Δυο λόγια συγκίνησης για
την Νίκη της
ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
«Και ούτε ο Γιάννης ο Kάντζιος υπάρχει»
Ας
ειπωθεί από την αρχή: κατά την εκτίμησή μου, η επιστολή του φυλακισμένου γιου με
την οποία ολοκληρώνεται το έργο της Λούλας Αναγνωστάκη Η νίκη (1978) είναι ένα από τα πιο όμορφα κείμενα που έχουν γραφτεί
στην ελληνική γλώσσα. Με αφορμή λοιπόν την αποδημία της συγγραφέως, δύο λόγια
συγκίνησης για ένα έργο που προσωπικά θαυμάζω αλλά και το οποίο θα έπρεπε να συγκαταλέγεται
στον «κανόνα» της νεοελληνικής δραματουργίας.
Όχι
μόνο γιατί θεωρήθηκε έργο
που σηματοδοτεί την έξοδο της Αναγνωστάκη από τον ατομικό εφιάλτη και τη στροφή
της στην ψηλάφηση των εθνικών τραυμάτων με τους τρόπους του ποιητικού και
κοινωνικού ρεαλισμού. Ακόμη και αν ο τίτλος του έργου Η νίκη (προσοχή
στο άρθρο που προηγείται), λειτουργεί ειρωνικά, καθώς οι κοπιώντες και
πεφορτισμένοι αντι-ήρωες του δράματος ηττώνται κατά κράτος και δι’ αυτής της
ήττας σημαίνεται και η οριστική απώλεια των «προκατασκευασμένων» νικηφόρων
οραμάτων, το οδοιπορικό και ο σταδιακός ακρωτηριασμός μιας σχεδόν αρχετυπικής
ελληνικής οικογένειας, από ένα μακεδονικό χωριό στον Πειραιά και από εκεί στη
Γερμανία, αποκτά καθολικότητα. Πρόκειται για μια αντιπροσωπευτικότητα που
υποδηλώνεται ήδη από την ονοματολογία
των χαρακτήρων (Γριά, Μικρή, Παιδί, μικρά συνηθισμένα ονόματα) και τις ηλικίες
των προσώπων, ακόμη και των απόντων σκηνικά: από το γέροντα σύζυγο της Βάσως
που γυρνά στο γενέθλιο τόπο για να πεθάνει έως το επιθυμητό (και αγέννητο) μωρό
του Νίκου με τη Γερμανίδα νύφη. Ανάλογα λειτουργούν και οι αφηγηματικοί και δραματικοί χώροι δράσης: το μακεδονικό χωριό
(εξιδανικευμένος τόπος της παιδικής ηλικίας όπου το χιόνι λειτουργεί ως
παπαδιαμαντικό καθαρτικό σάβανο), ο Πειραιάς (τόπος του φονικού, αποπνικτικά
ζεστός, με βαρείς ίσκιους αστυνόμευσης), η Γερμανία (ψυχρός και ξένος τόπος με
τις φάμπρικες-φυτώρια εγκλημάτων και εκμετάλλευσης). Ο τελευταίος χώρος αφορά το
σκηνικό παρόν, ενώ οι υπόλοιποι το παρελθόν (αναμνήσεις προσώπων). Ανάλογα οι δύο
χώρες (Ελλάδα / Γερμανία) και η ζωή σ’ αυτές προσλαμβάνονται με διαφορετικό
τρόπο για καθένα από τα πρόσωπα: ο Νίκος μέσω του γάμου του στη Γερμανία επιχειρεί
τον εγκλιματισμό, η Βάσω επιθυμεί να αποδράσει από τον εφιαλτικό τόπο του
φονικού, η Γριά αισθάνεται βίαια αρπαγμένη από την πατρίδα της, ο Βλάσης κατορθώνει
τον επαναπατρισμό του. Το σχήμα νόστος-ξενιτειά ιριδίζει σε αποχρώσεις: τα
πρόσωπα κουβαλούν την Ελλάδα μέσα τους, το «ταξίδι μακριά» δεν τα απελευθερώνει. Ίσως γιατί το οικογενειακό χρονικό δένεται
με τις περιπέτειες του Ελληνισμού: εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση, μνήμες
εμφυλίου, δικτατορία. Οι (δραματοποιημένοι) χρόνοι της οικογένειας αφορούν τον καιρό
της οικογενειακής συνοχής και της παιδικής ηλικίας στο μακεδονικό χωριό, την
εποχή της εκτροφής του φονικού στον Πειραιά και τη μεταναστευτική φυγή στον ευρωπαϊκό
Βορρά, όπου ξανά η μοίρα και το κακό στοιχειώνουν τους ήρωες.
Το έργο είναι οργανωμένο σε
έξι αριθμημένες, άνισης έκτασης, σκηνές. Μονολογικές (1η), διαλογικές (4η, 6η)
και πολυφωνικές (2η, 3η, 5η). Οι πυρετώδεις μονόλογοι έχουν χαρακτήρα
εκμυστηρευτικό και λειτουργούν προληπτικά και αναδρομικά, ενώ οι διαλογικές
σκηνές συγκροτούνται κατά τους μηχανισμούς της αντιπαράθεσης. Κεντρική όσον
αφορά τη σύγκρουση μπορεί να θεωρηθεί η 5η σκηνή, όπου ο Νίκος δολοφονείται αδόκητα
και κατά λάθος, ενώ η (εκτός σκηνής) τελετή του αρραβώνα έχει μόλις ολοκληρωθεί.
Αξιοσημείωτη είναι η κλιμάκωση που προηγείται, από σκηνή σε σκηνή, με το
ξεκαθάρισμα διαπροσωπικών, οικογενειακών και πολιτικών λογαριασμών. Ακόμη και
αν η Αναγνωστάκη δεν γράφει έργο «με ανάγλυφα αίτια και αιτιατά», εύκολα αποκρυπτογραφούνται
ορισμένα δίπολα που οργανώνουν ένα ευρύ φάσμα αναφορών: αρχαία πάθη και φονικά
τιμής, ατομικό και συλλογικό, ιδιωτικό και δημόσιο. Η μητριά πατρίδα και τα
τραύματα της μετεμφυλιακής Ελλάδας, έτσι όπως απηχούνται στα σπαράγματα του
εξομολογητικού λόγου του Θύμιου και του Νίκου, επιτρέπουν τη σύγκλιση του
οικογενειακού με το εθνικό. Ενώ η απόσταση που χωρίζει τις δύο ομάδες των
προσώπων (πρώτη ομάδα οι σκηνικά απόντες Θανάσης, Κάντζιος, Σύζυγος Βάσως και
δεύτερη ομάδα οι παρόντες υπόλοιποι) επιβάλλει τη χρήση μέσων επικοινωνίας με
την πατρίδα (τηλέφωνο, γράμμα, κάρτες) τα οποία ενεργοποιούν το «εδώ» και το
«αλλού», την επώδυνη και επιλεκτική λειτουργία της μνήμης και την καραδοκούμενη
λήθη, τον πόνο του ξένου και πλάνητα και την επιθυμία της ενσωμάτωσης. Ανάλογα
υφίστανται και οι ομόκεντροι κύκλοι του αδιεξόδου: η φυλακή του ποινικού
ισοβίτη και μεγαλύτερου αδελφού Θανάση ως μικροχώρος υποχρεωτικού εγκλεισμού· ο
Πειραιάς του φονικού, της αστυνόμευσης, των απαγορεύσεων, του καύσωνα· η
Γερμανία της μετανάστευσης με τα κρύα πάρκα, τις εκκαθαρίσεις λογαριασμών, τα
εγκλήματα αλλά και το παραδείσιο Μαϊάμι. Η Αναγνωστάκη οργανώνει
γεγονότα-αρμούς για την οικονομία και την εκδίπλωση των νοημάτων του έργου: η
γιορτή στο χωριό, το φονικό στον Πειραιά, ο αρραβώνας με τον χορό ως
εναγκαλισμό θανάτου. Αν το χιονισμένο χωριό λειτουργεί ως κατευναστικό κοινό σημείο
αναφοράς, το φονικό τιμής, ιδωμένο από την πλευρά Βάσως και Γριάς με τις
ανάλογες εμπλουτιστικές λεπτομέρειες και διαφοροποιήσεις, είναι το κομβικό
σημείο από το κοινό παρελθόν που δίνει υπόσταση στην οικογένεια. Οι ευρέως
φάσματος δεσμοί των προσώπων υπογραμμίζουν τη σύγκρουση, το αδιέξοδο και την
κάποτε ανεπίδοτη τρυφερότητα. Η Γριά αγαπά τον πρωτότοκο «φονιά» Θανάση και
παίζει ένα ανελέητο παιγνίδι μίσους/αγάπης με την «αίτιο» του φονικού Βάσω, η
οποία στέκεται στοργικά απέναντι στο «μικρό» Νίκο. Η ανήλικη προγονή της Βάσως
που «δεν ήταν για παιδιά» αποδεικνύεται ξένο σώμα, όπως και ο απών και άρρωστος
σύζυγός της.
Κυρίαρχα αισθήματα που
δίνουν τον τόνο και το κλειδί ανάγνωσης του έργου είναι ο φόβος, η πικρία, η
διάψευση, η συντριβή. Ο Νίκος και ο Θύμιος, έρμαια μιας άσκησης υπερμνησίας,
αποκαλύπτουν καλειδοσκοπικά στιγμές από μια επώδυνη παιδική ηλικία. Ο Νίκος
αγωνιά και επιθυμεί το άλμα μιας αναγκαστικής εξοικείωσης με το γερμανικό
πρότυπο. Αν και η καρτερική γριά μάνα προαισθάνεται και φοβάται τη μεταφορά του
κακού στον (ά)ξενο τόπο, εκείνη που ελπίζει και αγωνίζεται, η Βάσω, θα συντριβεί
μετά τη δολοφονία του Νίκου. Οι λεκτικοί διαξιφισμοί Μάνας και Κόρης λειτουργούν
αποτελεσματικά ως συνωμοτική κίνηση, ως αέναη διαδικασία επαναφοράς στις πληγές
του παρελθόντος και ως ιεροτελεστική διαδικασία που, συγχρόνως, τις θρέφει και
τις εξουθενώνει.
Με ένα νυφιάτικο μπαούλο
από την Ελλάδα για ένα γάμο στα ξένα που δε θα πραγματοποιηθεί και ανεπούλωτες
τις τραυματικές εμπειρίες από τη μητριά πατρίδα, σ’ ένα σκηνικό χώρο σχεδόν
γυμνό που μοιάζει με ψυχικό τοπίο, μεταξύ έντρομης κίνησης, παραληρήματος και
ακινησίας εξουθένωσης, με το κόκκινο χρώμα του αίματος και του έμμηνου κύκλου
και το μαύρο της χηρείας και του πένθους, η Αναγνωστάκη καταθέτει με απαράμιλλο
τρόπο δύο-τρία πράγματα που ξέρει για μια Ελλάδα που οι ένοικοί της εξέρχονται
από το (σκηνικό) σκοτάδι, αφήνονται στη χίμαιρα ενός ανεπίδοτου νικηφόρου
οράματος και κατακρημνίζονται στην απόγνωση.
Ο Κωνσταντίνος
Κυριακός διδάσκει στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών
Δημήτρης Α. Φατούρος, Χωρίς τίτλο, 1961, μελάνι
σε χαρτί, 30,2 x 37,5 εκ.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου