ΤΗΣ ΠΟΛΥΣ ΧΑΤΖΗΜΑΝΩΛΑΚΗ
ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ποιήματα 1943-2008, εκδόσεις Κίχλη, σελ. 296
Κάποτε ο Βρετανός συγγραφέας
Robert McFarlane είπε
ότι όλη η ιστορία της χώρας του μπορεί να ειπωθεί με βάση τα πέντε βασικά της
πετρώματα: γρανίτη, αμμόλιθο, σχιστόλιθο, κιμωλία και ασβεστόλιθο. Είχε μάλιστα
αντιστοιχίσει τις γεωγραφικές περιοχές και τους ποιητές ή τους συγγραφείς
ανάλογα με την μορφολογία του εδάφους, και έκανε την αρχή για ένα λογοτεχνικό-γεωλογικό
χάρτη, που αν φτιαχτεί θα έχει τον γρανίτη του Ted Hughes, την κιμωλία των EM
Forster και του GK Chesterton, τον ασβεστόλιθο του Auden και πάει λέγοντας...
Σκεφτόμουν τότε
που διάβασα το κείμενο του MacFarlane,
αν θα μπορούσε να γίνει και για την δική μας χώρα μια τέτοια ταξινόμηση,
Φοβούμαι ότι η διαφοροποίηση της μορφολογίας του εδάφους εδώ δεν έχει την
έκταση που παρουσιάζει στη Γηραιά Αλβιώνα. Η κυριαρχία δηλαδή του
ασβεστολιθικού σε μια χώρα με το μέγεθος μόλις μιας Βρετανικής επαρχίας θα δυσκόλευε ένα τέτοιο εγχείρημα.
Παραμένει ωστόσο γεγονός ότι η μορφολογία του εδάφους: πέτρα, ξερολιθιές, ακόμα και η άμμος, έχουν
εισχωρήσει με καθόλου τετριμμένο τρόπο στις μεταφορές της ελληνικής λογοτεχνίας.
Από τους ομιλούντες λίθους –τα λαλάρια– του Παπαδιαμάντη, μέχρι την άμμο, με τη
λεπτή της διασπορά, την απειρία των κόκκων, το διαφεύγον σχήμα της στην Άρνηση (το περιγιάλι το κρυφό) του Γ.
Σεφέρη. Η άμμος (η ξανθή) αποτελεί το
σύμβολο της ρευστότητας, τη ματαιότητα της μνήμης. Προσφάτως ανακάλυψα στην Παναγιά τη Γοργόνα του Στρατή Μυριβήλη
μια ισοδύναμη με του MacFarlane χαρακτηρολογική της
ανάγνωση. Η ιδιότητά της δηλαδή να αποτελείται από μικρές ασυναφείς, ακέραιες,
αδιάβροχες, αυτοτελείς μονάδες ταιριάζει με την ανεξάρτητη ψυχοσύνθεση των
ψαράδων, των θαλασσινών εν γένει, σε
αντίθεση με τους στεριανούς που τους ταιριάζει το χώμα που γίνεται πηλός και
λάσπη. «Αυξάνεστε και πληθύνεστε ως η άμμος», η παρεφθαρμένη αναφορά στην Παλαιά
Διαθήκη στον Φτωχούλη του Θεού του
Καζαντζάκη, για να δικαιολογήσει τον σαρκικό έρωτα διευρύνει ακόμα περισσότερο το
πεδίο των μεταφορών, των αποχρώσεων που μπορεί να περιλάβει αυτό το ασύνδετο
υλικό, η ρευστή μορφή της πέτρας, που με τις ιδιότητες της α-συνάφειας, και της απειρίας, είχε γοητεύσει
τον Μπόρχες στις λογοτεχνικές δοκιμές του για το άπειρο, όπως είναι συγκεντρωμένες στο
Βιβλίο της άμμου.
Ποιητής της
άμμου είναι και ο Γιώργης Παυλόπουλος, ο σπουδαίος ποιητής από την Ηλεία, για
τον οποίο οι διαμεσολαβητές της ποίησης, όπως γράφει στο γνωστό δοκίμιό του για
τα Αντικλείδια ο Δημήτρης Μαρωνίτης,
«δεν είχαν έτοιμο το ζύγι για να μετρήσουν τον καρπό μιας ποίησης που μέστωσε
και ανέβηκε η στάθμη της ψηλά». Λόγια για να σχολιαστεί η αμηχανία του κοινού,
η αμηχανία των κριτικών, η μικρή κυκλοφορία των συλλογών του, μιας ποίησης
απλής, στοχαστικής, αφηγηματικής στον πυρήνα της, με εμβέλεια που ξεπερνά την
τοπικότητα της γλώσσας και της έκφρασης, όχι μόνο λόγω των αναγνώσεων, των
οφειλών και των επιρροών, αλλά και επειδή ανοίγει τα σύνορα του κήπου του, «ο
κήπος της λογοτεχνίας ποτίζεται από όλες τις γειτονιές του κόσμου» είχε πει ο
ποιητής για την σχέση της ποίησής του με τον κόσμο.
Αφορμή αυτού του
μικρού κειμένου είναι η συγκεντρωτική έκδοση από την Κίχλη των ποιημάτων του
Παυλόπουλου, από την τρυφερή ηλικία των δεκαεννιά του το 1943 μέχρι το
τέλος, το 2008. Αισθάνομαι αμηχανία να
αποδώσω με λόγια, όσο αισθαντικά και να είναι, άλλο ένα καθρέφτισμα του συνόλου
της ποίησης του Γιώργη Παυλόπουλου. Δεν μπορώ να αντισταθώ ωστόσο στον
πειρασμό, μετά την ευκαιρία της νέας ανάγνωσης, έχοντας την άνεση να έχω όλο το
έργο του μπροστά μου, να κάνω μερικές
παρατηρήσεις, επί μέρους ίσως για το εργαστήρι του ποιητή. Υπενθυμίζω λοιπόν
την εμμονή του στην αιώνια ισχύ της αρίθμησης, όταν γράφει για τον σταθερό αριθμό των γραμμένων και των άγραφων
ποιημάτων του, όχι μόνο σαν να πρόκειται για ένα ενιαίο ψυχικό υλικό εκφρασμένο
και ανέκφραστο, αλλά σαν να έχει ήδη υποστεί την χάρη τού να το έχει μετρήσει
κάποιος.
Δεν περνά
απαρατήρητο το Μπορχεσιανό του πάθος για μυθοπλασία, όταν σκαρώνει ποιήματα – mise en abyme παραμύθια, σαν κυκλικά άπειρα, όσον αφορά την πλοκή τους,
όπως εκείνο με τους δυο ληστές να μιλούν κάτω από το κρεβάτι ενός παιδιού, η
όταν αφιερώνει ποίημα στη Σεχραζάτ της αιώνιας αφήγησης. Παραπέμπει στον τυφλό
Αργεντινό με τις αναφορές στο Ζήνωνα,
στην τυφλότητα, στην έρημο και τους καθρέφτες, στην οντολογία των ονείρων.
Φυσικά και του απευθύνει ευθέως χαιρετισμό, στο Ο ποιητής και το φεγγάρι.
Πόσο ιδιαίτερη
περίπτωση είναι ο ποιητής, που χωρίς να φύγει από τον τόπο του, διαβάζει το Μαγικό δέρμα του Μπαλζάκ στην εφηβεία.
Όχι απλώς σημάδι της αφηγηματικότητας που θα χαρακτηρίζει τα ποιήματά του, αλλά
και προσχώρηση από την τρυφερή ηλικία στην ατραπό του ισοζυγίου της μαγείας,
των σταθερών αριθμών και του απείρου: Όσο οι επιθυμίες του ήρωα
εκπληρώνονται τόσο το (μαγικό) δέρμα
συρρικνώνεται. Δεν είναι μακριά οι «μυθοπλασίες» του Αργεντινού. Θέματα της πιο άδολης τοπικότητας, όπως το
κόκαλο που μιλά στη φλογέρα του βοσκού, το πουλάρι της παιδικής ηλικίας, το
σακί με τα κεφάλια των ανταρτών, εικόνες
και τραύματα από την αντίσταση, τον εμφύλιο και την πικρή μνήμη, συνομιλούν με
τον την ποίηση του Φρανσουά Βιγιόν, τον Ρεμπώ. Ένθετες εγκαταστάσεις με ξερά
φύλλα από την Ωβερ συρ Ουάζ, παρέα με τον Van Gogh...
Στη γειτονιά των
ινδιάνων, των εξορίστων, των προσφύγων, των καταδιωγμένων. Τοπικός στο έπακρο
και κοσμοπολίτης. Δεν φεύγει από τον τόπο του, δουλεύει στα γραφεία των ΚΤΕΛ.
Δεν βγαίνει από την κάμαρά του. Εκείνη ταξιδεύει τη νύχτα…
Τι
πειρασμός αυτή η αγωνία της επίδρασης! Ποιοι είναι οι τεχνίτες που παραστέκουν
και ανέθρεψαν τον ποιητή; Η αγωνία όμως δεν αφορά τον συγγραφέα αλλά τον
αναγνώστη, που ψάχνει με το μεγεθυντικό φακό στοιχεία και επιρροές, ανακλάσεις,
καθρεφτισμούς και ομοιότητες. Φευ, όπως ο ίδιος ο Μπόρχες έχει πει, τούτο είναι
μάταιο γιατί στην πραγματικότητα το σπουδαίο έργο δημιουργεί το ίδιο τους
προγόνους του. Και ναι, ο Δημήτρης Μαρωνίτης θα αναλύσει μέχρις εξαντλήσεως το
στίχο της Ιλιάδας που έχει διαλέξει ως προμετωπίδα ο ποιητής στα Αντικλείδια. Η περιφορά του μανικού
Αχιλλέα πίσω από τον Έκτορα, εκεί που δεν ξέρεις ποιος τρέχει πίσω από ποιον
στο βάθος του μυαλού σμίγει με το μυθικό κυνήγι της χελώνας και του Ζήνωνος,
όπως το μνημείωσε λογοτεχνικά ο Μπόρχες, στο Βιβλίο της Άμμου. Ποιος επηρέασε ποιον λοιπόν; Ο Μπόρχες τον Όμηρο;
Ο Όμηρος τον Μπόρχες; Ο Μπόρχες τον Παυλόπουλο; Ο Παυλόπουλος διαλέγει τον
Όμηρο και ανακαλύπτει εξ αρχής το φίδι που δαγκώνει την ουρά του. Σε κάποιον
κόσμο όλοι αυτοί είναι όνειρα ο ένας του άλλου. Εδώ θα βρεις άλλο ένα «βιβλίο
της άμμου» αφού υπάρχει συλλογή με αυτό το όνομα. Μόνο που η άμμος αυτή, θαρρώ
δεν είναι του Μπόρχες, είναι του Σεφέρη, αυτόν έχει διαλέξει ούτως ή άλλως ο
Γιώργης Παυλόπουλος για πρόγονο, σε αυτόν θεωρεί ότι δίνει αναφορά για το έργο
του, όπως ο μαθητής στον μάστορα… Η άμμος του Παυλόπουλου, είναι η ξανθή άμμος
του Σεφέρη. Γλιστρά και χάνεται από τα δάχτυλά του, σαν την ξανθή εκείνη άμμο
στο περιγιάλι...
ΛΙΓΟΣ ΑΜΜΟΣ
Θυμάμαι πήρες λίγον άμμο
τον κράτησες στο χέρι σου
κι ύστερα τον άφησες
να χύνεται σιγά
στην ανοιχτή παλάμη μου
κι ύστερα τον άφησες
να χύνεται σιγά
στην ανοιχτή παλάμη μου
Στον μέλλοντα λοιπόν αιώνα
θα μείνει λίγος άμμος
με τη δική μας την αφή
κι ο άνεμος που θα φυσάει
όπως τ' απόγιομα εκείνου του Οκτώβρη
θα τον πηγαίνει εδώ κι εκεί
όλο θα τον πηγαίνει
Ίσως όμως να
είναι και του απείρου αυτή η άμμος, εκείνου του αλλόκοτου σταθερού απείρου που συναποτελούν
όλα τα ποιήματα, γεννημένα και αγέννητα του Γιώργη Παυλόπουλου.
Η Πόλυ
Χατζημανωλάκη είναι κριτικός λογοτεχνίας
Μαργαρίτα Μποφιλίου, Joydivision#5, #7, 2008,
ψηφιακή εκτύπωση C-type
30 x 38 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου