστη χώρα, που εκδόθηκε το 1999, το οποίο ποίημα έχω την τιμή να μου το αφιερώνει.
Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΣΤΑΔΙΟΥ
Στον Κώστα Βούλγαρη
για τις προσηλώσεις του
Είδα τον Κώστα Καρυωτάκη στο δρόμο.
Μέρα μεσημέρι, απάνω στην κίνηση, τον είδα ολοζώντανο.
«Τι περιμένεις», μου είπε όπως τον κοίταζα άφωνος.
«Το βλέπεις κι ο ίδιος, σ’ έναν κόσμο χαλασμένο
δεν υπάρχει χώρος για ομορφιά, δεν υπάρχει χώρος για τ’ όνειρο.
Γι’ αυτό πάμε να φύγουμε», πρόσθεσε και με πήρε από το χέρι.
«Κάπου θα βρούμε ένα ‘κάπου’ να σταθούμε.
Να πούμε δυο λόγια της καρδιάς, να πιάσουμε και κάνα τραγούδι
από κείνα της άλλης ξενιτιάς τα λιανοτράγουδα
που κάποτε τ’ άκουγαν και δακρύζαν οι άνθρωποι».

Έτσι είπε μα ήρθε ένα κύμα και τον άρπαξε
Την ώρα που ανοίξαν τα φανάρια.
Κι εγώ δείλιασα όταν εκείνος προχώρησε.
Και τα δαιμονισμένα αυτοκίνητα
μπήκαν ανάμεσά μας και μας χώρισαν.

Κι ούτε που φώναξα τ’ όνομά του
ούτε που έψαξα μέσα στο πλήθος
στάθηκε αρκετό για να τον φέρω πάλι κοντά μου.

Άκουσα μόνο έναν ξερό κρότο.
Κι είδα έναν λυπημένο Άγγελο
ν’ ανεβαίνει στον ουρανό.
Και να σκορπίζει, λιώνοντας σε πολύχρωμες νιφάδες, το σώμα του.

Κι ο κόσμος τότε μου φάνηκε για λίγο αλλιώτικος.
Σαν να είχαν γυρίσει τα χρόνια.
Κι οι δρόμοι να είχαν γεμίσει από δέντρα βαθύσκιωτα.

Και κάποιος σαν να τραγουδούσε από κάπου.

Και το βαθύ μεσημέρι
μοσκοβολούσε.
Σαν να το είχαν ποτίσει με μύρο.
Και να το είχαν ραντίσει με αγίασμα.
 Ήδη από τον δεύτερο στίχο, ο Κωσταβάρας τοποθετεί τη συνάντησή του με τον Καρυωτάκη όχι σε κάποια ώρα της μέρας, μάλλον βραδινή, που οι άνθρωποι συναντώνται να πάνε σε κάποια ταβέρνα, όπως σημειώνει ο Μινωτής, με όλα τα συμφραζόμενα του βραδινού, αλλά, καταμεσίς στη μέρα, καταμεσίς στη ζωή, με τον ρυθμό του στίχου να εντείνει την έμφαση:
Μέρα μεσημέρι, απάνω στην κίνηση, τον είδα ολοζώντανο
Εκεί που ο Μινωτής συναντά αμήχανος τον Καρυωτάκη, που μάλιστα «βάδιζε προς αντίθετη κατεύθυνση», και μαζί με την παρέα του τον καλούν να πάει μαζί τους, αλλά «εκείνος όμως δεν ήρθε», προφανώς συνεχίζοντας την αντίστροφη διαδρομή από την τέχνη της εποχής του, ο Κωσταβάρας απαντά βάζοντας τον ίδιο τον Καρυωτάκη να προτρέπει τον νεώτερο ποιητή:
Τι περιμένεις; ... πάμε να φύγουμε ... κάπου θα βρούμε ένα «κάπου» να σταθούμε
Η δραματική κορύφωση του ποιήματος συντελείται στη δεύτερη στροφή:
Έτσι είπε μα ήρθε ένα κύμα και τον άρπαξε
Την ώρα που ανοίξαν τα φανάρια.
Κι εγώ δείλιασα όταν εκείνος προχώρησε.
Εκείνο το «δείλιασα» θα πρέπει νομίζω να το θεωρήσουμε ως το απόσταγμα της ποιητικής συνείδησης όλης της μεταπολεμικής ποίησης, μαζί και αυτής των νεωτέρων, μέχρι τη στιγμή που γράφεται το ποίημα, δηλαδή το 1999. Είναι μια ομολογία που επίσης συνομιλεί ευθέως με τον στίχο του Βάρναλη, «ζηλεύω το θάρρος σου Καρυωτάκη», και σίγουρα δεν περιορίζεται στην ύστατη ποιητική χειρονομία της Πρέβεζας. Επισημαίνει και την αισθητική υστέρηση, την αισθητική ατολμία των ποιητών του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, ελέγχοντας έτσι και την αυθεντικότητα της επιφανειακής καρυωτακικής διάθεσης των ποιημάτων τους. Γιατί εκείνος ο κρίσιμος στίχος, «Κι ο κόσμος τότε μου φάνηκε για λίγο αλλιώτικος» μιλάει για ένα κοσμοείδωλο, το οποίο δεν προκύπτει παρά από ένα αισθητικό πρόταγμα. Αυτός άλλωστε είναι ο «μυστηριώδης», για πολλούς, λόγος της «διάρκειας του Καρυωτάκη»: μας έδωσε ένα βιωματικό αισθητικό πρόταγμα (δεόντως μοντερνιστικό), που μάλιστα υπερβαίνει την ιστορική περίοδο της ακμής του μοντερνισμού. Γιατί, όπως κάθε αισθητικό πρόταγμα, δεν είναι παρά ένας τρόπος να βλέπουμε τον κόσμο και να ζούμε τη ζωή.

Εν συνόλω, στην κριτική αποτίμηση του Καρυωτάκη, που κάνει ο Κωσταβάρας σε αυτό το ποίημα, συντελείται μια θεμελιώδης αντιστροφή: αντί για παθητικός, πεισιθάνατος δέκτης όλης της φθοράς, του άγους, των αδιεξόδων της αστικής εποχής, ο Καρυωτάκης φιλοτεχνείται ακμαίος, ολοζώντανος, παρών μεταξύ μας, οικείος, όπως ένας από εμάς, και ταυτόχρονα ανοίκειος, όπως ένας όντως ποιητής, να μας προτείνει ένα άλλο «εδώ» να σταθούμε. Όλη η ποίηση του Θανάση Κωσταβάρα αυτό το «εδώ» θέλησε να μας δείξει. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: