22/10/17

Οι «Σικελικοί διάλογοι» και τα «αποτυχημένα» βιβλία

Δημήτρης Α. Φατούρος, Χωρίς τίτλο, 1981, μελάνι σε χαρτί, 18 x 24,5 εκ.


ΤΟΥ ΦΟΙΒΟΥ ΓΚΙΚΟΠΟΥΛΟΥ

Έπεσε πρόσφατα στα χέρια μια νέα έκδοση του γνωστού βιβλίου του Έλιο Βιττορίνι, «Σικελικοί διάλογοι», και με κάποια νοσταλγία άρχισα να διαβάζω τις περίφημες σελίδες της αρχής που τόση απήχηση είχαν στην ψυχή μου: «Ήμουν, εκείνο το χειμώνα, κυριευμένος από ακαθόριστους θυμούς. Δεν θα πω ποιους, δεν θ’ αρχίσω να διηγούμαι γι’ αυτούς. Αλλά πρέπει να πω ότι ήταν ακαθόριστοι, ούτε ηρωικοί, ούτε ζωντανοί∙ θυμοί, κατά κάποιο τρόπο, για το χαμένο ανθρώπινο γένος…». Ποιος ξέρει για ποιο θαύμα είναι αρκετές μόνο δυο σελίδες για να ξαναφέρουν στη μνήμη με ακρίβεια το κλίμα ορισμένων χρόνων, και την ανυπομονησία ανώριμων εφήβων. Αλλά προχωρώντας σελίδα με τη σελίδα η συγκίνηση εξαφανίζεται και αφήνει τη θέση της στον εκνευρισμό και την ενόχληση.
Είναι περίεργο πως ένα «αποτυχημένο» βιβλίο πέτυχε να μας μιλήσει τόσο πολύ στην ψυχή μας. Τι τύπος αποτυχημένου βιβλίου είναι αυτό; Βέβαια «αποτυχημένο» προϋποθέτει μια απόρριψη, μια έλλειψη, μια σκιά και επίσης, ίσως, καμιά φορά, έναν φαταλισμό: αλλά ως προς τι; Σε σύγκριση με εκείνα τα μυθιστορήματα όπου οι προθέσεις του συγγραφέα βρίσκουν έναν τρόπο να πραγματοποιηθούν στο εσωτερικό του ίδιου του έργου, και το κοινοποιούν και συνεχίζουν να το κοινοποιούν στο χρόνο, πέρα από τις μόδες, τις τάσεις  και τα πιστεύω. 
Όμως η σύγχρονη λογοτεχνία είναι γεμάτη από «αποτυχημένα» βιβλία που ξέρουν να μας μιλούν όπως τα «πετυχημένα», γιατί το νόημα του κάθε διηγήματος, του κάθε διηγήματος γραμμένου τη σύγχρονη εποχή, την εποχή του κενού, της απουσίας, της απόρριψης, είναι ότι το μυστήριο δεν θα μπορέσει ποτέ να αποκαλυφθεί. Το νόημα της αφηγηματικής τέχνης είναι να καθιστά για πάντα άλυτο το αίνιγμα. Στο χαρτί μένει μόνο το θολό τρομακτικό ίχνος, ο γεωγραφικός χάρτης αυτού του συνεχούς άγνωστου που είναι ένα αφήγημα.

Έτσι, στη Δίκη του Κάφκα, για ποιο αδίκημα κατηγορείται ο Γιόζεφ Κ. δεν θα το μάθουμε ποτέ. Κι όμως παρά την τόσο μεγάλη παράληψη –αδιανόητη για ένα «πετυχημένο» βιβλίο- η καθήλωση  στο μυθιστόρημα αυξάνει, και αυξάνει ακριβώς χάρη σ’ αυτή την παράληψη. Και γιατί ο Μερσώ, στον Ξένο του Καμύ, σκοτώνει τον άραβα στην παραλία; Δεν θα το μάθουμε ποτέ, αλλά κι εδώ η παράληψη που τοποθετείται στο κέντρο του βιβλίου παίζει με το παράλογο και το επιβεβαιώνει, το κάνει σχεδόν χειροπιαστό. Κι αν συγκρίνουμε Τον άνθρωπο χωρίς ιδιότητες του Μούζιλ –ένα από τα κατεξοχήν «αποτυχημένα» βιβλία- με τις Αναστατώσεις του οικότροφου Τέρλες του ίδιου συγγραφέα, που είναι εξάλλου ένα «πετυχημένο» μυθιστόρημα, είναι σίγουρο ότι στη λογοτεχνία μετρά περισσότερο το πρώτο από το δεύτερο.
Υπάρχουν λοιπόν «αποτυχημένα» έργα πιο σημαντικά από τα πετυχημένα, όπου το αρνητικό σημείο μετατρέπεται σε θετικό. Και στη σύγχρονη ιταλική λογοτεχνία τα «αποτυχημένα» έργα που μετρούν είναι πολλά, ίσως να είναι και η πλειοψηφία. Όχι μόνο οι Σικελικοί διάλογοι είναι ένα «αποτυχημένο» μυθιστόρημα, αλλά σχεδόν όλα τα μυθιστορήματα του Παβέζε, το αφηγηματικό έργο του Παζολίνι, και με διαφορετικό τρόπο και βαθμό ακόμη και τα βιβλία του Γκάντα και του Καλβίνο, του Αρμπαζίνο και του Μανγκανέλλι, γιατί στο μεγαλύτερο μέρος αυτών των βιβλίων οι προθέσεις του συγγραφέα είναι σαν να βρίσκονται όχι μόνο μέσα στο κείμενο αλλά έξω ή γύρω από αυτό, ακόμη και πριν ή μετά την ολοκλήρωσή του, σε ένα είδος εγγυημένης «σιωπηλής συμφωνίας». Για παράδειγμα, όταν ο Μανγκανέλλι λέει: «Η λογοτεχνία είναι ένα ψέμα», με ό,τι αυτό συνεπάγεται, δεν κάνει άλλο από μια δήλωση προθέσεων, που γι’ αυτόν όμως είναι παραγωγική. Το ίδιο ισχύει και για τον Παζολίνι στα Κουρσάρικα γραπτά. Γιατί ένας τρόπος να αντιλαμβάνεται τη λογοτεχνία, μια κάποια λογοτεχνική ιδεολογία, μια κάποια ποιητική, εκφρασμένη σε δοκίμια, άρθρα, παρεμβάσεις, ακόμη και με τον τρόπο ζωής, θα υπεισέλθει μετά με ένα είδος περίεργης όσμωσης στο έργο του, θα επηρεάσει τον τρόπο ανάγνωσης, την οπτική του αναγνώστη, και θα συμβάλει στο να την εμπλουτίσει μ’ εκείνα τα στοιχεία τα οποία δεν λέει και δεν περιέχει.
Φυσικά υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στα «πετυχημένα» έργα και σ’ εκείνα τα απλά «καλοφτιαγμένα»∙ κι ανάμεσα στα «αποτυχημένα» και τα «χρεωκοπημένα». Όμως τι μπορούμε να  πούμε για την επίδραση που έχουν τα «αποτυχημένα» έργα στον αναγνώστη;  Αυτά, ακριβώς γιατί «αποτυχημένα», μας οδηγούν να σκεφτούμε ένα αποτέλεσμα που είναι αδύνατο να φτάσουμε γιατί ο ίδιος ο συγγραφέας το τοποθέτησε μακριά, πολύ μακριά ακόμη  κι από τον εαυτό του∙ και μας ωθούν στο να υπερβούμε το νόημα και το όριο που βάζει το έργο. Καμιά φορά αυτή την ώθηση μας τη δίνουν μέσα από τη χρήση μιας ιδιαίτερης γλώσσας, άλλες φορές από τη χρήση μιας ιδιαίτερης φόρμας, και σε πολλές περιπτώσεις μέσα από μια απλή δήλωση προθέσεων που εκδηλώνεται αλλού, όχι στο έργο, από τον συγγραφέα, που γεννά μια ποιητική ή μια ιδεολογία της λογοτεχνίας  που ενσαρκώνει ο συγγραφέας. Εξάλλου, σ’ έναν κόσμο όπου δεν υπάρχει πια μια κοινή οπτική, όπου η ολότητα έχει εξαφανιστεί εδώ και καιρό, και όπου το υποκείμενο δεν έχει καμιά υποχρέωση προς κοινά αποδεκτούς κανόνες και αισθητικές αντιλήψεις, μια δήλωση καλών προθέσεων σημαίνει πρωτοτυπία, σημαίνει τη δημιουργία ενός ζωτικού χώρου σε ένα ουδέτερο σύμπαν.
Τι ήταν η λογοτεχνική ιδεολογία, τι ήταν η ποιητική του Βιττορίνι, και σε τι βαθμό εκείνη η ιδεολογία κι εκείνη η ποιητική συνέβαλλαν στο να μας εμπλουτίσουν με την ανάγνωση των έργων του; Αλλά για πόσο διαφορετικούς λόγους (ιστορικούς ή γούστου)  εκείνη η ιδεολογία κι εκείνη η ποιητική δεν χρησιμεύουν πια για να υποστηρίξουν το έργο∙ και το έργο παραμένει μόνο του για να μας μιλάει, μπορεί να συμβεί αυτό που ένιωσα κι εγώ  με τους Σικελικούς διαλόγους: να κλείσω το βιβλίο. Κι αυτός είναι ένας κίνδυνος που απειλεί όχι μόνο το βιβλίο του Βιττορίνι, αλλά και πολλά από τα «αποτυχημένα» βιβλία που γράφονται σήμερα συνειδητά με υπολογισμό και επίγνωση.

* Ο Έλιο Βιττορίνι, αρχίζει να γράφει τους Σικελικούς διαλόγους, το 1936-37. Πρώτη έκδοση,  Μπομπιάνι, 1941.  

Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ

Δεν υπάρχουν σχόλια: