ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΧΑΤΖΗΜΩΫΣΙΑΔΗ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗΣ, Ίσος Ιησούς, εκδόσεις Γαβριηλίδης, σελ.
260
Το παραδέχομαι. Ευθύς εξαρχής ανακάλεσα την ζατελική ατμόσφαιρα, την
εκφραστική μανιέρα και την ιδεολογική στόχευση του πρώτου μυθιστορήματος.
Γνωρίζοντας ότι το να ξεκινά κανείς με αυτή την προκατάληψη, έστω και αν
πρόκειται για ένα προηγούμενο βιβλίο του συγγραφέα που το 2008 έλαβε βραβείο
μυθιστορήματος από το «Διαβάζω» (Ερώτων και Αοράτων, εκδ. Γαβριηλίδης),
δεν υπηρετεί την όποια κριτική αμεροληψία απέναντι σε ένα άλλο βιβλίο του ίδιου
συγγραφέα. Και κάπως έτσι πάντως ξεκίνησα το «Ίσος Ιησούς», του Γιώργου
Παναγιωτίδη με την σκέψη να το παρατήσω
στην πρώτη σοβαρή αδυναμία. Αλλά είναι ωραίο να σε διαψεύδει ένα βιβλίο. Αλλά
είναι ωραίο να σε κερδίζει ένα βιβλίο. Αλλά είναι ωραίο να απολαμβάνεις ένα
βιβλίο.
Όχι ότι λείπουν οι κάποιες αβαρίες. Αλλά εδώ είναι ήσσονος σημασίας,
σχεδόν ανεπαίσθητες, δεν κηλιδώνουν την καλλιτεχνική σύνθεση, δεν υποσκάπτουν
το αφηγηματικό σύμπαν, δεν δυσχεραίνουν την αναγνωστική πρόσληψη. Μοιάζουν πιο
πολύ με αβλεψίες, ενδεχομένως κι ηθελημένες για να αναδείξουν εκ του αντιθέτου
τη σχεδόν τεχνική αρτιότητα του συνόλου. Γιατί στην προκειμένη έχουμε να
κάνουμε με ένα έργο απολύτως μελετημένο σε όλα του, από την κεντρική υπόθεση
μέχρι την τελευταία λέξη, που καταφέρνει να συνταιριάξει την έμπνευση με τον
αυστηρό σχεδιασμό και το αποτέλεσμα με τη συγγραφική πρόθεση. Και αυτό εγώ το
εκλαμβάνω σαν απόδειξη συγγραφικής ωριμότητας.
Για να μην μακρηγορώ με τα εισαγωγικά. Τρία είναι τα βασικά συστατικά
στοιχεία που δομούν, πληρώνουν και εξελίσσουν το έργο: το δυστοπικό θέμα, οι
θρησκευτικοί μύθοι και ο υπαρξιακός στοχασμός.
Η μυθιστορηματική δυστοπία του Παναγιωτίδη είναι τοποθετημένη σε ένα
απροσδιόριστο μέλλον. Όπου το κράτος έχει παραλύσει, η εξουσία είναι
συγκεντρωμένη σε εταιρίες κολοσσούς, το κοινωνικό περιβάλλον έχει αποσαρθρωθεί
και η επιστημονικοτεχνική πρόοδος είναι υποταγμένη στην επιχειρηματική κερδοσκοπία.
Η αφηγηματική ματιά σκιαγραφεί την εικόνα ενός κόσμου ιδωμένου από τα πάνω προς
τα κάτω: από το υπερεξελιγμένο και αποστειρωμένο περιβάλλον μιας πανίσχυρης
εταιρείας προς τους κακοσυντηρημένους δρόμους και τα εγκαταλελειμμένα κτήρια
της παλιάς πόλης. Οι μεγαλοαστοί ήρωες του Παναγιωτίδη είναι σαν τους
σεξπηρικούς βασιλείς πάνω σε αποκαΐδια: γύρω τους τα πάντα καταρρέουν, μέσα
τους τα πάντα αδειάζουν και οι ίδιοι συνεχίζουν να απολαμβάνουν την αλαζονεία
της εξουσίας τους αφοσιωμένοι σε νέα επιχειρηματικά σχέδια για την αύξηση της
κερδοφορίας των επιχειρήσεών τους και σε υπερφίαλες επιστημονικές έρευνες για
την κατάκτηση της προσωπικής τους αθανασίας.
Αλλά όσο γερά και αν είναι καμωμένος όλος αυτός ο κόσμος, με μια
αυστηρή επιστημονική λογική που έχει στην υπηρεσία της τα πιο εξελιγμένα
ηλεκτρονικά μέσα και τις πιο πρόσφατες επιστημονικές ανακαλύψεις, σαν να
λανθάνει εντός του ο ανορθολογισμός. Τη διαρκή υπενθύμισή του αναλαμβάνουν οι
δωδεκαθεϊστικοί μύθοι, τα χριστιανικά σύμβολα και η αρχαιοελληνική τραγωδία,
που έρχονται και επανέρχονται στην αφήγηση είτε με τη μορφή των ονομάτων
(Αίμων, Διόνυσος, Αντιγόνη κτλ.), είτε με τη μορφή του τριαδικού σχήματος του
Πατέρα, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, που οργανώνει τη σχέση του
υπολογιστή, του Ίσου και του Ιησού, είτε με τη μορφή της διακειμενικής
συνομιλίας ανάμεσα στον τρόπο γέννησης του θεού Διονύσου και στην κλωνοποίηση
του Ίσου προκειμένου να αναποδογυρίσουν το στερεωμένο κάδρο της. Η τεχνοκρατική
λογική, παρ’ όλη την υπεροψία της δύναμής της, μπάζει από παντού όταν έρχεται
αντιμέτωπη με τις υπαρξιακές αγωνίες της γήρανσης και του θανάτου και δεν
μπορεί να κάνει τίποτα άλλο από το να προσφύγει ασθμαίνουσα στην ανακούφιση του
μύθου.
Η συγγραφική εμμονή σε αυτά ακριβώς τα θέματα είναι που προστατεύει το
μυθιστόρημα από τη βασική αδυναμία της επιστημονικής φαντασίας: τον εκφυλισμό
της λογοτεχνικής γραφής σε μια τεχνολογία της εντυπωσιοθηρίας του φανταστικού,
έτσι που η τελική κατασκευή να μην έχει καμία σχέση και να μη διατηρεί καμία
οικειότητα με τον υπάρχοντα κόσμο. Αλλά η μυθιστορηματική δυστοπία του
Παναγιωτίδη όσο μακρινή και αν μοιάζει, τόσο γνώριμη και κοντινή είναι. Όχι
μόνο γιατί εξελίσσεται σε μια ορατή προέκταση του γηρασμένου καπιταλισμού, αλλά
κυρίως γιατί οι άνθρωποι μέσα στην παραζάλη των ηλεκτρονικών ανέσεων, των
τεχνολογικών ευκολιών και των επιστημονικών ανακαλύψεων συνεχίζουν να πλήττουν,
να φοβούνται τη μοναξιά, να αγωνιούν με τον χρόνο και να τρομάζουν από τον
θάνατο.
Κλείνω. Το βασικό στόρι του βιβλίου έχει να κάνει με τη μεταφορά της
μνήμης του Αίμονα διαμέσου ενός μικροϋπολογιστή (Ιησούς) στο μυαλό ενός
δωδεκάχρονου παιδιού (Ίσος). Υπάρχει κάτι το βαθύτατα οξύμωρο και το εξόφθαλμα
τραγικό στη σύλληψη αυτή. Οι ήρωες του Παναγιωτίδη που είναι αποκομμένοι ο ένας
από τον άλλο, που περιχαρακώνονται πίσω από τα τείχη της οικονομικής τους
εξουσίας, που δεν ξανοίγονται μεταξύ τους προσφεύγουν στην ηλεκτρονική
κλωνοποιησή τους, προκειμένου να καταφέρουν να πετύχουν ό,τι αρνήθηκαν με την
άμεση, την αυθόρμητη, την ειλικρινή επαφή τους: την ανακουφιστική πράξη της ανθρώπινης
επικοινωνίας.
Και το ότι η παρουσία του δασκάλου ή η στάση του Ίσου δεν οδηγεί σε
αποτυχία το όλο εγχείρημα αυτής της ηλεκτρονικά κλωνοποιημένης επικοινωνίας
είναι ένα ακόμη στοίχημα που κερδήθηκε από τον Παναγιωτίδη. Εννοώ το ότι δεν
χαρίστηκε στην ευκολία, το ότι δεν προσέφυγε στο χάπι εντ, το ότι δεν
ευχαρίστησε τον αναγνώστη και το ότι δεν υπηρέτησε τις βολικές ψευδαισθήσεις
μας.
Η δυστοπία του Παναγιωτίδη κλείνει εντός της τις πιο αξεπέραστες
ανθρώπινες αντιφάσεις και ως τέτοια είναι καταδικασμένη να καταρρεύσει. Θα ήταν
άδικο γι’ αυτό το βιβλίο να έχει άλλο τέλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου