ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
Έργο της Μαρίας Τζανάκου |
ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΤΙΛΗ
Οἱ διαισθήσεις μου γιὰ τὸ εἶδος τοῦ ἐπιτεύγματος
τῆς καρουζικῆς ποίησης, γλωσσικοῦ καὶ πνευματικοῦ, μὲ ὁδήγησαν σύντομα,
ὅπως ἀνέφερα καὶ στὴν εἰσαγωγὴ τοῦ παρόντος, στὴν συνανάγνωση καὶ
μελέτη ἑνὸς κλασικοῦ ἔργου τῆς ὕστερης ἀρχαιότητας, συγκεκριμένα
τοῦ πρώτου χριστιανικοῦ αἰώνα, τοῦ περίφημου δοκιμίου Περὶ ὕψους, ἀταύτιστου συγγραφέα
γνωστοῦ συμβατικῶς μὲ τὸ ὄνομα Διονύσιος Λογγῖνος.
Δὲν εἶναι μόνο οἱ πέντε πηγαὶ τῆς ὑψηγορίας τοῦ Λογγίνου
τὶς ὁποῖες συναντᾶμε στὸν σύγχρονό μας ποιητῆ: (α) τὸ περὶ τὰς νοήσεις ἁδρεπήβολον, ἡ
δύναμη δηλαδὴ δημιουργίας ὑψηλῶν νοηματικῶν συλλήψεων, (β) τὸ σφοδρὸν καὶ ἐνθουσιαστικὸν πάθος,
(γ) ἡ πλάσις σχημάτων λόγου (νοήσεως καὶ λέξεως), (δ) ἡ γενναία
φράσις, αὐτὴ ποὺ τὴν χαρακτηρίζουν
ἡ σωστὰ διαλεγμένη λέξη, ἡ μεταφορὰ καὶ ἡ λεξιπλασία (κεφ. 8.1)
καὶ τέλος ἡ ἰδιότητα ἡ συναρμόζουσα ὅλα τους, αὐτὴ ἡ ποιὰ σύνθεσις τοῦ ποιήματος, ἡ ὁποία
δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ φυσικὴ συμβολὴ
στὴν πειθὼ καὶ τὴν εὐχαρίστηση τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ ὄργανον θαυμαστὸ μεγαληγορίας καὶ πάθους (κεφ 39.1),
ὅπως συμβαίνει μὲ τὴν ποίηση ποὺ έξετάζουμε ἐδῶ.
Αὐτό, ὅμως, ποὺ περισσότερο ἀπ’ ὅλα
συνηγορεῖ στὴν συνεξέταση αὐτή, ἑνὸς ποιητῆ, δηλαδή, σὰν τὸν Νίκο
Καροῦζο, τοῦ ὁποίου οἱ σπουδαῖες κορυφώσεις στὸ ἔργο του συνυπάρχουν
μὲ προφανῆ ἀνισότητα καὶ ἄλλες ἀδυναμίες, εἶναι ἡ διαρκὴς μέριμνα
τοῦ Λογγίνου, κατὰ τὴν συνεχῆ σύγκριση σημαντικῶν ἐκπροσώπων κάθε
εἴδους λόγου ἀπὸ τὸ παρελθόν, νὰ παραβλέπει σκοπίμως σημαντικὲς ἐλλείψεις
καὶ παραπτώματά τους, ἐὰν τὸ συγγραφικό τους ἐπίτευγμα εἶναι ὑψηλό. Ὁ τρόπος ποὺ ὁ Λογγῖνος στοχάζεται
συγκρίνοντας τὰ ἔργα τοῦ λόγου, προκειμένου νὰ ἀναγνωρίσει σ’ αὐτὰ
τὴν ἀρετὴ τοῦ ὕψους εἶναι ἐξαιρετικὰ σαφὴς καί, γιὰ τὶς δικές μου τουλάχιστον
λογοτεχνικὲς προκαταλήψεις, πολὺ πειστικός:
«Ἐμπρός», γράφει, «ἂς πάρουμε ἕναν συγγραφέα
πραγματικὰ καθαρὸ κι ἀψεγάδιαστο. Ἄραγε δὲν θὰ ἄξιζε νὰ ἀναρωτηθεῖ κανεὶς
σχετικὰ μὲ τὸ ζήτημα αὐτὸ στὸ σύνολό του, τί θὰ ἤτανε ποιό σημαντικὸ στὰ
ποιήματα ἢ τὰ πεζογραφήματα, τὸ μέγεθος τοῦ ἐπιτεύγματος τὸ ὁποῖο, ὅμως, θὰ
εἶχε καὶ κάποια σφάλματα, ἢ τὸ μέτριο τοῦ ἀποτελέσματος ποὺ θὰ ἦταν σὲ ὅλα του
ἰσορροπημένο καὶ δίχως λάθη; Καὶ ἀκόμη, μὰ τὸν Δία, ποιές ἀρετὲς στὰ ἔργα τοῦ
λόγου δικαιοῦνται τὸ πρωτεῖο, αὐτὲς ποὺ εἶναι περισσότερες ἢ αὐτὲς ποὺ εἶναι
σπουδαιότερες;» (κεφ. 33.1)
Δίνει, μάλιστα, μιὰ πολὺ ενδιαφέρουσα
ἐξήγηση γιὰ τοῦτες τὶς πτώσεις τῶν μεγάλων, ποὺ τὶς βλέπει σχεδὸν ἀναπόφευκτες,
γράφοντας:
«ἐπιπλέον μήπως εἶναι ἀναγκαῖο νὰ συμβαίνει
καὶ τοῦτο: τὰ χαμηλὰ καὶ μεσαῖα πνεύματα νὰ παραμένουν στὶς περισσότερες τῶν
περιπτώσεων δίχως ἀποτυχίες καὶ σφάλματα, ἐπειδὴ δὲν διακινδυνεύουν σὲ τίποτα
καὶ δὲν ποθοῦν τίποτα τὸ κορυφαῖο, ἐνῶ τὰ μεγάλα κινδυνεύουν νὰ πέσουν ἐξαιτίας
αὐτοῦ τοῦ μεγέθους τους;» (κεφ. 33.2)
Γιὰ νὰ κάνει τὶς σχετικὲς ἀπόψεις του
ἀκόμη πιὸ γλαφυρές, συγκρίνοντας τώρα τοὺς ρήτορες Δημοσθένη καὶ Ὑπερείδη,
χρησιμοποιεῖ ὁ Λογγῖνος μιὰ πολὺ πετυχημένη μεταφορὰ ἀπὸ τὸν χῶρο
τοῦ ἀθλητισμοῦ, καὶ συγκεκριμένα ἀπὸ τὸ ἄθλημα τοῦ πεντάθλου: Ὁ πενταθλητής, μᾶς λέει,
εἶναι καλὸς σὲ ὅλα του τὰ ἀγωνίσματα, ξεπερνώντας κατὰ πολὺ τὶς δυνατότητες
κάθε κανονικοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ σὲ κανένα ἀπὸ τὰ πέντε δὲν εἶναι κορυφαῖος!
(κεφ. 34.1). Ὁλοκληρώνει μάλιστα τὴν σύγκριση μὲ μιὰ πολὺ ἰσχυρή,
ποιητικῶς καὶ ρητορικῶς παρατήρηση:
οὐδεὶς γοῦν Ὑπερείδην ἀναγιγνώσκων
φοβεῖται
«γιατὶ κανείς,
βέβαια, δὲν ταράζεται διαβάζοντας τὸν Ὑπερείδη» (κεφ. 34.4)
Σὲ
ἀντικατάσταση τοῦ ὀνόματος τοῦ Ὑπερείδη, ὁ καθένας μας θὰ μποροῦσε
νὰ σκεφτεῖ ἀρκετοὺς ποιητὲς καὶ καλλιτέχνες ποὺ ἀποσποῦνε τὸν θαυμασμό
μας γιὰ τὸ ἄψογο καλλιτεχνικό τους ἀποτέλεσμα. Ἀλλὰ ἐὰν πράγματι
κάποιος ἀπὸ ἐμᾶς ἔνιωσε κάποτε εἰλικρινὰ μέσα στὴν καρδιά του τρόμο
θανάτου, ἀγωνία ζωῆς καὶ μεταφυσικὸ ρίγος, τότε ἕνα ἀπὸ τὰ ὀνόματα
ποὺ θὰ διεκδικοῦσε τὸ πρωτεῖο γιὰ νὰ τεθεῖ στὸν ἀντίποδα τῆς θέσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ Ὑπερείδη, αὐτὸ
θὰ ἦταν γιὰ μένα σίγουρα τὸ ὄνομα τοῦ ποιητῆ Νίκου Καρούζου!
Περαίνοντας τὴν ἀνάγνωση τῆς ποιητικῆς
τοῦ Νίκου Καρούζου μέσα ἀπὸ τοὺς συλλογισμοὺς καὶ τὰ κριτήρια τὰ ὁποῖα
ἔθεσε μὲ τὸ ἔργο του ὁ Λογγῖνος,[1] στέκομαι σὲ ἕνα
τελευταῖο ποὺ μᾶς φέρνει στὴν καρδιὰ τῆς ὕπατης ποιητικῆς ἀρχῆς τοῦ
ποιητῆ τὸν ὁποῖο ἐξετάζουμε ἐδῶ: νὰ τοποθετεῖ, δηλαδή, τὴν πηγὴ
τῆς ἔμπνευσής του ἔξω ἀπὸ τὴν γραπτὴ ποίηση, καὶ γιὰ τὴν ἀκρίβεια
«στὴν ἀνυποταξία τοῦ θεοῦ».
Τρεῖς φορὲς στὸ σωζόμενο ἔργο του ὁ ἀρχαῖος
συγγραφέας συνδέει τὰ κατηγορήματα τοῦ ὕψους μὲ τὴν θεότητα:
ἄλλοτε ὀνομάζοντάς τα θεόπεμπτα
δωρήματα, ποὺ δὲν εἶναι θεμιτὸ νὰ τὰ ὀνομάσουμε ἀνθρώπινα (κεφ. 34.4)· ἄλλοτε ἀποφαινόμενος
ὅτι ἐκ φύσεως οἱ ψυχές μας ἐμφοροῦνται πάντοτε ἀπὸ ἄμαχον ἔρωτα γιὰ ὁτιδήποτε μεγάλο
καὶ θεϊκότερο μᾶς ξεπερνᾶ (κεφ. 35.2)· ἄλλοτε —καὶ ἰδιαιτέρως αὐτό—
δηλώνοντας ὅτι οἱ μεγαλοφυεῖς δημιουργοί, τοῦ ἀναμαρτήτου πολὺ ἀφεστῶτες
<ἡ ὑπογράμμιση δική μου>, ὑπερέχουν, ὡστόσο, κατὰ πολὺ
ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, καί, ἐνῶ τὰ σφάλματα τὰ ὁποῖα κάνουν τοὺς
δείχνουν ἀνθρώπινους, τὸ στοιχεῖο τοῦ ὕψους
ποὺ διαθέτουν τοὺς φέρνει κοντὰ στὴν μεγαλοφροσύνη τοῦ θεοῦ.
(κεφ. 36.1)
Συγγραφέας τοῦ πρώτου χριστιανικοῦ
αἰώνα πατώντας καὶ μὲ τὰ δύο του πόδια στὸν παγανιστικὸ κόσμο καὶ βαθειὰ
ριζωμένος στὴν καλύτερη πνευματική του παράδοση, ὁ λαμπρὸς σὲ κριτικὴ
φιλολογικὴ σκέψη καὶ πολιτικὴ σοφία δημιουργὸς τοῦ Περὶ ὕψους δὲν παραλείπει νὰ θεολογεῖ.
Μολοντοῦτο, τὸ αὐτονόητο καὶ ἀδιαμφισβήτητο ἀπὸ τὸν ἴδιο κύρος
τῆς πολιτισμικῆς του ἀγωγῆς καὶ παράδοσης, καὶ ἡ πιθανότατη ἀπουσία
σχετικῆς προσωπικῆς ἐμπειρίας καὶ διαίσθησης γιὰ τὰ νέα τεκταινόμενα
τοῦ καιροῦ του, δὲν τοῦ ἐπέτρεψαν νὰ ἀντιληφεῖ μιὰ νέα διάσταση τοῦ ὑψηλοῦ ποὺ μόλις γεννιόταν γύρω του: αὐτὴν
πού, ὅπως στὸν συγκλονιστικὸ πίνακα τῆς Σταύρωσης τοῦ Σαλβαδὸρ Νταλί,
ἀντικρίζει, στραμμένη πρὸς τὰ κάτω μὲ συντριβή, τὴν τραγωδία τοῦ ἀνθρώπου
ἀπὸ
τὸ ὕψος τῆς ἀγωνίας τοῦ Σταυροῦ.
ΠΕΡ' ΑΠ' ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ
Χτυποῦσα
τὰ χέρια μου στὰ γαλάζια κρύσταλλα τ' οὐρανοῦ
σὲ
κατάμαυρο μέλλον ἐξοντωμένος.
Ἤτανε
Σάββατο κι ὁ φτωχὸς Ἰησοῦς
ὁ
ξιπόλητος ἐρωμένος τῆς ἀγωνίας
ὁ
ξέχειλος ἀπ' τὴ σκιὰ τῶν λαῶν ἐπιστάτης
περίμενε
τὰ χαρωπὰ γραΐδια στὸ μισόφωτο.
Βγάζει
ψαλμὸ σὰ νὰ ποτίζει περιβόλια
ὁ
τρεμουλιάρης ἱερέας κι ὁ καθαρὸς
ἀέρας
ὁ ὑπνοφόρος.
Εὐρώπη,
Εὐρώπη δὲν εἶσαι τίποτ' ἄλλο,
εἶσαι
μονάχα ἡ συνέχεια τοῦ Βαραββᾶ!
Προδημοσίευση απὸ τὸ βιβλίο τοὺ Γιάννη
Πατίλη, Χερουβεὶμ Ἀρουραῖος. Ἀγωνία,
Πένθος καὶ Λύτρωση στὴν ποίηση τοῦ Νίκου Καρούζου, ποὺ θὰ
κυκλοφορήσει ἀπό τὶς ἐκδόσεις
Γαβριηλίδη
Ὁ Γιάννης Πατίλης εἶναι ποιητής
[1] Τὸ εἶδος
τῆς μοναδικότητας αὐτοῦ τοῦ ἀρχαίου
συγγραφέα, τὸ ὁποῖο
ἐπιτρέπει σὲ μᾶς, ὑπερβαίνοντας τὴν κειμενοκεντρικὴ ἑρμηνευτικὴ παράδοση, νὰ
συνδέουμε τὸ συγκεκριμένο ποιητικὸ ἔργο ποὺ ἐξετάζουμε μὲ τὸν βιωματικὸ ψυχοπνευματικὸ κόσμο τοῦ δημιουργοῦ
του, ὑποστηρίζει καὶ ἡ παρακάτω παρατήρηση τοῦ Παναγῆ Λεκατσᾶ: «Βλέπει ἔπειτα <ὁ Λογγῖνος> τὸ δημιούργημα σὰν κάτι ποὺ ἔχει
ἄμεση συνάρτηση μὲ τὴν ἠθικὴ
βίωση, ὄχι σὰν
αὐτοτελὲς καλλιτέχνημα, καὶ μὲ τὴν μελέτη
τοῦ πάθους ποὺ πρῶτος τὴν
ἐπιχειρεῖ, ὑποσημειώνει πρῶτος στὴν παράδοση τῆς Ἑλληνικῆς τεχνογραφίας τὴ σχέση τοῦ δημιουργήματος
μὲ τὶς ψυχοπνευματικὲς δυνάμεις, ποὺ ἡ
ὑπεροχή τους καὶ ἡ εἰλικρίνειά
τους ἐμψυχώνει τὰ τεχνικὰ μέσα.» («Εἰσαγωγή» στὸ Ἀνώνυμος, περὶ
ὕψους, ἐκδ. «Δαίδαλος»-Ἰ. Ζαχαρόπουλος, χ.χ., σελ. 4).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου