ΤΟΥ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΠΟΥΡΑ
ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΛΟΥΡΗ, Καθημερινά κρεβάτια, ποιήματα, εκδόσεις
Μελάνι, σελ. 24
Λυδία Δαμπασίνα, Χωρίς τίτλο, 1981, c-print, 160 x 78 εκ. |
Ιδιότυπη
ποιητική φωνή. Άφατη εκφραστικότητα, σχεδόν ανέφικτη. Εσωτερικά τοπία σαν
αστραπές, εκλάμψεις σε ένα μαγικό σύμπαν όπου δεν ισχύουν οι νόμοι της
Ευκλείδειας γεωμετρίας και ο Καρτέσιος θεωρείται persona non grata. Ακριβώς αυτός ο αντεστραμμένος ορθολογισμός επαναφέρει την
ποίηση στη χαμένη της αξιοπιστία, πέρα από κραυγές, συνθήματα και διαφημίσεις
του ναρκισσιστικού ειδώλου στην πομφόλυγα της δημοσιότητας. Ανατροπές του ρυθμού,
συν-κοπές φωνημάτων, αποσπασματικότητα ψηφιδωτού, συνθέσεις καθόλου προσιτές
στην ανάγνωση που απαιτούν ενίοτε «ξεκλείδωμα» κι αντιστέκονται σα στρείδι.
Βεβαίως η λύση του «γορδίου δεσμού» είναι ευρέως διαδεδομένη στη φρενιτική
εποχή μας, αφού η ποιήτρια δεν κάνει εκπτώσεις, δεν προσφέρει ευκολίες, δεν
επιθυμεί διακαώς να γίνει αρεστή αλλά να διοχετεύσει το μάγμα του μέσα θρήνου
σε ασφαλή ηφαιστειογενή πετρώματα πάνω στα οποία μπορεί να πατήσει κανείς και
να φυτέψει το δεντράκι που θα τον σκιάσει.
Θρήνος για τα χαμένα μωρά,
μικροσκοπικά φέρετρα στοιχειώνουν τη θεματολογία της Μαρίας Κουλούρη. Πρόκειται
για τη χαμένη μας παιδικότητα; Όμως δεν διαφαίνεται πουθενά «παράδεισος» της
παιδικής ηλικίας. Αντιθέτως, οι ενήλικες ακροβατούν στο δικό τους χάος,
αναχαράζουν τα οικεία αδιέξοδα και απλώς «αχνίζουν» το γάλα για υπάρξεις που
σαν «Παιδιά κοιμούνται μες στα δάση / Στο πιο απαλό σκοτάδι σέρνουν μάγουλα /
Μορφές της άγνοιας με δάχτυλα στο στόμα / Κάθε πρωί φορούν τα μάτια τους / Όσο
εμείς αχνίζουμε το γάλα / Έπειτα στρώνουμε τα δέντρα / Διπλώνουμε το χώμα / Και
η μέρα φτάνει»… Ο κόσμος ως σκηνικό, η ζωή θέατρο απέραντο που κάτι
μικροσκοπικά όντα σέρνουν τεράστιες σκιές για να ξορκίσουν το φόβο τους. Τρόμος
θανάτου. Το «εγώ» αρνείται να παραδοθεί στην ανυπαρξία. Το «εμείς» υπάρχει
μόνον ως καθήκον και θρήνος για την ομοιοπαθητική ταύτιση με τον χαμό και τον
πόνο του «άλλου», κάτι που αργότερα θα το βαφτίσουν «ενσυναίσθηση» και οι
αγγλόφωνοι θα το πουν “empathy”, που συγγενεύει ίσως υπόγεια στη βαθιά
δεξαμενή του Συλλογικού Ασυνείδητου με την «εμπάθεια».
Μαγική εικόνα η
ποίηση της Μαρίας Κουλούρη, αποκαλύπτει μυστικά κρύβοντάς τα, αναχαράζει
κοινοτοπίες φορώντας τους το μανδύα του «σκοτεινού» που δεν είναι αναπόφευκτα
κι ερεβώδες. Αντιθέτως. Ευφρόσυνη χαρμολύπη καλύπτει σαν πάχνη τα γραπτά και
την καλοδεχούμενη δημόσια εικόνα της. Μέχρι τώρα έχει δει να τυπώνονται τρεις
ποιητικές της συλλογές από το «Μελάνι» κι έχει αποσπάσει βραβεία καθόλου
ευκαταφρόνητα για τον μινιμαλισμό του έργου της. Η πληθωρική της παρουσία
απλώνεται στο θέατρο και στον κινηματογράφο και υπόσχεται πολλά για το μέλλον.
Εργάζεται ως λογοθεραπεύτρια, σύμβουλος Ψυχικής Υγείας και εμψυχώτρια θεατρικής
ομάδας ενηλίκων με αυτισμό και νοητική υστέρηση. Γεννήθηκε στη Χαλκίδα το 1975,
ζει στην Αθήνα και οι ποιητικές της προθέσεις φαίνονται καθαρά στις
προγραμματικές δηλώσεις που συνοδεύουν τα Δελτία Τύπου αυτού του ολιγοσέλιδου
πονήματος: Η ποίηση δεν προσφέρει απαντήσεις. Η ποίηση
φτιάχνει ερωτήσεις. Η διαδρομή μέσα στη νέα μικρή ποιητική σύνθεση της Μαρίας
Κουλούρη, «Καθημερινά κρεβάτια», ευδοκιμεί στην ησυχία, ζητάει χρόνο από τον
αναγνώστη, να ξαποστάσει και να την απολαύσει, με βήματα αργά και μάτια που
ξεχωρίζουν και το φως και τη σκιά. Το «εγώ» συνδιαλέγεται με το «εμείς» και
δημιουργεί ένα νέο «εσείς». Οι λέξεις βρίσκουν χώμα για να ριζώσουν και ο
άνθρωπος φύεται εκ του μη όντος, ψάχνοντας μια πιο αυθεντική ύλη, που ενδέχεται
εδώ να την ανακαλύψει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου