30/12/17

Ο ερωτικός Θανάσης Κωσταβάρας

«Μιλώντας τη γλώσσα που μιλούν οι μανόλιες»

Άποψη της έκθεσης

ΤΗΣ ΜΙΝΑΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ

«Η πορεία της ποίησης του Κωσταβάρα μέσα από την ιστορική απόγνωση, είναι μαθητεία αξιοπρέπειας (...) Ο Κωσταβάρας είναι ταπεινός, συχνά ταπεινωμένος, αλλά συγκλονιστικά αξιοπρεπής»
Σάββας Μιχαήλ, περ. Μανδραγόρας


Ακριβώς αυτό το ίδιον, το ξεχωριστό στοιχείο του Κωσταβάρα -η αξιοπρέπεια- υπάρχει και στην ερωτική του ποίηση. Παραμένει ειλικρινής και αξιοπρεπής στον τρόπο που προσεγγίζει το αντικείμενο του πόθου, τις χαρές, τις λύπες, τις ανησυχίες που αυτό του προκαλεί .
«Δύσκολη νύχτα,… αβάσταχτη σιωπή,… κραυγή απελπισμένη,… πληγή που ανθίζει μέσα μας»[1] είναι τέλος πάντων ο έρωτας για τον Θανάση Κωσταβάρα αλλά χωρίς αυτόν, τον άνθρωπο «τον περιμένει μίζερη, αχάριστη ζωή».[2]
Είναι ο έρωτας για τον ποιητή μας ένα από τα μείζονα ζητήματα ύπαρξης που δεν χαρακτηρίζουν απλώς, αλλά καθοριστικά προσδιορίζουν του καθενός την πορεία. Ιδιαίτερη η ποιητική συλλογή «Χαιρετισμοί», στην οποία κατά τον Ν. Χουρδάκη «καταλάμπει ο στοχασμός της αποκαλυπτικής βεβαιότητας της Αγάπης».
Οι ποιητές προσφέρουν στις μούσες τους την αθανασία μέσω της γραφής τους. Ο Κωσταβάρας κάνει το ίδιο στη δική του, την Αγγελική, μέσω του σπαραγμού της απώλειας∙ και ενώ η ερωτική ποίηση είναι συνήθως κάλεσμα του Άλλου, εδώ γίνεται κ α ι αποχαιρετισμός της αγαπημένης.
Με λόγο λιτό, ευθύ αλλά και συγκινησιακά φορτισμένο ο Κωσταβάρας -ο ανήκων στους ποιητές της ήττας- ηττάται από το αναπόφευκτο του θανάτου∙ όχι για τον ίδιο, όχι για τον άνθρωπο εν γένει, αλλά για το αγαπημένο πρόσωπο, τη σύντροφο, το αντικείμενο λατρείας. Γράφει έτσι, τρυφερά και νοσταλγικά σμιλεύοντας στο χαρτί το συναισθηματικό φορτίο και ταυτόχρονα το ερωτικό βίωμα χρόνων. Συγκινεί, εκλιπαρεί για το πλάσμα που νοηματοδότησε τη ζωή, που ενσάρκωσε τον πόθο και προσανατόλισε την καθημερινότητά του.

Και όσο κι αν όλοι πια -οικείοι του και ερευνητές- γνωρίζουμε ότι τα ερωτικά αυτά ποιήματα είναι γραμμένα ως αντίδωρο στην κοινή ζωή της Αγγελικής και του Θανάση, έχουμε στα χέρια μας καταγεγραμμένη την ομολογία της ποιότητας μίας σχέσης και την παρουσίαση του αγαπημένου προσώπου μέσα από τα μάτια του αιώνιου θαυμαστή, του παράφορα ερωτευμένου. Μια προσφορά του ποιητή σε κάθε ερωτευμένο που αδυνατεί να εκφρασθεί, διστάζει να τολμήσει, φοβάται να αποκαλυφθεί στη δική του αγαπημένη.
Νατουραλισμός και συναίσθημα συνυπάρχουν και συν δημιουργούν την ερωτική ποίηση του Θανάση Κωσταβάρα. Η φύση επιστρατεύεται για να περιγραφεί η μοναδικότητα της αγαπημένης, τα άνθη για να την υμνήσουν, να την απαθανατίσουν ως «καλοκαιρινό απόγευμα στον κήπο»[3]. Παρατηρείται μια εμμονική σχεδόν, θα λέγαμε, ταύτιση και ένας μόνιμος παραλληλισμός της φύσης με την αγαπημένη γυναίκεια μορφή.
Ο αγαπημένος άνθρωπος μοιάζει με «όαση μέσα στην έρημο»[4] και μπορεί ο δημιουργός να οδηγείται στη συνειδητοποίηση και κάποτε στην εξιδανίκευση των συμπεριφορών του Άλλου «και αν κάποτε με πληγώνει/ αν ματώνει από τα λόγια της η καρδιά μου/ για το καλό μου το κάνει./ Γλυκά με κεντρίζει η μέλισσα μου./ Ένα δώρο για μένα είσαι πάντα αγάπη μου».[5] Σημαντικός παραμένει ο ρόλος του ποιητή∙ είναι εκείνος που έχει την πρωτοκαθεδρία στη γνώση εαυτού της αγαπημένης: «όμως εγώ μόνο μπορώ να μετρήσω /όλη την ομορφιά της./ Εγώ μόνο ξέρω/ πόσο ανεξάντλητος είναι ο μέσα της πλούτος»[6]
Και ενώ αρνείται κάθε τι που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια και στις αρχές που εκείνος θεωρεί σημαντικές, ενώ αντιμάχεται με κάθε ικμάδα της ψυχής του το «φαίνεσθαι» και την ανηθικότητα σε όποια της μορφή, δεν αρνείται τη δύναμη του έρωτα και την καταλυτικά απόλυτη ήττα του από αυτόν: «Κι ούτε ποτέ θα πιστέψεις/ πόσο πολύ σ’ αγάπησα/ Πόσο παθιασμένα σου δόθηκα/ Πόσο βαθιά ωρίμασα δυστυχώντας, για σένα»[7].
Συγκλονιστικά αποκαλυπτικός άγει την ψυχή του αναγνώστη του καθώς παρουσιάζει μια μεταφυσική οπτική της ανθρώπινης συνεύρεσης, όπου το σύμπαν συνωμοτεί για τη συνύπαρξη των αγαπημένων: «Γιατί σε είχα ξεχωρίσει/ πολύ πριν να συναντηθούμε./ Μέσα στους κήπους των παιδικών μου πόθων/ εγώ ο ονειροπόλος και εσύ η ονειρεμένη/ σαν διαλεγμένοι από την καλή μας τη μοίρα/ είχαμε ήδη/ αγαπηθεί»[8].
Από άποψη τεχνοτροπίας η μόνιμη χρήση του ενεστώτα νικά τον χρόνο, προσδίδει παντοτινή παρουσία στην Αγάπη του, τοποθετεί τη μούσα του στην αιωνιότητα. Με ιδιαίτερα εικονοπλαστική δύναμη λόγου, περίσσειες ηχητικές εικόνες και κινηματογραφικές αποδόσεις ονειρικών τοπίων δίνει ένταση στα γραφόμενα του. Η προσωποποίηση της μανόλιας, της ροδιάς, των χρυσανθέμων, της ίδιας της αγάπης συμβάλλει στη λυρική γραφή του Κωσταβάρα μέσω της οποίας δεν ξεχνά να επιβραβεύει την ομορφιά της αγαπημένης: «Να μου στέλνεις με το θρόισμα των φύλλων της λεύκας/ τρυφερές υποσχέσεις για τις αυριανές συναντήσεις μας./ Είσαι όπως πάντα ασύγκριτα ωραία».[9]
Το συναίσθημα του φόβου το οποίο εκφράζεται σταθερά σ’ όλο του το έργο: «με τον φόβο πάντα πορεύθηκα με τον φόβο συνεχίζω να διασχίζω τον κόσμο»[10], δεν τον εγκαταλείπει ούτε στην ερωτική του ποίηση. Ο φόβος τον κυριεύει, τον αναστατώνει, τον ταλαιπωρεί· φοβάται για την αγαπημένη. Και όσο κι αν δεν πρόκειται για μόνιμη κατάσταση, εντούτοις αποδεικνύεται ιδιαίτερα παραγωγική· μετατρέπει ακόμα και τον φόβο του για το περιεχόμενο των ονείρων της όμορφης συντρόφου σε ποιητικές δημιουργίες.
Η απόλυτη αγάπη αφήνει «την καρδιά άδεια και φοβισμένη»[11] ακόμα και όταν η αγαπημένη "λείπει κοιμώμενη" και βιώνει ο ίδιος «άγρια μοναξιά»[12]. Μοναδικός αντίζηλός ο ύπνος, που του στερεί τη δυνατότητα να γνωρίζει απόλυτα τα τεκταινόμενα στη ζωή της. Του δημιουργεί ανησυχία για τους άλλους δρόμους της σκέψης και της πνευματικής διαφυγής εκείνης, όταν «γλιστρά αθόρυβα»[13], χωρίς αυτόν συνοδοιπόρο.
Η εμπιστοσύνη, η αγάπη, η ανησυχία, το άγχος, η αγαλλίαση, ο πόθος, η ανακούφιση, η αγωνία, η τρυφερότητα -όλες οι καταστάσεις που σηματοδοτούν το ενδιαφέρον ενός ερωτευμένου και προβάλλουν τον καημό του για το πρόσωπο της λατρείας του- όχι απλώς καταγράφονται στην ερωτική ποίηση του Κωσταβάρα, αλλά και λειτουργούν ως η γενεσιουργός αιτία της ποιητικής δυναμικής των «Χαιρετισμών».
Ο ποιητής αμφιβάλλει και αγωνία αλλά εν πλήρει συνειδήσει γνωρίζει το αντίτιμο που απαιτείται για να έχει την ευλογία της μοναδικά μεγάλης αγάπης. Γνώστης των μεταμορφώσεων του έρωτα ζητά το ελάχιστο: « έστω και μόνο να μ’ αξιώνεις μ’ ένα σου βλέμμα/ μου φτάνει…/ Κι αν δεν πετάω μακριά σου, αν δεν χάνομαι/ είναι γιατί δεν μπορώ να φύγω από κοντά σου/ Είμαι βαθιά ριζωμένος στον Έρωτα μας».[14]
Διαμηνύει πως ο ερωτικός κώδικας είναι μια «άλλη άγνωστη γλώσσα»[15] που στέλνει «μηνύματα από τους αστερισμούς του ονείρου». [16] Είναι ένας κώδικας που δύναται να μετατρέψει τον απλό άνθρωπο σε δημιουργό ποιητή. «Εγώ ο δειλός, ο σκοτεινός, ο αμήχανος/ σου γράφω παθιασμένα ποιήματα».[17] Μέσω των στίχων του αποδεικνύει την αγάπη του εις επήκοον όλων με το «ραγισμένο του κελάηδισμα».[18] Μέσω της ποιητικής του με απλό και συνάμα στιβαρό λόγο περιγράφει σταδιακά το επώδυνο του έρωτα, αλλά και δυστυχώς το μοιραίο του θανάτου.
Ο θάνατος και η ζωή είναι αλληλένδετα συνυφασμένες έννοιες και όσο σκληρός και αληθινός μπορεί να γίνει ο πρώτος, τόσο καταλυτικότερη μπορεί να γίνει η ενσυναίσθηση της αιχμηρότητας της αγάπης που χαράζει αιματηρά τη ζωή, όταν ταξιδεύει για άλλα μετερίζια, για άλλους γαλαξίες το αγαπημένο, το πολυπόθητο πλάσμα και κάνει τον ποιητή «να περνά τις ώρες του κεντώντας μαύρους στίχους».[19]
Ακόμα όμως και στον θλιβερό αποχωρισμό, στη θλίψη για τον «θάνατο του κύκνου»[20], στο οριστικό ταξίδι φυγής της «ονειρεμένης και ονειρικής»[21], συνάμα και πολυαγαπημένης γυναίκας ο ποιητής -μέχρι και ο ίδιος να ακολουθήσει- εξακολουθεί να δημιουργεί με ένα στόχο: «Με τα δάχτυλά μου θα σε τραγουδήσω./ Θ’ αφήσω το όνομά σου στα χρόνια που έρχονται./ Για να μη σε πάρει ο άνεμος./ Να μη σε σκεπάσουν τα χρόνια».[22]

Η Μίνα Π. Πετροπούλου είναι φιλόλογος, δρ Κοινωνιολογίας

1,3,4,5,6,7,8,9,11,12,13,14,15,16,17,18,19,20,21: συλλογή Χαιρετισμοί
2: συλλογή Η μακρινή άγνωστη χώρα
10:συλλογή Οι μεταμορφώσεις των κήπων του
22:συλλογή Το ημερολόγιο της αυριανής εξορίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: