ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ
ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ
ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Διαδρομές του βίου μετά το λύκειο: Λήψη
απόφασης, ταυτότητες και ρίσκο στην εφηβεία, Πάτρα, εκδόσεις Opportuna, σελ. 332
Πώς αποφασίζουν για
τη σχολική τους διαδρομή οι έφηβοι στο Λύκειο και πώς επιλέγουν να πορευτούν
στη συνέχεια; Πώς κατασκευάζουν τις ταυτότητές τους και, συνακόλουθα, πώς ενεργούν;
Αυτά είναι τα δύο κεντρικά ερωτήματα του πονήματος του κοινωνιολόγου-εκπαιδευτικού
Μιχάλη Χριστοπούλου, στηριγμένο σε εκτενή έρευνα που εκπόνησε στο πλαίσιο της διδακτορικής
του διατριβής στο πανεπιστήμιο Πατρών.
Πρόκειται για
εξαιρετικά πρωτότυπη εργασία σ’ ένα θέμα ελάχιστα μελετημένο στην Ελλάδα και σ’
ένα γνωστικό πεδίο, την Κοινωνιολογία, που δεν ευδοκίμησε ιδιαίτερα στα καθ’
ημάς καθώς οι έρευνες, αρκετές αν όχι οι περισσότερες, ήταν και παραμένουν, χωρίς
θεωρία και μέθοδο, ενίοτε, κακομεταφρασμένες μεταφορές μελετών γνωστών ερευνητών,
συνήθως δυτικοευρωπαίων και βορειοαμερικανών.
Ο Χριστοδούλου γνωρίζει
καλά τι κάνει και πώς να το κάνει. Βήμα το βήμα στοχάζεται σε θεωρητικά ρεύματα
και αναλυτικά εργαλεία που θα του επιτρέψουν να προσεγγίσει το θέμα του, να
συγκροτήσει τα ερωτήματά του και να παράξει το υλικό του. Προβαίνει σε μια
άκρως ενδιαφέρουσα σύνθεση προσεγγίσεων, της Συμβολικής Διαντίδρασης, της
Φαινομενολογίας και του Κριτικού Δομισμού εμπλουτίζοντας τες με στοιχεία της
Ριζοσπαστικής Κοινωνιολογίας του W. Mills. Οδηγείται έτσι σε μία πρωτότυπη θεώρηση του υποκειμένου
και της σχέσης του τόσο με την προσωπική του διαδρομή όσο και το περιβάλλαν
του/ Προσεγγίζει την πράξη ως σύνθεση βιωμένων και ενσώματων διαδικασιών οι
οποίες αποκτούν περιεχόμενο και νόημα στο εσωτερικό θεσμών, της ανταλλαγής με
τους άλλους και της εμπειρίας. Πριμοδοτεί τη συνάντηση της ατομικής
αφηγηματικής λογικής δια της οποίας το άτομο κατανοεί τον εαυτό του με τις
θεσμικές, κοινωνικές και πολιτισμικές διεργασίες οι οποίες τις πλαισιώνουν.
Η προσέγγιση αυτή
επιτρέπει στο συγγραφέα να μην αποδέχεται άκριτα και να μην υποστασιοποιεί
όρους που θεωρούνται δεδομένοι όπως η εφηβεία, η νεότητα, το φύλο. Τις
εκλαμβάνει ως ιστορικο-κοινωνικές κατασκευές που συνδέονται με την εξέλιξη της
ζωής μας και θεσμών, όπως το σχολείο και η εργασία, που αλλάζουν την αντίληψη
του χρόνου. Η εν λόγω θεωρητική και
εμπειρική μετατόπιση βάζει σε πρώτο πλάνο το πότε, μέσα σε ποιες συνθήκες και
χάρη σε ποια αφηγηματική διαδικασία οι έφηβοι είτε επιλέγουν αυτό που τους δόθηκε
και δεν έχουν κανένα πρόβλημα με αυτό είτε έρχονται σε ρήξη με τα οικογενειακά
τους σχέδια.
Στη συνέχεια ο
Χριστοδούλου ενσκύπτει στη σχέση θεωρίας και εμπειρικής έρευνας, τα όρια της
μιας και της άλλης στην κατανόηση του μελετώμενου αντικειμένου και την παραγωγή
νέας γνώσης. Από τη σκοπιά αυτή εστιάζει στη Θεμελιωμένη Θεωρία (Grounded Theory) στις διάφορες εκφάνσεις της. Αφού ορίσει την οπτική του
επιλέγει ως μεθοδολογικό εργαλείο τη βιογραφική μέθοδο και εξηγεί πώς θα
αναλύσει τις αφηγήσεις ζωής. «Όταν οι άνθρωποι μιλάνε για τη ζωή τους,
αρθρώνουν αφηγήσεις για τις μορφές ζωής που θεωρούν ανώτερες και κατώτερες, σε
σχέση με τις οποίες οι ίδιοι εντάσσονται, θέλουν να ενταχθούν ή όχι. (…) Αυτή η
εννοιολόγηση αποδίδεται με τον όρο βιογραφική ταυτότητα ή βιογραφική
θεματοποίηση του εαυτού» Υπό το πρίσμα αυτό ο Χριστοδούλου παίρνει 150 εκτενέστατες
συνεντεύξεις του τύπου αυτού από μαθητές της γ’ τάξης ΕΠΑΛ, ΓΕΛ και
Πειραματικών Σχολείων της περιοχής.
Η εργώδης και
συστηματική παραγωγή και ανάλυση του υλικού οδηγεί το συγγραφέα στη συγκρότηση
μια πρωτότυπης τυπολογίας εδρασμένης στην έννοια της αμφιθυμίας των εφήβων
μαθητών. Διακρίνει τέσσερις μορφές κοινωνικού εαυτού για τους οποίους η λήψη
απόφασης οργανώνεται στη βάση τεσσάρων διαφορετικών αμφιθυμιών.
Οι γόνοι της εργατικής
τάξης από τη μια αποδέχονται να υλοποιήσουν γονεϊκά σχέδια αλλά τα μέσα που
έχουν για να το πετύχουν είναι περιορισμένα. Έτσι, παραμένουν σε δομές δια βίου
μάθησης προσδοκώντας ότι τα διαπιστευτήρια που θα αποκτήσουν θα τους
εξασφαλίσουν πρόσβαση σε θεσμούς κοινωνικά όχι πολύ απαξιωμένους.
Για κάποιους άλλους
εφήβους, επίσης εργατικής προέλευσης, η σύγχυση των μεταλυκειακών τους σχεδίων
είναι συνδεδεμένη με το ότι, από τη μια, δεν θέλουν να βρεθούν σε εργασίες μειωμένου
κύρους, κυρίως χειρωνακτικές και επισφαλείς, και, από την άλλη, επιχειρούν να προσαρμοστούν
στις απαιτήσεις του σχολείου, επιβιώνοντας, όπως μπορούν, μέχρι το τέλος στο
ΓΕΛ.
Μια τρίτη ομάδα
εφήβων, από μικροαστικά κυρίως στρώματα, φιλοδοξεί να πραγματοποιήσει μέσω του
σχολείου το ταξικό άλμα που θα της επιτρέψει να ξεφύγει από το πλαίσιο και το
περιβάλλον που σφράγισε την ανατροφή και τη διαδρομή της, να καταφέρει να γίνει
κάτι που κανείς στην οικογενειακή, συχνά στη διευρυμένη της μορφή, παράδοση δεν
έχει καταφέρει.
Ο Χριστοδούλου, τέλος, διακρίνει μία τέταρτη
ομάδα, κυρίως γόνοι μεσοαστικών στρωμάτων. Η αμφιθυμία της έγκειται στην
αναστολή της ικανοποίησής της. Αποδέχεται να μείνει ετερόνομη στην εφηβεία
έχοντας κατά νου να αποστασιοποιηθεί αργότερα από το παρελθόν, να ζήσει όσα δεν έζησε αν κι όταν η
μεταλυκειακή συνθήκη το επιτρέψει.
Με την ανάλυση και
την προτεινόμενη τυπολογία ο Χριστοδούλου αποφεύγει τις απλουστευτικής
αναλύσεις περί αναπαραγωγής, δείχνει ότι η κατάσταση είναι πιο σύνθετη, οι νέοι
δεν βιώνουν παθητικά τη συνθήκη τους, συγκροτούν σχέδια και ενίοτε αντιδρούν,
έστω και αμφιθυμικά. Η ανάλυση κλείνει με ειδικότερες παρατηρήσεις και συγκρίσεις
με άλλα παραδείγματα. Κρατώ δύο από αυτές που δείχνουν την ποιότητα της
ανάλυσης: τη σύγκριση με διεθνείς
έρευνες και την ανάλυση του λόγου των εφήβων σύμφωνα με το φύλο.
Ο Παντελής
Κυπριανός διδάσκει ιστορία της εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο Πατρών
Μάρω Φασουλή, Mont Sacre, 2017, επεξεργασμένες σελίδες από το βιβλίο Mont Sacre, 58 x 72 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου