LUCIANO
CANFORA, Cleofonte deve morire. Teatro e politica in Aristofane
[Ο Κλεωφών πρέπει να πεθάνει. Θέατρο και
πολιτική στον Αριστοφάνη] Laterza 2017, σελ. 484
Η κωμωδίες του Αριστοφάνους είναι, μαζί με τις Ιστορίες του Θουκυδίδου, την ανώνυμη Αθηναίων Πολιτεία (του Κριτία;) και αρκετούς
Λόγους του Λυσία, ένα πολυτιμότατο
ντοκουμέντο για την αναπαράσταση του ιστορικού πλαισίου της Αθήνας στην
τελευταία περίπου τριακονταετία του Ε΄ αιώνα π. Χ, ενώ το βιβλίο του Λουτσιάνο
Κάνφορα συνιστά ένα καινούργιο κεφάλαιο της εξονυχιστικής έρευνας που ο διάσημος
φιλόλογος διεξάγει εδώ και χρόνια, και ήδη αποτυπώνεται σε σημαντικά βιβλία: Ο κόσμος της Αθήνας (2011), Ο αθηναϊκός εμφύλιος (2013), Η κρίση της ουτοπίας. Αριστοφάνης κατά του
Πλάτωνος (2014), Ο Θουκυδίδης. Το ψέμα,
η ενοχή, η εξορία (2016).
«Ιδιοφυής μόρτης»
ή πολιτικός συγγραφέας;
Με αυτό το βιβλίο, η γενική εικόνα εκείνης της ταραχωδέστερης
περιόδου είναι πλέον πλήρης. Ότι ο Αριστοφάνης δεν ήτανε απλώς «gamin de génie» («ιδιοφυής μόρτης»), με μόνο σκοπό να
προκαλεί το γέλιο των συμπολιτών του, αλλά ήταν πολιτικός συγγραφέας και (κατά
συνέπεια) σημαντικότατη ιστορικολογοτεχνική πηγή, το είχαν ήδη επισημάνει
κάποιοι από τους καλύτερους φιλολόγους του 19ου αιώνα. Στο σπουδαίο βιβλίο του,
Aristophane et l’ancienne comédie attique (Παρίσι 1889) ο Γάλλος Auguste Couat φώτισε τους πολιτικούς στόχους που κρύβονται πίσω από την αρχαία κωμωδία,
κυρίως την αριστοφανική. Όπως, ήδη το 1875/76 ο Friedrick Nietzsche, σε μια
πανεπιστημιακή εργασία του, είχε γράψει ότι «από την νεότητά του, ο Αριστοφάνης
έγινε το εργαλείο του μίσους της αριστοκρατίας κατά της δημοκρατίας». Άλλωστε, ο
Νίτσε είχε στη διάθεσή του τις πρωτοποριακές για την εποχή μελέτες περί της
αρχαίας κωμωδίας, των συμπατριωτών του K. F. Kanngiesser και Hans Gustav Droysen.
Όλα αυτά τα έργα ανέλυαν την κωμωδία στο ταραχώδες πολιτικό
συμφραζόμενο, που χαρακτήριζε την αθηναϊκή κοινωνία στην πιο ριζοσπαστική φάση
της δημοκρατίας (429/405), ούτως ώστε να συλλάβουν την ποιότητα των σχέσεων που
ένωναν τους κωμωδιογράφους με την κρυφή αντιπολίτευση των ολιγαρχικών εταιριών,
και να εξηγήσουν μια αντίφαση: ότι οι Αθηναίοι στο θέατρο μεν χειροκροτούσαν
και βράβευαν τους «συντηρητικούς» ποιητές, όμως στην πράξη εξέλεγαν κάθε χρόνο
ως στρατηγούς τους δημαγωγούς, δηλαδή τους βιαίως κωμωδούμενους επί σκηνής.
Η σύνθεση του αθηναϊκού
δήμου
Η έρευνα του Κάνφορα ξεκινά από την ανάλυση της
περίπλοκης σύνθεσης του δήμου και των τάσεων που τον διαπερνούσαν. Κατά τη
γνώμη του, είναι λάθος να θεωρήσουμε τον «δήμον των Αθηναίων» σαν μονόλιθο. Αντιθέτως,
υπήρχαν μέσα του δύο άκρως αντιθετικές ψυχές: η μεν του αστικού δήμου, που
κυριαρχούσε στη Βουλή και στις αποφάσεις της, η δε του αγροτικού δήμου, στην
πλειοψηφία συντηρητικού, που σύχναζε στο θέατρο (και γελούσε βλέποντας τους
δημαγωγούς κακομεταχειριζόμενους) αλλά που, λόγω της αποστάσεως, δεν πήγαινε
στην Βουλή ή πήγαινε σπανίως. Άρα, η πολιτική εξουσία ήταν σθεναρά στα χέρια
ολίγων σχετικά ανθρώπων, ριζοσπαστικών δημοκρατών. Έτσι «οι εξ άστεως» εξέλεγαν
τον Κλέωνα ενώ «οι εξ αγρού» βράβευαν τους κωμωδογράφους που τον εσπάραζαν.
Το βιβλίο ανοίγει σε πολλές κατευθύνσεις, σε πρώτη όψη
αποκλίνουσες αλλά στο βάθος συγκλίνουσες στο κεντρικό άξονα: ο Αριστοφάνης, με
τα θεατρικά του έργα, υπηρετούσε την αριστοκρατική ιδεολογία. Η αριστοκρατία
τον υποστήριζε (λ. χ. οικονομικά, μέσω χορηγιών κτλ.) και τον χρησιμοποιούσε ως
αιχμή του δόρατος στις κρίσιμες πολιτικές στιγμής της πόλης: λ.χ. το 411, κατά
τον πραξικόπημα των Τετρακοσίων, ή το 406/05 όταν, καταστραφέντος του αθηναϊκού
στόλου στους Αιγός ποταμούς, και ενώ η πόλις ασφυκτιά από τον κλοιό των
Σπαρτιατών, οι αριστοκρατικές «εταιρίες» σχεδιάζουν την ανατροπή του
καθεστώτος.
Τα ερωτήματα της ιστορικής
έρευνας
Δεδομένης της ποικιλίας των θεμάτων και της αφθονίας της
επιχειρηματολογίας, περιορίζομαι να σημειώσω τα σημαντικότερα προβλήματα που
αντιμετωπίζονται στις 484 σελίδες του βιβλίου:
Α. Ποιος/οι υποστηρίζει/ουν τον Αριστοφάνη στην νεανική
του επίθεση (426/25) κατά του τότε ισχυρού δημαγωγού, του Κλέωνος;
Β. Ο Αριστοφάνης συνεργάστηκε, στην αρχή της σταδιοδρομίας
του, με τον Εύπολιν; Και πώς;
Γ. Ποιες είναι οι σχέσεις που συνδέουν την Λυσιστράτη και τις Θεσμοφοριάζουσες με την προετοιμασία και την εκτέλεση του
ολιγαρχικού πραξικοπήματος του 411 π.Χ.; Είναι δηλ. οι δύο κωμωδίες ντοκουμέντο
της εν εξελίξει συνωμοσίας ή, όπως πολλοί ισχυρίζονται, οι αναφορές στην
πολιτική πράξη είναι ανώδυνες;
Δ. Οι Βάτραχοι
προλαβαίνουν την αμνηστία προς τους πραξικοπηματίες του 411, που έγινε χάριν
στο «Ψήφισμα του Πατροκλείδη», το 405, αμέσως μετά από την ήττα στους Αιγός
ποταμούς, με την ελπίδα να «πείσουν» τους Σπαρτιάτες να κάνουν την ειρήνη και
να εκπέσει η δημοκρατία;
Ε. Οι Βάτραχοι
επέτυχαν πραγματικά την μεγίστη τιμή της επανάληψης της παράστασης, για την
οποία μιλάει ο Δικαίαρχος; Πότε έγινε (εάν έγινε); Και, το πολυσυζητημένο κλείσιμο
της εν λόγω κωμωδίας είναι αποκύημα της σύγχυσης που προκάλεσαν οι δύο εκδοχές
του έργου, ή οφείλεται σε βλάβη της χειρόγραφης παράδοσης;
Ζ. Ποιο ρόλο έπαιξε αυτή η κωμωδία στην καταδίκη σε
θάνατο του δημαγωγού Κλεωφόντος;
Η. Ποιες ήταν οι αιτίες που προκάλεσαν τις έντονες
συγκρούσεις ανάμεσα τις δύο τάσεις των Τετρακοσίων, με αποτέλεσμα την
κατάρρευση του ολιγαρχικού καθεστώτος, μετά μόλις 11 μήνες εξουσίας;
Ο Αριστοφάνης και
οι αριστοκρατικοί
Ας επανέλθουμε στον κεντρικό άξονα του βιβλίου, που είναι
ο εξής: ήδη από τους Βαβυλώνιους
(426), πρώτο του έργο, ο Αριστοφάνης ήταν το όργανο της ισχυρής και πλούσιας
τάξης των Ιππέων που, μέσω της κωμωδίας, εξαπολύουν δριμεία επίθεση εναντίον
του Κλέωνος, για να γκρεμίσουν την πολιτική του εξουσία. Το σημαντικότατο
τεκμήριο περί τούτου είναι η ομώνυμη κωμωδία Ιππείς (424), όπου ο ποιητής είναι σίγουρος πως έχει την υποστήριξη
των εν λόγω αριστοκρατών κατά του Κλέωνος, ώστε, μόλις τρία χρόνια μετά από την
πρώτη εμφάνισή του στην σκηνή, αναλαμβάνει ο ίδιος τη σκηνοθεσία («κωμωδοδιδασκαλία»)
του έργου του, αντί να την αναθέσει, όπως έκανε έως τότε, στον πιστό «κωμωδοδιδάσκαλο»
Καλλίστρατο, ή στον Φιλωνήδη. Κατά συνέπεια, ο Αριστοφάνης ήταν προετοιμασμένος
να αποκρούσει προσωπικά την πιθανότατη οργή του Κλέωνος – που μάλιστα πρόσφατα είχε
νικήσει τους Σπαρτιάτες στη Σφακτηρία, κερδίζοντας ακόμη περισσότερο κύρος στην
Αθήνα, ενώ δυο χρόνια πριν είχε καταγγείλει τον Αριστοφάνη στη Βουλή (βλ. Αχαρνείς, 378, 641-45). Επιπλέον, η ένδειξη των αρχαίων «υποθέσεων» ότι
η κωμωδία «εδιδάχθη δημοσία» δεν αποτελεί
λάθος της παράδοσης, αφού δεν σημαίνει «επίσημα» ή «με έξοδα της πόλεως» αλλά,
όπως έχει ήδη σχολιάσει ο Droysen, πρόκειται για
ειδικό όρο της αθηναϊκής γραφειοκρατίας, που σημαίνει «διά χορηγίας». Άρα η κωμωδία
χορηγήθηκε από την πανίσχυρη τάξη που αντιπροσωπεύεται στη σκηνή από τον χορό
που σφυροκοπά ανελέητα τον Κλέωνα.
Επεκτείνοντας μια παλιά θέση του Wilamowitz, ο Κάνφορα υποστηρίζει ότι ο Αριστοφάνης κέρδισε την υποστήριξη των Ιππέων χάρις στον Εύπολιν, που συνεργάστηκε
στη δημιουργία αυτής της κωμωδίας, όπως θα αποκαλυφθεί όταν οι μεταξύ τους σχέσεις
σπάσουν: ο Αριστοφάνης κατηγόρησε τον Εύπολιν για μίμηση, και αυτός απάντησε
ότι ο ίδιος έγραψε τους Ιππείς και
χάρισε το έργο στον (πρώην) φίλο του Αριστοφάνη....
Η Λυσιστράτη και οι Βάτραχοι, ως καθοριστικές πολιτικές παρεμβάσεις κατά της
δημοκρατίας
Ενδιαφέρουσα, και θα ’λεγα καινοφανής, είναι η άκρως
πολιτική ανάγνωση της Λυσιστράτης
(411) και των Βατράχων (405).
Υπογραμμίζω το «καινοφανής», γιατί οι πιο έγκυρες μελέτες περί της Λυσιστράτης, τείνουν να περιθωριοποιούν
τον πολιτικό χαρακτήρα της, για να δώσουν έμφαση στα πολλά ερωτικά λογοπαίγνια
και στην υπερρεαλιστική ιδέα της σεξουαλικής απεργίας των γυναικών. Αντιθέτως,
η Λυσιστράτη είναι το χρονικό του
πραξικοπήματος του 411. Η πρωταγωνίστρια, με την οποία ταυτίζεται πλήρως ο ποιητής,
καταλαμβάνει την Ακρόπολη –παρά τη σθεναρή αντίθεση των ανδρών που προσπαθούν
να φυλάξουν τη δημοκρατία–, αναγγέλλει ένα πολιτικό πρόγραμμα που προβλέπει την
εξάρθρωση της Αθηναϊκής Αρχής (και την φορολογική απελευθέρωση των συμμάχων),
και την άμεση ειρήνη, πάση θυσία, με την Σπάρτη: είναι το ίδιο πρόγραμμα που θα
υλοποιηθεί, λίγο χρόνο μετά, από την Oλιγαρχία. Η αχαλίνωτη
κωμικότητα, οι σπαρταριστές ερωτικές μεταφορές, δεν πρέπει να μας απατούν: ο
Αριστοφάνης προοικονομεί τις αποφάσεις των πραξικοπηματιών, γιατί μιλάει από
μέσα, ξέρει δηλαδή πώς εξελίσσεται ένδοθεν η συνωμοσία, που την εποχή της παράστασης
είναι βαθιά προχωρημένη, λόγω της βίας που έσπερναν στην πόλη οι αριστοκρατικές
εταιρίες. Ο Αριστοφάνης λοιπόν δηλώνει από σκηνής την πλήρη προσχώρησή του σ’ αυτό
το πρόγραμμα.
Οι Βάτραχοι
είναι η πολιτικότερη κωμωδία του Αριστοφάνους και του αρχαίου θεάτρου. Στους
αναπαίστους της Παράβασης ο ποιητής «προδημοσιεύει» το «Ψήφισμα του
Πατροκλείδου», χάρις στο οποίο, το 405, οι «άτιμοι» έγιναν «επίτιμοι»: η
τρομοκρατημένη Βουλή αποδίδει τα πολιτικά δικαιώματα στους αριστοκρατικούς, που
τα στερήθηκαν λόγω της ανάμιξής τους στο πραξικόπημα του 411. Μ’ αυτό το μέτρο
ήλπιζαν να συμφιλιωθούν με την Σπάρτη, όταν η Αθήνα ήταν πλέον στο χείλος του
γκρεμού. Η θέση του Κάνφορα είναι ότι ο Αριστοφάνης, σε μια τόσο ταραχώδη
περίσταση, με τους Σπαρτιάτες προ των πυλών, τόλμησε να ζητήσει από σκηνής την
αμνηστία για τους πραξικοπηματίες, και γενικά για όλους τους εμπλεκομένους στο
αντιδημοκρατικό κίνημα του 411 π. Χ., επειδή πίσω του μιλούσαν οι
αριστοκρατικές εταιρίες που, λίγους μήνες μετά, κατέβαλαν την δημοκρατία και,
με την υποστήριξη του Λυσάνδρου, έφεραν τους Τριάκοντα στην εξουσία.
Ο θάνατος του
Κλεοφώντος
Γι’ αυτό, η προσοχή του Κάνφορα εστιάζεται στο κρίσιμο δίστιχο
684/85: «ὡς [ο Κλεοφών] ἀπολεῖται, κἄν ἴσα γένωνται». Η δίκη κατά του
Κλεοφώντος, σύμφωνα με τον Κάνφορα, διεξήχθη από το τέλος του 405 μέχρι την
αρχή του 404 π. Χ., την ίδια δηλαδή περίοδο που ο Αριστοφάνης σχεδίαζε τους Βατράχους (Ληναία του 405). Άρα, πώς μπορούσε
ο ποιητής να είναι τόσο σίγουρος ότι ο Κλεωφών θα καταδικαζόταν σε θάνατο; Ο
μέλλοντας «ἀπολεῖται» δείχνει αναμφισβήτητα την βεβαιότητά του ότι κάτι τέτοιο θα
γίνει οπωσδήποτε. Επιπλέον, η έκφραση «κι ἄν ἴσα γένωνται» σημαίνει ότι ακόμα
και αν, για να καταδικαστεί ο Κλεοφών, θα χρειαστεί να παραβιαστεί η διαδικασία(
που προβλέπει την αθώωση του κατηγορουμένου στην περίπτωση διφορουμένης
ετυμηγορίας), αυτό θα γίνει. Είναι δε ακριβώς η διαδικασία που χρησιμοποιείται
για την καταδίκη σε θάνατο του Κλεοφώντος όταν, εκπεσούσης της δημοκρατίας, ο
δημαγωγός δεν είχε πια τον δήμο να τον προστατεύει. Άρα, το δίστιχο των Βατράχων δεν είναι μια προφητεία post-eventum, αλλά προέρχεται από το γεγονός ότι ο ποιητής ξέρει ένδοθεν τα σχέδια των
εταιριών, και γι’ αυτό είναι βέβαιος πως, αφού η δημοκρατία μέλλει να καταρρεύσει,
σε μια αριστοκρατούμενη πόλη έτσι ή αλλιώς δεν θα υπήρχε σωτηρία για τον
Κλεωφόντα.
Υπάρχει το «τελικό»
κείμενο των Βατράχων;
Σύμφωνα με τον Δικαίαρχο, οι Βάτραχοι επέτυχαν την εξαιρετική τιμή της επανάληψης («διά την
παράβασιν»), με αναφορά στους στίχους 686/705, όπου ο χορός μιλάει υπέρ των
ατίμων, ισχυριζόμενος ότι δεν μπορούν πια να μείνουν χωρίς πολιτικά δικαιώματα
σε μια πόλη όπου έγιναν επίσημοι πολίτες ως και οι δούλοι. Οι «άτιμοι» υπέρ των
οποίων μιλάει ο Αριστοφάνης, είναι αυτοί που είχαν με ηγετικό ρόλο στο
πραξικόπημα του 411.
Δύο κορυφαίοι Άγγλοι ελληνιστές, ο K. J. Dover και ο A. Sommerstein, χρονολογούν την επανάληψη
τον επόμενο χρόνο, δηλ. στο 404. Η γνώμη του Dover είναι ότι η χειρόγραφη παράδοση μαρτυρεί μια ανάμιξη της εκδοχής του 405
και εκείνης του 404. Ο Κάνφορα υποστηρίζει ότι η υποτιθέμενη επανάληψη δεν
έγινε ποτέ, αφού το 404, με τους Σπαρτιάτες προ των πυλών και με την Αθήνα υπό
στενή πολιορκία, εξαντλημένη από την πείνα («οἱ Ἀθηναῖοι, πολιορκούμενοι κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλατταν ἠπόρουν τί χρῆ
ποιεῖν... καὶ ἀποθνῃσκόντων ἐν τῇ πόλει λιμῷ πολλῶν» γράφει ο Ξενοφώντας,
στα Ελληνικά 2, 10) οι αγώνες πιθανότατα
δεν διοργανώθηκαν. Όμως, επειδή εν τω μεταξύ ο Αριστοφάνης, αμέσως μετά το 405,
είχε αρχίσει να δουλεύει πάνω στην ανανέωση των Βατράχων εν όψει την τιμητικής επανάληψης, και είχε προσθέσει νέες αναφορές
στα γεγονότα που με γοργούς ρυθμούς εξελίσσονταν μέρα τη μέρα, το κείμενο που
έφτασε ως εμάς μαρτυρεί την ημιτελή ανανέωση: π. χ. η αναφορά στους «ατίμους»
έχει πλέον υπερκερασθεί το 404, αφού ουδείς ήταν πια «άτιμος», δεδομένης της
αριστοκρατικής κυριαρχίας.
Σύμφωνα με τον Κάνφορα, στο τελικό μέρος των Βατράχων (συγκεκριμένα οι στίχοι 1431/1465)
δεν υπήρξε καμία βλάβη λόγω της χειρόγραφης της παράδοσης: η μορφή που επικράτησε
και έφθασε σε εμάς φέρνει τα ίχνη της ημιτελούς επεξεργασίας για την επανάληψη
της παράστασης. Το κείμενό μας, λοιπόν, είναι μείγμα της βραβευμένης κωμωδίας
του 405 και της ανακατασκευής που δεν τελείωσε ποτέ ο ποιητής, συμπαρασυρόμενος
κι αυτός από τα γεγονότα.
Ο
Κάνφορα γράφει 484 σελίδες γεμάτες υποθέσεις, αποσπάσματα από διάφορες πηγές,
παραθέματα, διαλόγους με τους κορυφαίους «αριστοφανολόγους», και προπαντός
γεμάτες από εξαιρετική γνώση των προβλημάτων, ιστορικών, φιλολογικών,
λογοτεχνικών. Όπως τα περισσότερα από τα βιβλία του, έτσι κι αυτό θα προκαλέσει
αντιδράσεις και κριτικές, όπως είναι η μοίρα όλων των βιβλίων που φιλοδοξούν να
δώσουν απαντήσεις και να προσφέρουν θεωρίες, κάποτε τολμηρές. Σίγουρα κάθε
περαιτέρω έρευνα περί του θέματος της αρχαίας κωμωδίας δεν μπορεί παρά να λογαριάζεται
με αυτό το βιβλίο, για πολλά χρόνια.
Ο Μάσσιμο Κατσούλο είναι κλασσικός φιλόλογος
Μίκης Ματσάκης, Ταξιδεύοντας στο Αιγαίο, 1967, μολύβι και μελάνι σε μπεζ χαρτί, 25 x 32,5 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου