Μάρω Φασουλή, Unknown Relatives, 2017, αρχιτεκτονικά σχέδια, 120 x 140 x 220 εκ. |
ΤΟΥ ΜΑΣΣΙΜΟ ΚΑΤΣΟΥΛΟ
Μερικές παρατηρήσεις (και μία απορία) περί της ακροφωνικής θεωρίας του
Νάνου Βαλαωρίτη - συζητώντας το κείμενο του Παναγιώτη Βούζη της προηγούμενης
Κυριακής
Η “ακρoφωνική θεωρία”, σύμφωνα με τον Νάνο Βαλαωρίτη, συνιστά έναν από τους
διαρθρωτικούς κώδικας των ομηρικών ποιημάτων Ιλιάδα και Οδύσσεια, που όχι
μόνο προϋποθέτουν την γραφή γιά την σύνθεσή τους αλλά μπορούν να θεωρηθούν η
εκκίνηση της συστηματικής χρήσης της γραφής στην δυτική
λογοτεχνία, έστω κι αν υπό δημιουργικές και πολιτσμικές συνθήκες άκρως
διαφορετικές από τις δικές μας. Μια παρεμφερή υπόθεση εξέφρασε και ο B. Powel
(Homer and the Origin of Greek Alphabet, Cambridge 1991). Η προσέγγιση του Βαλαωρίτη θα άξιζε την προσοχή των ξένων
φιλολόγων (αν και η γλώσσα είναι φράγμα δύσκολο να δρασκελιστεί). Γι’ αυτό
ελπίζω το βιβλίο του να μεταφραστεί σε άλλες χώρες, και βεβαίως στην Ιταλία,
όπου οι σπουδές περί του Ομήρου βρίθουν.
Ο Παναγιώτης Βούζης εντάσσει την θεωρία αυτή στο ευρύτερο πλαίσιο των
πολλαπλών κωδίκων της Ιλιάδος και της
Οδύσσειας: ο Βαλαωρίτης -γράφει ο
Βούζης- ανακαλύπτει και χρησιμοποιεί έναν επιπλέον κώδικα (τα άλλα είναι τα
γνωστά: λογοτυπικά συστήματα, τυπικές σκηνές, αφηγηματικά σχήματα, παραδοσιακή αναφορικότητα):
τον “ακροφωνικό”, σύμφωνα με τον οποίο “το γράμμα κάθε ραψωδίας συνδέεται με
λέξεις οι οποίες περιλαμβάνονται στο πλαίσιό της” και κάθε λέξη παραπέμπει “σε
θέματα, σε επικά πρόσωπα, σε αντικείμενα και σε έννοιες, που επέχουν σημαίνοντα
ρόλο στην υπόθεση και, παράλληλα, δημιουργούν ανταποκρίσεις με σύνολη την επική
διάσταση”. Έτσι, οι λέξεις παύουν να είναι απλώς λέξεις, για να γίνουν διπάσπαρτα
σήματα ενός “Tribal Encyclpedie”, όπως όριζε
τα ομηρικά ποιήματα ο αμερικανός μεγάλος ομηρολόγος, Erich Havelock.
Ο ακροφωνικός κώδικας συνδέεται βαθιά με ζητήματα της γλώσσας των ομηρικών επών:
1) Πώς γενήθησαν η Ιλιάδα και η Οδύσσεια; 2) Σε πόσο χρόνο πήραν την γνωστή μορφή τους; 3) Πότε έγινε
αυτό; Από εδώ, λοιπόν, θα αρχίσω τις παρατηρήσεις μου, γιατί έτσι μπορούμε να
βρούμε, νομίζω, τεκμήρια για να υποστηριχτεί μία θεωρία τόσο πρωτότυπη, που θα
μπορούσε να μας δώσει ένα από τα σημαντικότερα κλειδιά για να εμβαθύνουμε στο
εργαστήρι του Ομήρου.
Οι μέχρι σήμερα εγκυρότερες μελέτες περί αυτού του θέματος ανέδειξαν τα
εξής χαρακτηριστικά: 1) ο Όμηρος χρησιμοποιούσε την γραφή: το πολύπλοκο ύφασμα
των εν λόγω έργων, είτε γλωσσικό είτε δομικό, δεν ταιριάζει με την σκέτη
προφορικότητα στη δημιουργική φάση των ποιημάτων: π.χ., οι εξ αποστάσεως
αναφορές και αναπομπές που άρρηκτα συνάπτουν επεισόδια και διηγηματικά νήματα,
μαρτυρούν την παρουσία ενός ποιητή που διοργάνωσε το υλικό σε ενιαίο ιστό.
2) H ομηρική γλώσσα
χαρακτηρίζεται από την πολυμορφία,
δηλ. από την ισοδύναμη συμβίωση πολλαπλών λεξικών, συντακτικών και γραμματικών
επιπέδων (ετερόκλητα στοιχεία που ανήκουν σε διαφορετικές φάσεις της ελληνικής
γλώσσας, και της εξέλιξής της, από τη μυκηναϊκή εποχή κι έπειτα) που
εξαρτούνται μόνο από μετρικούς λόγους. Άρα ο ποιητής είχε συχνά την δυνατότητα
να βρει την μορφή που ταίριαζε με το πολύ αυστηρό μετρικό σχήμα. Π. χ. ο
παρακείμενος του ρήματος “εἰμί” παρουσιάζεται σε πέντε μορφές (ἦν, ἦεν, ἔην, ἤην,
ἔσκε), κάποιες εντελώς εξεζητημένες, αλλά που δίνανε στον ποιητή την δυνατότητα
να έχει στην διάθεσή του διάφορες ισοδύναμες μετρικές λύσεις: (¾)
( ¾È) (È ¾) ( ¾ ¾) ( ¾È). Η δύναμη του εξαμέτρου είναι τόσο έντονη, ώστε σε αρκετούς
στίχους μία συλλαβή θεωρείται βραχεία έστω κι αν είναι μακρά: π. χ. στη φράση “λιποῦσ΄
άνδρότητα καὶ ἥβην”, το α του ανδ- πρέπει να θεωρηθεί βραχύ. Περίπου το
ίδιο φαινόμενο υπάρχει και στην άκρως ανώμαλη συνίζηση της φράσης “Ἐνυαλίω ἀνδρειφόντῃ”.
Η ακρφωνική θεωρία του Βαλαωρίτη έχει την αρετή να δείχνει τον σπουδαίο
ρόλο της γραφής στην γενετική διαδικασία των ομηρικών ποιημάτων, και η μέθοδος
πρόσβασης στα ποιήματα είναι καινοφανής, αλλά νομίζω ότι πρόκειται για μια λαμπρή
διαίσθηση. Λυπάμαι, αλλά στην παρέμβασή του επί του θέματος, ο Π. Βούζης δεν
έδωσε απαντήσεις σε κάποιες απορίες που εξέφρασα παλαιότερα, εδώ στις
«Αναγνώσεις», 18/09/2016. Τις οποίες τις επαναλαμβάνω τώρα ακροθιγώς
Η κύρια αντίρρησή μου είναι ότι για να γίνει ο ακροφωνικός κώδικας δεκτός
θα έπρεπε να αποδείξουμε ότι η διαίρεση των ποιημάτων σε 24 ραψωδίες είναι
επιλογή του ίδιου του Ομήρου και όχι μεταγενέστερη διακοπή του διηγηματικού ρου
(όσον αφορά την Οδύσσεια η διαίρεση ακολουθεί
προφανώς το μοντέλο της Ιλιάδος,
επειδή οι ραψωδίες είναι βραχύτερες περίπου κατά το μισό). Αυτό είναι, όμως,
αναπόδεικτο, δεδομένου ότι υπάρχουν σήμερα τρεις υποθέσεις περί της εποχής στην
οποία έγινε η διαίρεση σε 24 ραψωδίες, αλλά ουδείς πάντως αποδίδει την τομή που
γνωρίζουμε στον ίδιο τον Όμηρο:
1) η διαίρεση έγινε στην Αθήνα, το έκτο αιώνα π. Χ., επί τον Πεισίστρατο. 2)
Έγινε στο τέλος του εβδόμου αιώνα στην Ιωνία. 3) Έγινε στην ελληνιστική εποχή – τέλος του
τέταρτου αιώνα π. Χ.– στην εποχή του Δημητρίου του Φαληρέως (πρόσφατη και
συζητημένη θεωρία του Gregory Nagy). Σ’ αυτήν
την περίπτωση η διαίρεση θα γινόταν στον Περίπατο, και εκεί σε κάθε ραψωδία
δόθηκε ένα γράμμα του αλφαβήτου.
Πέρα απ’ αυτά, εάν η διαίρεση ήταν επινόημα του Ομήρου θα πρέπει συμπεράνουμε
ότι ο ποιητής είχε από την αρχή στο νου του τη δομή του ποιήματος. Όμως είναι
φανερό ότι, π. χ., η νυν Κ ραψωδία της Ιλιάδος
(η “Δολώνια”) είναι μεταγενέστερη προσθήκη, όπως είναι μεταγενέστερη προσθήκη η
Λ ραψωδία της Οδύσσειας (η “νέκυια” ή
“κατάβαση”).
Ο μεν ομηρικός Βίος του ψευδο-Πλουτάρχου
αποδίδει τη διαίρεση στον κύκλο του Αριστάρχου, του μείζονος αλεξανδρινού
φιλολόγου. O δε βυζαντινός
Ευστάθιος την αποδίδει στον Ζηνόδοτο, άλλο φιλόλογο του κύκλου του Μουσείου, γνώμη
με την οποία συμφώνησε και ο Wilamowitz. Έχουμε
όμως τεκμήρια ότι και πριν από την ελληνιστική εποχή τα ομηρικά έπη ήταν
κομμένα σε μέρη, αλλά η φόρμα δεν ήτανε οι μεταγενέστερες 24 ραψωδίες: μερικοί
πάπυροι του Γ΄ αιώνα π. Χ. μαρτυρούν ως ενιαία αποσπάσματα που αντιθέτως στην
δική μας διαίρεση ανήκουν σε δύο διαφορετικές ραψωδίες: λ. χ., ο Πάπυρος Hibeh I. 22
(280-240 π. Χ.) περιέχει μέρη από τις ραψωδίες 21, 22, 23, χωρίς κανένα σήμα
διαίρεσης. Το ίδιο συμβαίνει με τις ραψωδίες 1 (στ. 884)-12 στον Πάπυρο Genev. inv. 90. Από
αυτά είναι δυνατόν να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι η προαλεξανδρινή διαίρεση
ακολουθούσε άλλα μέτρα, ήταν δηλαδή σύμφωνα το μέτρο ενός ρολού παπύρου, τα
μεγέθη του οποίου κυμαίνονται από 6 έως 15 μέτρα.
Άλλωστε, ούτε τα παραθέματα μερικών μεταγενεστέρων συγγραφέων συνηγορούν
υπέρ μιας προαλεξανδρινής διαίρεσης σε 24 μέρη, αλλά δείχνουν μια διαίρεση σε
διηγηματικούς κύκλους, στους οποίους οι ραψωδοί έδιναν τίτλους ενδεικτικούς του
θέματος κι όχι ένα γράμμα του αλφαβήτου, λ. χ. «η ἱππδρομείᾳ ἐπὶ τοῦ Πατρόκλου”
(Πλάτων, Ίων 537α). Ο Αιλιανός (175-235 μ. Χ.) μάλιστα γράφει τα εξής σημαντικά:
“τὰ Ὁμήρου ἔπη πρότερον διῃρημένα ᾖδον οἱ παλαιοί. Οἷον ἔλεγον Τὴν ἐπὶ ναυσὶ μάχην
καὶ Δολώνειάν τινα
καὶ Ἀριστείαν Ἀγαμέμνονος
καὶ Νεῶν κατάλογον
καὶ Πατρόκλειαν
καὶ Λύτρα
καὶ Ἐπὶ Πατρόκλῳ ἆθλα
καὶ Ὁρκίων ἀφάνισιν.
Ταῦτα ὑπὲρ τῆς Ἰλιάδος.
Ὑπὲρ δὲ τῆς ἑτέρας Τὰ ἐν Πύλῳ
καὶ Τὰ ἐν Λακεδαίμονι
καὶ Καλυψοῦς ἄντρον
καὶ Τὰ περὶ τὴν σχεδίαν
καὶ Ἀλκίνου ἀπολόγους
καὶ Κυκλώπειαν
καὶ Νέκυιαν
καὶ Τὰ τῆς Κίρκης
καὶ Νίπτρα καὶ Μνηστήρων φόνον...”.
Η μαρτυρία αυτή μας δίνει δύο σπουδαία στοιχεία: 1) οι τίτλοι αναφέρονται
σε επεισόδια (ή σε διηγηματικές ενότητες) και όχι σε ολόκληρες ραψωδίες (βλ. λ.
χ. “Καλυψοῦς ἄντρον καὶ Τὰ περὶ τὴν σχεδίαν” που ανήκουν
και τα δύο στην Ε΄ ραψ. της Οδύσσειας),
2) αυτό το σύστημα αναγνώρισης των μερών είναι πιθανότατα πολύ αρχαίο, αν και ο
συγγραφέας υπογραμμίζει ότι το χρησιμοποιούσαν “οι αρχαίοι”. Σημαντικό είναι
ότι και ο περίφημος Κατάλογος των νηών
(Β΄ ραψ. Ιλιάδος) αρχίζει στον στ.
484 (και συνεχίζει έως το τέλος τους ραψωδίας), αλλά η αρχή του καταλόγου είναι
νέο προoίμιο (“ἔσπετε νῦν μοι Μοῦσαι Ὀλύμπια δώματ᾽ ἔχουσαι...”), κάτι
που συμβαίνει στη αρχή ενός ποιήματος ή μιας ραψωδίας και όχι στα μισά. Δηλ. η Β΄ ραψωδία προκύπτει από διαίρεση των Αλεξανδρινών
και όχι του δημιουργού του ποιήματος. Ο Ηρόδοτος, για να φέρω ένα άλλο παράδειγμα,
αναφερόμενος σε ένα απόσπασμα της “Αριστείας
του Διομήδου”, παραθέτει στίχους που δεν βρίσκονται, όπως θα ήταν αναμενόμενο,
στην Ε΄ ραψ. της Ιλιάδος, αλλά στην Ζ΄
289-92. Ο Ηρόδοτος εγνώριζε άρα άλλη διαίρεση του ποιήματος, όπου οι ραψωδίες
ήταν εκτενέστερες εν σχέση με την δική μας.
Κλείνω με μία τελευταία παρατήρηση: έστω κι αν οι εξελίξεις του ελληνικού
αλφαβήτου, από την εισαγωγή του έως την τελική του μορφή (επί του άρχοντος Ευκλείδου,
το 403 π. Χ.) είναι αμφισβητούμενες, όπως άκρως αμφισβητούμενη είναι η εποχή
στην οποία τα προφορικά ποιήματα “εγράφησαν”, ο Όμηρος, πιθανότατα γεννηθείς
στις ακτές της Ιωνίας ή σε κάποιο νησί αντίπερα των ακτών της Μικράς Ασίας στον
όγδοο αιώνα, θα χρησιμοποιούσε λίγο διαφορετικό αλφάβητο: λ. χ. δεν είχε στη
διάθεσή του ούτε το Ω ούτε το Ξ η το Ψ, που εντάχτηκαν στο ελληνικό αλφάβητο
πιο πρόσφατα. Διαφορετικά, πρέπει να υποθέσουμε ότι ο Όμηρος συνέθεσε την Ιλιάδα όχι πριν από τον έβδομο αιώνα, και
ότι ήταν αυτός ο πρώτος που έδωσε στο ελληνικό αλφάβητο τη μορφή που
κληρονόμησαν οι μετέπειτα Έλληνες. Και η διαβεβαίωση αυτή θα ήταν η
σπουδαιότερη πρόσκτηση του βιβλίου του Βαλαωρίτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου