ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΡΟΖΑΝΗ
Μαλβίνα Παναγιωτίδη, Heartburner ΙΙΙ (λεπτομέρεια), 2017, κερί, 57.5 x 30 x 20.5 εκ. |
Από το βιβλίο του
ΧΑΟΥΑΡΝΤ ΦΑΣΤ, Σάκκο και Βανσέτι,
μτφρ. Γιάννης Βογιατζής, σελ. 250, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις
Ηριδανός
Δύο αναρχικοί µετανάστες κατηγορούνται για ένα έγκληµα. Μια φοβική
κοινωνία, κλεισµένη ασφυκτικά στα στερεότυπα και στις ιδεοληψίες της,
προσκολληµένη ψυχοδυναµικά στον λόγο της κυριαρχίας που τη συνέχει και την
συγκροτεί ως κοινωνική, πολιτική, ιδεολογική και δικαιϊκή δοµή, τους θανατώνει:
όχι επειδή αποδίδει δικαιοσύνη –άλλωστε, το
ποινικό αδίκηµα βρίσκεται µέσα στη λογική της κυριαρχίας, µέσα στα πλέγµατα
δικαίου και µέσα στις αρχές που το δίκαιο αποδέχεται πλήρως προκειµένου να
είναι το δίκαιο της εξουσίας–, αλλά επειδή
τροµοκρατείται από τον αναρχισµό των κατηγορουµένων, ανεξάρτητα αν το έγκληµα
έχει πράγµατι συντελεσθεί ή όχι. Το έγκληµα τής είναι αδιάφορο, µια πράξη
ρουτίνας η οποία πηγάζει µέσα από τα σπλάχνα της δικαιικής τάξης, και έτσι ως
αδιάφορο αντιµετωπίζεται µε την ποινή, την οποιαδήποτε ποινή, όπως ψυχρά την
καθορίζει ο νόµος και η ελαστικότητα ή ανελαστικότητα του νόµου, κατά
περίπτωση. Εκείνο που κατ’ ουσίαν την πανικοβάλλει είναι ο αναρχικός χαρακτήρας
του ξένου, του «άλλου», του διαφορετικού, του παρία. Και οι Sacco και Vanzetti ήταν
πράγµατι παρίες, Ιταλοί µετανάστες στη φοβική Αµερική, φορείς µιας µολυσµατικής
για την κοινωνία νοοτροπίας και ψυχοσύνθεσης, οι οποίοι µε ή χωρίς εγκληµατική
πρόθεση απειλούσαν το ίδιο το θεµέλιο του κοινωνικού: την ισχύ και τη δύναµη
του νόµου που θέσµιζε τις προκαταλήψεις και τις φοβίες των κοινωνικών φορέων
και της κυριαρχικής ιδεολογίας τους. Έτσι, θανατώνονται όχι ως εγκληµατίες,
αλλά ως απειλούσες ετερότητες, ως µολυσµατικές πηγές των οποίων η εξάπλωση
θέτει σε αµφισβήτηση την ισχύ των θεσµών εκείνων που συγκροτούν την κοινωνική
σφαίρα και από τους οποίους η κοινωνική, πολιτική, ιδεολογική και δικαιϊκή τάξη
αντλούν το κύρος τους.
«Οι παρίες», γράφει η Ελένη Βαρίκα, «γίνονται κατά
πρώτο λόγο αντιληπτοί ως ‘διαφορετικοί’, µαρκαρισµένοι ως µέλη διακριτής κατηγορίας,
ακόµη και όταν έχουν τυπικά ίσα δικαιώµατα. Ωστόσο, ο συστηµατικός χαρακτήρας
του µαρκαρίσµατος παραµένει αόρατος, σε ένα σύστηµα όπου η κατηγοριοποίηση των
διακρίσεων, ακόµη και όταν παίρνει νοµική έκφραση, πρέπει πάντα να απαραµένει
έµµεση και άρρητη».[1]
Έτσι ακριβώς γίνονται αντιληπτοί οι Sacco και Vanzetti: ως
διαφορετικότητες, ως µια διακριτή κατηγορία, µε διακριτά χαρακτηριστικά
νοοτροπίας και ψυχοσύνθεσης. Έστω και αν τυπικά έχουν τα ίδια δικαιώµατα µε
τους εργάτες, η κατηγοριοποίηση της αναρχικότητάς τους παραµένει στο βάθος
έµµεση, δεν οµολογείται ρητά από τους θεσµούς δικαίου παρά µόνο στον βαθµό που
καλύπτεται από τη γενικόλογη διατύπωση της απειλής προς τις αρχές και τις αξίες
του κυριαρχικού λόγου και των θεσµισµένων κοινωνικών δοµών του.
Δεν είναι, λοιπόν, το έγκληµα που τιµωρείται· είναι η ύπαρξη και η
απειλούσα παρουσία των Sacco και Vanzetti ως ξένων και µαρκαρισµένων από τη διαφορετικότητά
τους που προκαλεί την τιµωρία. Διότι, η παρουσία τους «θέτει υπό αµφισβήτηση
την υπάρχουσα γενικότητα µε την οποία δεν εναρµονίζονται όσο πρέπει», για να
χρησιµοποιήσω, σε άλλο συµφραζόµενο, µια διατύπωση των Max Horkheimer και Theodor Adorno.[2] Η
λογική της εξόντωσης των Sacco και Vanzetti είναι η άκαµπτη λογική ενός κοινωνικού µηχανισµού ο
οποίος αδυνατεί να καθυποτάξει τη διαφορετικότητα και νιώθει να απειλείται
θανάσιµα από την ταυτότητα της διαφορετικότητας του ξένου, του µετανάστη, του
αναρχικού και του παρία. Γι’ αυτό και η µοναδική τιµωρία είναι ο θάνατος.
Ο Αµερικανός πρόεδρος Woodrow Wilson έλεγε το 1920: «Το Έθνος συνταράσσεται από την
αναγνώριση του κακού από παράνοµες ιδεολογίες».[3] Οι Sacco και Vanzetti υπήρξαν
οι εκπρόσωποι αυτού του κακού. Ενός µεταφυσικού κακού που διαθλάται µέσα από
την επινόηση και κατασκευή παράνοµων ιδεολογιών, εκεί όπου η κυρίαρχη ιδεολογία
διεκδικεί το αποκλειστικό προνόµιο του καλού. Ωστόσο, στην πραγµατικότητα, το
αποκλειστικό προνόµιο του καλού, το οποίο επικαλείται ο λόγος της κυριαρχίας,
επειδή «αναγνωρίζει τη φυσική του αδυναµία σε όλη την απολυτότητα του θεωρούµενου
αληθινού, παραδέχεται πάντα την αναγκαιότητα του κακού», όπως θα έλεγε ο Max Horkheimer.[4] Και
αυτή την αναγκαιότητα του κακού υποστηρίζει ο λόγος του Wilson.
Έτσι οι αναρχικοί Sacco και Vanzetti
ταυτίζονται από τη δικαιϊκή τάξη µε την αναγκαιότητα του κακού, την οποία
επινοεί ένα αδύναµο να σταθεί στα πόδια του σύστηµα και το οποίο έχει ανάγκη να
υποδύεται το δίκαιο και το αληθινό. Με αυτόν τον τρόπο, το κακό µπαίνει στην
υπηρεσία του καλού. Η εξόντωση του θεωρουµένου κακού είναι µια αναγκαία πράξη,
προκειµένου το σύστηµα να διαψεύσει τη φυσική του αδυναµία.
Όµως ο λόγος του Bartolomeo Vanzetti αφαιρεί το επιχείρηµα της
κυριαρχίας και αναιρεί το πρόσχηµα της «αναγνώρισης του κακού» που κατασκευάζει
παράνοµες ιδεολογίες. Είναι ένας λόγος απλός, βαθύτατα ειλικρινής,
συναισθηµατικός και προπαντός διόλου ιδεολογικός. Είναι ένας λόγος ανθρώπου που
υποφέρει, του ανθρώπου που εξεγείρεται χωρίς αναγνωρίσιµες ιδεολογικές
στοχεύσεις, ή τουλάχιστον χωρίς να προπαγανδίζει κάποια συγκεκριµένη ιδεολογική
θέση, κάποια συστηµική διέξοδο για την ανθρώπινη εξαθλίωση. Η αναφορά του σε
ανώτερα ανθρώπινα ιδανικά, στον νόµο και στην ελευθερία είναι αρνητική από τη
σκοπιά µιας απελπισµένης διαπίστωσης ότι το έγκληµα της κυριαρχίας εδράζεται
ακριβώς πάνω σε αυτά τα ιδανικά, στον νόµο και στην ψευδεπίγραφη ελευθερία: «Μη
νοµίσεις, αγαπητέ αναγνώστη, πως ήµουνα κανένας διανοούµενος. Κάθε άλλο. Η
βασική µου παιδεία ήταν ατελής και οι διανοητικές µου δυνάµεις δεν επαρκούσαν
για ν’ αφοµοιώσω ολόκληρο το τεράστιο τούτο υλικό. Πρέπει επίσης να θυµάσαι ότι
µελετούσα µετά από µια µέρα σκληρής δουλειάς και χωρίς τις απαραίτητες ανέσεις.
Αχ, πόσα βράδια έσκυβα πάνω από κάποιον τόµο δίπλα στο σπινθήρισµα µιας σόµπας
υγραερίου µέχρι το πρωί! Πόσες φορές, µόλις ξαπόσταινα το κεφάλι µου στο
µαξιλάρι, σφύριζε το εγερτήριο κι έτρεχα στο εργοστάσιο ή το λατοµείο [...]. Κατάλαβα
ότι στο όνοµα του Θεού, του Νόµου, της Πατρίδας, της Ελευθερίας και των
αγνότερων αφηρηµένων εννοιών, των ανώτερων ανθρώπινων ιδανικών εκτελούνται και
θα συνεχίσουν να εκτελούνται τα φρικτότερα εγκλήµατα...».[5]
Οι Sacco και
Vanzetti φαίνεται να είναι µια από τις
ενσαρκώσεις του homo sacer.
Ωστόσο, αυτή η ενσάρκωση δεν είναι «άθυτη», δηλαδή δεν µπορεί να «θανατωθεί
συνεπεία µιας θανατικής ποινής», όπως την περιγράφει ο Giorgio Agamben.[6]
Αντίθετα, είναι συνέπεια της θανατικής ποινής, η αναγκαιότητα της οποίας
επιβάλλεται ως µόνιµη προειδοποίηση για κάθε εγχείρηµα αµφισβήτησης της δύναµης
και της ισχύος της κυρίαρχης ιδεολογίας και των κοινωνικών, πολιτικών και
δικαιικών πλεγµάτων και δοµών της: Ο Vanzetti,
είπε ο Δικαστής Webster Thayer, «µπορεί να µην διέπραξε το έγκληµα που του αποδίδεται, ωστόσο είναι
οπωσδήποτε ηθικός του αυτουργός, αφού είναι εχθρός των υφιστάµενων θεσµών µας».[7]
Οι Sacco και Vanzetti δεν έπεσαν θύµατα ενός δικαστικού θεσµού. Υπήρξαν
τα θύµατα µιας πολιτικής τεχνολογίας, για να χρησιµοποιήσω την ορολογία του Michel Foucault. Ήταν ακριβώς η πολιτική τεχνολογία του νόµου που τους καταδίκασε και τους
θανάτωσε, ο δικαστικός θεσµός που, όπως έγραφε ο Foucault,
«ενσωµατώνεται ολοένα και περισσότερο σε ένα συνεχές µηχανισµών [...] των οποίων οι
λειτουργίες είναι κατά το µεγαλύτερο µέρος τους κανονιστικές».[8] Αυτή
η κανονιστικότητα έχει αναχθεί σε αρετή προκειµένου να επιτελεί το κατασταλτικό
της έργο µε πλήρη συνείδηση του ρόλου της στον χώρο του δικαίου ως θεµελίου της
γενικής ιδέας των κοινωνικών δοµών, οπότε ταξινοµεί, κατατάσσει, εγγράφει και
προγράφει το ανίσχυρο µπροστά στους θεσµούς κοινωνικό υποκείµενο. Εξ ου και ο
κυνισµός των διακρίσεων που η πολιτική και δικαστική τεχνολογία επιβάλλει και η
µοίρα την οποία επιφυλάσσει στον απόβλητο, στον «άλλο», στον παρία, στον
αναρχικό και σε όσες δυνάµεις την αντιµάχονται µε οποιονδήποτε τρόπο, έστω και
µέσα στα πλαίσια της ισονοµίας και της ισοπολιτείας. «Ξέρουµε», αποφαίνεται ο Foucault, «ότι [...] οι θεσµοί
έγιναν για να επεξεργάζονται και να µεταβιβάζουν έναν ορισµένο αριθµό αποφάσεων
στο όνοµα του έθνους ή του κράτους ώστε να εφαρµόζονται και να τιµωρούν όσους
δεν υπακούουν».[9]
Μπορούµε, κατά συνέπεια, να συνάγουµε µε ασφάλεια ότι µέσα στην επικράτεια
των θεσµών και της δικαστικής τάξης, το κριτήριο της δικαιοσύνης αποκλείεται,
καθώς το δίκαιο θεωρεί τη διαταραχή της κανονικότητας από τα µεµονωµένα άτοµα
κίνδυνο, ο οποίος υπονοµεύει την έννοµη τάξη. Με αυτή την έννοια, η θανατική
ποινή που επιβάλλεται στους Sacco και Vanzetti συντηρεί το δίκαιο και το στερεώνει πάνω στο
θεµέλιό του: στην εξουσία επί ζωής και θανάτου. Όπως έγραψε ο Walter Benjamin, «µε την άσκηση εξουσίας επί ζωής και θανάτου, περισσότερο απ’ ό,τι µε
οποιαδήποτε άλλη εκτέλεση του νόµου, το δίκαιο αυτοεπιβεβαιώνεται».[10]
[1] Ελένη Βαρίκα, Οι Απόβλητοι του Κόσµου, µτφρ. Πάνος Αγγελόπουλος, εκδ.
Πλέθρον, Αθήνα 2013, σ. 118.
[2]. Max Horkheimer, Theodor
Adorno, Η Διαλεκτική του Διαφωτισµού, µτφρ. Ζήση Σαρίκα, εκδ.
Ύψιλον/Βιβλία, Αθήνα 1986, σ. 195.
[3] Τζων Ντος Πάσος, Μπροστά στην Ηλεκτρική Καρέκλα, µτφρ. Νότης Πάτσαλος,
εκδ. Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα 2004, σ. 41.
[4] Max Horkheimer, Φιλοσοφικό Σηµειωµατάριο (Μέρος
Πρώτο), µτφρ. Ελένη Τσούκα-Ζήσης Σαρίκας, εκδ. Ύψιλον/Βιβλία,
Αθήνα 1986, σ. 13.
[5] Bartolomeo Vanzetti, Ιστορία µιας Προλεταριακής
Ζωής, µτφρ. Λία Γυιόκα, εκδ. Κουρσάλ, Θεσσαλονίκη 2014, σσ. 25, 26.
[6] Giorgio Agamben, Homo Sacer, µτφρ. Παναγιώτης Τσιαµούρας, εκδ. Scripta,
Αθήνα 2005, σ. 254.
[7] Bartolomeo Vanzetti, ό.π., σ. 52.
[8] Michel Foucault, Για τη Λαϊκή Δικαιοσύνη,
µτφρ. Αντώνης Μαούνης, εκδ. Εξάρχεια, Αθήνα 2002, αναφέρεται από τον Paul Rabinow στο The
Foucault Reader, Μιντλέσσεξ 1984, σ. 20.
[9] Michel Foucault, Η Μικροφυσική της Εξουσίας,
µτφρ. Λίλα Τρουλινού, εκδ. Ύψιλον/Βιβλία,
Αθήνα 1991, σ. 43.
[10] Walter Benjamin, Για µια Κριτική της Βίας,
µτφρ. Λεωνίδας Μαρσια-
νός, εκδ. Ελευθεριακή Κουλτούρα, Αθήνα 2002, σ. 14.
νός, εκδ. Ελευθεριακή Κουλτούρα, Αθήνα 2002, σ. 14.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου