ΤΟΥ
ΚΩΣΤΑ ΣΤΑΜΑΤΗ
Γιάννης Κονταράτος, Χωρίς
τίτλο, 2015 - 2016, λάδι σε μουσαμά, 210 x 265
εκ.
|
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΔΡΟΣΟΣ, Το ευγενές εμπόριο της συμπάθειας. Αστικός
πολιτικός και ηθική κοινότητα στον σκωτικό Διαφωτισμό, εκδόσεις Νήσος, σελ.
754
Το πρόσφατο βιβλίο του Διονύση
Δρόσου καταδεικνύει με τρόπο ενδελεχή και συνάμα απολαυστικά γλαφυρό, το
φιλοσοφικό και ηθικοπολιτικό στίγμα του σκωτσέζικου κλάδου του ευρωπαϊκού
Διαφωτισμού. Ο πυρήνας του προβληματισμού του είναι ο ακόλουθος:
1. Παράλληλα με την έγνοια για
ελεύθερη τέλεση οικονομικών δοσοληψιών, ο σκωτσέζικος Διαφωτισμός προσβλέπει σε
μια ηθική κοινότητα ανάμεσα στους
δρώντες. Σ’ αυτό το επίπεδο της κοινωνικής συνάφειας θεωρείται ότι αυτό που τα
άτομα επιδιώκουν δεν είναι να αυξήσουν το έχειν
τους, αλλά να επιβεβαιωθεί και να αναγνωρισθεί ευρύτερα το είναι τους.
Επειδή τα ίδια άτομα εμπλέκονται ταυτόχρονα στα δύο αυτά επίπεδα κοινωνικότητας,
ζητούμενο στον σκωτικό Διαφωτισμό είναι η αναδυόμενη κοινωνία ελεύθερης αγοράς
να διατηρήσει την ανθρωπιά της, χάρη σε μια ευγενή ηθική της συμπάθειας. Τούτο
προφανώς είναι κάτι που δεν μπορεί να συλληφθεί με όρους κοινωνικού συμβολαίου.
Ούτως ή άλλως η ιδέα του κοινωνικού συμβολαίου είναι γενικώς ξένη προς τον
σκωτικό Διαφωτισμό.
Το σκωτικό διαφωτιστικό ρεύμα αντιλαμβάνεται
το ανθρώπινο πρόσωπο ως παρωθούμενο μεν από ατομικά κίνητρα δράσης και ίδια συμφέροντα,
αλλά πάντως ως δεκτικό βελτίωσης και προόδου μέσα στον κοινωνικό συγχρωτισμό. Φιλοσοφικά
τροφοδοτείται από παραδοχές ηθικού
εμπειρισμού. Συγχρόνως αποπνέει μια αισιόδοξη κοινωνική θεώρηση, ότι δηλαδή οι επί μέρους, ασυντόνιστες ατομικές
δράσεις συντείνουν σε μια αυθόρμητη ευταξία στην κοινωνία και την οικονομία.
Σύμφωνα με τον σκωτικό
Διαφωτισμό, εναρκτήριο ερώτημα ως προς τις ηθικές μας κρίσεις είναι το
ακόλουθο: τι κάνουμε, όταν θέλουμε να κρίνουμε τους άλλους; Αποκρίνεται ότι οι
ηθικές κρίσεις των ανθρώπων προσδιορίζονται σε μια διηνεκή διαδικασία
επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας των ηθικών συναισθημάτων που κινητοποιούν τις
αντίστοιχες πράξεις.
Ιδίως στον Άνταμ Σμιθ, τα ηθικά
συναισθήματα αποτιμώνται με γνώμονα κατά πόσο θα μπορούσαν να αποσπάσουν την
ειλικρινή συμπάθεια εκ μέρους ενός αμερόληπτου
παρατηρητή. Στη σφαίρα της δημόσιας επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων,
νομικής και πολιτικής, η αρετή της συμπάθειας διευρύνεται σε δημόσιο φρόνημα
δικαιοσύνης.
Η ιδέα της συμπάθειας εξυπονοεί κατά
βάση τη δυνατότητα του ανθρώπινου προσώπου να εισέρχεται νοερά στη θέση όποιου
υφίσταται βλάβη από άλλον. Ωστόσο, η
ηθική κρίση μπορεί να τηρεί ορισμένη κρίσιμη απόσταση από τον κύκλο της κοινής
γνώμης και του κοινού νου.
Αμερόληπτος παρατηρητής των
κοινωνικών ηθών αξιολογεί ιδεατά τόσο τα κίνητρα όσο και την επίδραση της
πράξης που τελεί κάποιος έναντι άλλων. Αφενός αποτιμά τα κίνητρα ορισμένης πράξης, υπό το πρίσμα μιας διυποκειμενικά
επιβαλλόμενης ευπρέπειας. Αφετέρου αξιολογεί
και την ίδια την πράξη, από τη σκοπιά
της δυνατότητας να γίνει αποδεκτή από τους άλλους, αποσπώντας την αβίαστη επιδοκιμασία τους.
Εν προκειμένω η αξιολόγηση αυτή
διενεργείται από τη σκοπιά των ηθικών συναισθημάτων που προκαλούνται κατ’
εξοχήν σε όσους υφίστανται τα επακόλουθα
μιας πράξης. Κριτήριο για την αξία ή την απαξία της πράξης είναι κατά πόσο ένας
ανυστερόβουλος θεατής της μπορεί να εισέλθει πλήρως στα αισθήματα αυτά και να
τα συμμεριστεί ηθικά. Προς τούτο,
όμως, η κρίση ενός ιδανικού θεατή προσήκει να διακρίνεται από πνεύμα μεσότητας,
αμοιβαίας ανοχής και καταλλαγής ανάμεσα στα πρόσωπα.
Παρότι φτιαγμένη με εμπειριστικά
υλικά, η ηθική συναισθηματοκρατία του Σμιθ απολήγει σε μια σημαντική κανονιστική αιχμή ως προς το δέον γενέσθαι στην ανθρώπινη κατάσταση, διευρύνοντας
τη στενή οπτική γωνία του Χιουμ. Κατά τη δική του άποψη, ούτε το ευπρεπές
συνταυτίζεται απλώς με το ωφέλιμο. Ούτε η αξία της πράξης εκτιμάται απλώς με
βάση τις επιθυμητές συνέπειές της κατά την κρίση του κοινού νου. Το κριτήριο
της ωφελιμότητας από μόνο του είναι ανήμπορο επίσης να στοιχειοθετήσει την
ορθότητα κανόνων δικαίου και θεσμών μέσα σε νεωτερική Πολιτεία.
Ο σμιθιανός Διαφωτισμός
ευελπιστεί ότι το εγωκεντρικό κίνητρο δράσης στα άτομα της πολυάνθρωπης
νεωτερικής κοινωνίας μπορεί παρά ταύτα να κάμπτεται. Η ανθρώπινη σκέψη και
δράση δύναται να ανοίγεται σε επιζήτηση ενός κοινού καλού.
Οι υποστηρικτικές της συμπάθειας
αρετές δεν εκλαμβάνονται ως κάποιο νεωτερικό υποκατάστατο της φιλίας που
αναπτυσσόταν μεταξύ συμπολιτών στην αρχαιοελληνική πολιτική κοινότητα. Η συμπάθεια γίνεται αντιληπτή
με τρόπο που προσιδιάζει στη διάχυτη ανωνυμία της μεγάλης αστικής κοινωνίας. Διαφορετικά από τη φιλία
μεταξύ γνωρίμων σε πόλη-κράτος, η συμπάθεια μπορεί να ενεργοποιείται ακόμη και
ανάμεσα σε ανθρώπους άγνωστους μεταξύ τους. Αξίζει να τονισθεί ότι η οπτική
γωνία του ιδεώδους ηθικού παρατηρητή στον Σμιθ έχει δεδηλωμένως βεληνεκές όχι
απλώς τοπικό ή έστω εθνικό, αλλά εν δυνάμει οικουμενικό.
2. Ύστερα από εξαιρετικά διεξοδικό
και οξυδερκή έλεγχο, η καταληκτική εκτίμηση του Δ. Δρόσου είναι η ακόλουθη. Ο
Σμιθ κατέβαλε αναμφίβολα μια αγωνιώδη προσπάθεια, προκειμένου να προσδώσει
βάθος και συνοχή στο νόημα της συμπάθειας και του αμερόληπτου παρατηρητή. Παρά
ταύτα, εν τέλει ο ιδεώδης παρατηρητής περιζώνεται από διλήμματα, όταν το παρατηρούμενο
πρόσωπο πασχίζει να συμβιβάσει ατομικό συμφέρον του με την κοινή γνώμη και με την
αγαθή συνείδησή του.
Ο Σμιθ διέγνωσε ότι η αναδυόμενη
εμπορευματική κοινωνία παράγει όχι μόνο πλούτο, αλλά και αδικίες, ανισορροπίες.
Προς αντιμετώπιση όμως αυτών των ζητημάτων, υποστηρίζει εύλογα ο Δ. Δρόσος, η
σκέψη του Σμιθ προσφεύγει σε μια προοπτική εξωγενή
προς τη θεωρία ηθικών συναισθημάτων. Θεωρείται ότι στην κλίμακα της κοινωνίας
οι αυτοματισμοί του αόρατου χεριού της ελεύθερης αγοράς τείνουν σε μια μη προσχεδιασμένη εξισορρόπηση. Εν ανάγκη, με
τη βοήθεια κάποιων λελογισμένων παρεμβάσεων από την πλευρά του ορατού χεριού
του Κράτους.
Έτσι όμως στη θεώρηση του Σμιθ ανακύπτει
ένα εσωτερικό χάσμα συνοχής ανάμεσα στο ηθικό και το πολιτικοοικονομικό σκέλος
της. Ας προστεθεί, επί τη ευκαιρία, ότι, παρότι ο Σμιθ διέγνωσε οπωσδήποτε την
κρισιμότητα της κρατικής υπόστασης σε νεωτερική κοινωνία, δεν στοχάσθηκε εν
εκτάσει ως προς αυτή.
Εν συνόψει, το έργο του Δ.
Δρόσου εμπλουτίζει την ελληνική βιβλιογραφία με ένα καθ’ όλα εντυπωσιακό και
στοχαστικό δοκίμιο υψηλής αξίας γύρω από τη σπουδαία συμβολή του σκωτικού
Διαφωτισμού στην εξέλιξη της ηθικής και πολιτικής φιλοσοφίας. Πέραν του Σμιθ, το
έξοχο αυτό δοκίμιο ενδιατρίβει εν εκτάσει και στους άλλους εκπροσώπους του
σκωτικού Διαφωτισμού. Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση του Άνταμ Φέργκιουσον,
εν είδει εσωτερικής αντιπολίτευσης σε αυτό το θαλερό ρεύμα ιδεών.
Ο Κώστας Σταμάτης διδάσκει Φιλοσοφία του δικαίου στη Νομική Σχολή του
ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου