18/6/17

Ο Άμλετ του Κοσμά Πολίτη

ΤΟΥ ΒΑΛΤΕΡ ΠΟΥΧΝΕΡ

Μάρω Φασουλή, Unknown Relatives, 2017, ρολά αρχιτεκτονικών σχεδίων, θήκες και σκοινί, 120 x 62 x 220 εκ. 


WILLIAM SHAKESPEARE, Άμλετ. Το κείμενο της παράστασης του «Πειραματικού Θεάτρου» της Μαριέττας Ριάλδη, 1971-1972. Μετάφραση Κοσμάς Πολίτης. Επιμέλεια-Σημειώσεις-Επίμετρα Σταυρούλα Γ. Τσούπρου, Αθήνα, εκδόσεις Νεφέλη, σελ. 187

Πρόκειται για μια εξαιρετικά φροντισμένη έκδοση, η οποία παρουσιάζει ένα διπλό ενδιαφέρον: 1) διασώζει μια δραματική μετάφραση του Κοσμά Πολίτη, του σαιξπηρικού Άμλετ, έργο που έχει στοιχειώσει, λίγο-πολύ, τη νεοελληνική σκηνή, και ως διακείμενο βρίσκεται σε δεκάδες λογοτεχνικά έργα, και μάλιστα αυτού του ιδιότροπου εκπροσώπου της γενιάς του ’30 (που έφυγε από τον κόσμο τούτο το 1974), και 2) η μετάφραση αυτή είναι το πολυγραφημένο κείμενο μιας από τις πιο βασικές παραστάσεις του «Πειραματικού Θεάτρου» της Μαριέττας Ριάλδη κατά την Επταετία, όπου είχε αναλάβει η διευθύντρια του εναλλακτικού αυτού θεατρικού σχήματος και τη σκηνική παρουσίαση του κεντρικού αντρικού ρόλου του έργου, μιμούμενη την Ευαγγελία Παρασκευοπούλου και τη Sarah Bernhardt. Όπως καταλαβαίνει ο αναγνώστης από την πρώτη σελίδα του κειμένου, που παρατίθεται ευθύς αμέσως στην αρχή του βιβλίου (σ. 11-76), αρχίζοντας με τη δεύτερη σκηνή της πρώτης πράξης, δεν πρόκειται για ολόκληρη τη μετάφραση του έργου, αλλά για το συντομευμένο δακτυλόγραφο κείμενο της συγκεκριμένης παράστασης· το κείμενο ολόκληρου του έργου πρέπει να θεωρηθεί οριστικά χαμένο και δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς το φιλοτέχνησε ο συγγραφέας. Η ιδιαίτερη σχέση του με το έργο του Σαίξπηρ, το συγκεκριμένο και άλλα δράματά του, τεκμηριώνει και η λογοτεχνική του παραγωγή, κυρίως τα πεζογραφήματά του, όπου υπάρχουν νύξεις και αναφορές, παραθέματα και διακειμενικά παιχνίδια σχετικά με τον άγγλο κλασικό, αλλά ο συγγραφέας γνώριζε προφανώς και άλλες ελληνικές μεταφράσεις του Άμλετ. Το ίδιο το κείμενο είναι σε πεζό λόγο, μετατρέπεται συχνά όμως και σε στίχο και μάλιστα με ομοιοκαταληξία. Ο φιλολογικός υπομνηματισμός της επιμελήτριας της έκδοσης σε 339 σημεία της μετάφρασης είναι εξαιρετικός (σ. 79-110) και καταπιάνεται με πολλά ειδικά θέματα, τόσο της ιδιότυπης ορθογραφίας και της μετάφρασης, όσο και με τον σχολιασμό των λεκτικών επιλογών στην απόδοση όρων του αγγλικού προτύπου, που συγκρίνονται κιόλας με άλλες ελληνικές μεταφράσεις. Το αρχικό δακτυλόγραφο (συνολικά ήρθαν στα χέρια της τέσσερα αντίγραφα από τη συγκεκριμένη παράσταση) της Μαριέττας Ριάλδη (που πέθανε το 2013) διαθέτει και ορισμένα ίχνη της επεξεργασίας εκ μέρους της σκηνοθέτιδος, προετοιμάζοντας την παράσταση. Με την έκδοση αυτή ένα σημαντικό ντοκουμέντο της ιστορίας του θεάτρου κατά την επταετία (βλ. τώρα G. van Steen, Stage of Emergency. Theater and Public Performance under the Greek Military Dictatorship of 1967-1974, Oxford, Oxford University Press, 2015) γίνεται γνωστό και προσιτό στη Θεατρολογία, δεδομένου ότι η παράσταση αυτή είχε μεγάλη επιτυχία και εκλαμβανόταν από το κοινό ως ελισαβετιανή revenge tragedy με σαφή υπονοούμενα για την τότε πολιτική κατάσταση.

Όμως περίπου το υπόλοιπο μισό βιβλίο καλύπτεται από δύο εκτενή επίμετρα, που παρουσιάζουν μια εξαιρετική μελέτη: της μετάφρασης, του σαιξπηρικού διακειμένου σε άλλα έργα του Κοσμά Πολίτη καθώς και υλικό για την παράσταση. Το Α΄ επίμετρο περιέχει τρία κεφάλαια. Το πρώτο είναι το Εκδοτικό Σημείωμα (σ. 115-122), όπου η επιμελήτρια, γνωστή από τη δράση της στον εκδοτικό οίκο Νεφέλη, τις μελέτες της για τον Τάσο Αθανασιάδη και τον Κοσμά Πολίτη καθώς και τη διδασκαλία της σε ελληνικά ΑΕΙ, καθορίζει τους στόχους της έκδοσης αυτής και τη σχετική της πολιτική: «Οι λόγοι για τους οποίους προχωρήσαμε στην παρούσα έκδοση είναι, κατ’ αρχάς, δύο ειδών. Πρώτον, λόγοι θεατρικού ενδιαφέροντος, με την έννοια ότι θα άξιζε να δημοσιευθεί το κείμενο μιας παράστασης, η οποία, μάλιστα, ανέβηκε στην διάρκεια της Απριλιανής δικτατορίας και, επιπλέον, σημείωσε επιτυχία. Δεύτερον, λόγοι φιλολογικού και λογοτεχνικού ενδιαφέροντος, καθώς η ανά χείρας μετάφραση έγινε από τον ποιητικότερο, κατά την άποψη έγκυρων κριτικών, πεζογράφο της διάσημης Γενιάς του ’30, τον Κοσμά Πολίτη (διαπιστώνεται, επί παραδείγματι, στο συντομευμένο, έστω, κείμενο που παραλάβαμε, ότι ο Κοσμάς Πολίτης –και αυτό ίσως αποδίδει μία πρόσθετη νοηματική απόχρωση στην «ποιητικότητα» του πεζογράφου– κατέβαλε φιλότιμες και κάποτε επιτυχημένες προσπάθειες να διατηρήσει τις ομοιοκαταληξίες όπου υπήρχαν και την αντιστοιχία εκεί με τον αριθμό των στίχων του σαιξπηρικού κειμένου, ενώ ανάλογη προσοχή έδινε, όποτε ήταν εφικτό, στις παρηχήσεις του τελευταίου και στα λογοπαίγνια· οι λύσεις που προτείνει είναι, τις περισσότερες φορές, πρωτότυπες και, τουλάχιστον ως προς τις παρηχήσεις, μας παραπέμπουν στα σχόλια του Γρηγορίου Ξενόπουλου σχετικά με τις «παρηχήσεις» στο ανέκδοτο θεατρικό έργο του ίδιου του Κοσμά Πολίτη Κορίνθιες) – ο αναγνώστης, μάλιστα, θα έχει στην διάθεσή του μεγαλύτερο μέρος του μεταφρασμένου κειμένου από εκείνο που ακούστηκε, τελικά, στην παράσταση του Πειραματικού Θεάτρου, αν και το πλήρες κείμενο, όπως θα δούμε στη συνέχεια, έχει μάλλον χαθεί οριστικά. Ως τρίτο λόγο θα μπορούσαμε να προβάλουμε, με κάθε επιφύλαξη, την ευκαιρία, η οποία, στην πραγματικότητα, προέκυψε κατά την διάρκεια της επιμέλειας του κειμένου (άρα είναι περισσότερο αιτιατό παρά αιτία), να συγκρίνουμε/αντιπαραβάλουμε (όχι συστηματικά, βεβαίως, αλλά πολύ συνοπτικά και οπωσδήποτε, σε πολύ λίγα, επιλεγμένα σημεία) αρκετές από τις μεταφράσεις του Άμλετ που έχουν κυκλοφορήσει στην ελληνική γλώσσα, τόσο μεταξύ τους όσο και με το πρωτότυπο – είναι, δε, αξιοπρόσεκτο το ότι ορισμένα προβληματικά σημεία δεν έχουν ελκύσει ακόμα το ενδιαφέρον που θα τους άξιζε» (σ. 115). Το τελευταίο αυτό είναι σωστό: συστηματικές μελέτες σχετικά με τις «μεταφραστικές στρατηγικές» της μεταγλώττισης δεν διαθέτουμε πολλές (κάτι τέτοιο προσπάθησα στην επανέκδοση και εξέταση της μετάφρασης των τεσσάρων δραματικών έργων του August von Kotzebue από τον Κωνσταντίνο Κοκκινάκη, Βιέννη 1801, ή στις μεταφράσεις από τα γερμανικά, που φιλοτέχνησε ο Ιωάννης Παπαδόπουλος, ένα μονόπρακτο από τον αναφερόμενο δραματουργό του Trivialdrama, Βουκουρέστι 1813-1814, ανέκδοτο, και την Ιφιγένεια εν Ταύροις του Joh. W. von Goethe, Ιένα 1818, βλ. Β. Πούχνερ, «Οι πρώτες θεατρικές μεταφράσεις του Κωνσταντίνου Κοκκινάκη: τέσσερα δράματα του August von Kotzebue, Βιέννη 1801. Η αρχή της αισθηματικής λογοτεχνίας στο νεοελληνικό θέατρο», Πορείες και σταθμοί. Δέκα θεατρολογικά μελετήματα, Αθήνα 2005, σ. 40-177· ο ίδιος, «H μετάφραση της «Iφιγένειας» του Γκαίτε από τον Iωάννη Παπαδόπουλο (Iένα 1818) και το πρότυπό της», Kλίμακες και διαβαθμίσεις. Δέκα θεατρολογικά μελετήματα, Aθήνα 2003, σ. 63-92).
Με ενδιαφέρον, λοιπόν, ο αναγνώστης, έχοντας υπόψη του τα συγκριτικά ενδιαφέροντα της εκδότριας στα εκτενέστατα σχόλιά της, γυρίζει τη σελίδα και πληροφορείται για τις συνθήκες, πώς έφτασαν τα τέσσερα δακτυλόγραφα από την Μαριέττα Ριάλδη στα χέρια της επιμελήτριας, για το θέμα των περικοπών του κειμένου για την παράσταση, καθώς και της απώλειας της αρχικής μετάφρασης· αναλύεται και η «πολιτική» της έκδοσης: μονοτονικό αντί πολυτονικό με πολλά λάθη, αλλά διατηρήθηκε η ιδιάζουσα ανορθογραφία και ασυνήθιστη στίξη του συγγραφέα (σε ειδική υποσημείωση τονίζεται και η χρήση της στίξης για λόγους της υποκριτικής, ενώ σε άλλη υποσημείωση η επιμελήτρια δείχνεται πολύ ενημερωμένη για τη μεταφραστική θεωρία σχετικά με το δράμα, το οποίο πρέπει να παραγάγει, όχι μόνο στη γλώσσα εκκίνησης αλλά και προορισμού, έναν ομιλούμενο σκηνικό λόγο, που απαιτεί συνήθως και διαφορετική στίξη απ’ ό,τι η πεζογραφία ή η ποίηση).
Στο δεύτερο κεφάλαιο, «Ο Σαίξπηρ στον Κοσμά Πολίτη» (σ. 123-154), παρέχεται μια ενδεικτική αλλά πλούσια σε υλικό μελέτη για τα σαιξπηρικά συγκείμενα στο έργο του Κοσμά Πολίτη. Αυτό αρχίζει με το πρωτόλειό του Κορίνθιες (ανέκδοτο, βλ. Στ. Τσούπρου, «Ο «ανέκδοτος» Κοσμάς Πολίτης», Πόρφυρας 141, 2011, σ. 251-265 –ποιος φιλόλογος, ή στην προκειμένη περίπτωση και θεατρολόγος, δεν θα λυπηθεί τα τόσα θεατρικά έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας τα οποία παραμένουν ακόμα ανέκδοτα σε ιδιωτικά ή και δημόσια αρχεία και βιβλιοθήκες και περιμένουν τον σωτήρα τους, να τα ανακαλύψει και να τα φέρει στο φως της δημοσιότητας;)– το θέμα του Περιάνδρου έχει δραματοποιήσει και ο Καζαντζάκης στην Μέλισσα και ο Βερναρδάκης στις Κυψελίδες, ο αρχικά κατεξοχήν σαιξπηριστής στη δραματουργία του 19ου αιώνα, ο οποίος στη Μαρία Δοξαπατρή προβάλλει ολόκληρες σκηνές από τον Άμλετ, τον Μacbeth και το Ρωμαίος και Ιουλιέττα –βλ. Κ. Γεωργιάδη, «Ακμή και παρακμή του σαιξπηρικού ιδεώδους στο έργο του Δημητρίου Βερνάρδάκη», Παράβασις 9 (2009), σ. 197-242–, συνεχίζει με το μυθιστόρημα Λεμονόδασος, την Eroïca, Το Γυρί, τον τόμο Η Κορομηλιά. Και άλλα διηγήματα, και το τελευταίο μυθιστόρημά του Στου Χατζηφράγκου (1962), ενώ ο Σαίξπηρ δεν λείπει και από το μοναδικό θεατρικό του έργο που έχει εκδοθεί Κωνσταντίνος ο Μέγας (1957). Το τρίτο κεφάλαιο αποτελεί «Κατάλογο μεταφράσεων του Άμλετ στην ελληνική γλώσσα» (σ. 155-157), που ανάμεσά τους βρίσκεται και ο Ι. Πολυλάς, ο Δ. Βικέλας, ο Βασ. Ρώτας, ο Κωνστ. Θεοτόκης, ο Απ. Δοξιάδης, ο Π. Μάτεσις, ο Γ. Χειμωνάς, ο Μιχ. Κακογιάννης κτλ. Το επίμετρο Β΄ παραθέτει υλικό από την παράσταση: το πρόγραμμα της παράστασης του Πειραματικού Θεάτρου (σ. 160-170) με φωτογραφίες και τη διανομή, καθώς και κριτικές για την παράσταση του Άμλετ από το Πειραματικό Θέατρο (σ. 171-185). Ο τόμος κλείνει με ευχαριστίες (σ. 187). Πρόκειται για μια εξαιρετικά φροντισμένη και ενδιαφέρουσα έκδοση, η οποία ανοίγει ένα ολόκληρο πεδίο περαιτέρω ερευνών σχετικά με την πρόσληψη του Σαίξπηρ στην Ελλάδα, τόσο στον τομέα της μεταφραστικής μεθοδολογίας όσο και στο πεδίο διακειμενικών αναφορών σε άπειρα λογοτεχνήματα. Αν κάποτε αξιωθώ να συγκροτήσω, πέρα από τις 1500 σελίδες της Ανθολογίας νεοελληνικής δραματουργίας, Αθήνα ΜΙΕΤ 2006 (που έχει μείνει στον τόμο Β/2 και φτάνει ώς τη Μικρασιατική Καταστροφή, ενώ ήταν προγραμματισμένο να επεκταθεί ώς τη Μεταπολίτευση), και μια Ανθολογία ελληνικών θεατρικών μεταφράσεων (από το Κρητικό θέατρο ώς τη Μεταπολίτευση), τρίτομη και αυτή, –πιστεύω ακράδαντα πως και οι μεταφράσεις είναι αναπόσπαστο μέρος μιας εθνικής λογοτεχνίας, ισάξιο της πρωτότυπης λογοτεχνίας– τότε η μετάφραση αυτή του Κοσμά Πολίτη, ακόμα και ανολοκλήρωτη όπως είναι, σίγουρα θα είχε μια θέση στην επιλογή των δραματικών κειμένων που παρουσιάζονται δειγματοληπτικά ως προς το κείμενο, αναλύονται και σχολιάζονται στο σύνολό τους, γιατί είναι μια πολύ ποιητική απόδοση που διαθέτει και ρέοντα σκηνικό και προφορικό λόγο και παίζεται ευχάριστα (σε αντίθεση π.χ. με τις σαιξπηρικές μεταφράσεις το Βασ. Ρώτα, που περισσότερο «λογοτεχνίζουν»). Αλλά στην αισθητική αποτίμηση δραματικών μεταφράσεων στα ελληνικά, που να συμπεριλαμβάνει στα μεθοδολογικά ζητούμενά της και τη σκηνική οντότητα και «προφορικότητα» του ομιλούμενου λόγου, βρισκόμαστε ακόμα περίπου στην αρχή. Τέτοιες φροντισμένες εκδόσεις μαζί με τη σχετική μελέτη ανοίγουν μόλις τον προβληματισμό αυτό.

Ο Βάλτερ Πούχνερ είναι ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: