ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΜΕΛΙΣΣΙΝΟΥ
Στα τέσσερα
κείμενα της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου Ο άγνωρος δεσμός, η Ράντμιλα Ζυγούρη προτείνει μια αναστοχαστική
προσέγγιση της ψυχανάλυσης, και ως πρακτικής και ως θεωρίας. Μια ερμηνεία της
σχέσης αναλυτών-αναλυομένων αντλώντας από το παράδειγμα του ξένου και του αυτόχθονα.
Στο
στόχαστρό της μπαίνουν οι καθησυχαστικές αντιθέσεις που στοιχειώνουν τον
ψυχαναλυτικό λόγο. Αναλυτήςóαναλύων, μεταβίβασηóαντιμεταβίβαση, υποκείμενοóαντικείμε-νο, αυτόχθωνóξένος. Αυτές τις αντιθέσεις αποδομεί
αποκαλύπτοντας τις ιεραρχικές σχέσεις που τις στηρίζουν.
Εισάγει την
έννοια του δεσμού αναλυτών-αναλυομένων και του εδάφους που περιλαμβάνει και
τους δύο όρους. Και μιλά γι’ αυτό με ανησυχητικό τρόπο: ορισμένοι ασθενείς μέσω
της αντιμεταβίβασης αποκαλύπτουν αυτό που στον αναλυτή μένει αποκλεισμένο ή
απωθημένο, αισθήματα και αισθήσεις που δεν του είναι οικείες.
Τελικά δε
διστάζει να γράψει ότι οι πιο γόνιμες στιγμές μιας θεραπείας είναι εκείνες όπου
η τεχνογνωσία του επαγγελματία αποδεικνύεται αναποτελεσματική, όπου πρέπει να
επανεπινοηθεί για λογαριασμό ενός συγκεκριμένου αναλύοντος ο τρόπος να είναι
κανείς ο αναλυτής του. Η συνάντηση που γίνεται στο πλαίσιο μιας ανάλυσης είναι
μια ιδρυτική εγκαινιαστική εμπειρία. Η λέξη συνάντηση στα γαλλικά, rencontre, είναι
σημασιοδοτημένη ως κάτι που μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή, τον τρόπο τού να
είσαι. Το καινούργιο είναι ότι εδώ ο αναλυτής δε βρίσκεται στο απυρόβλητο της
αλλαγής που φέρει αυτή η συνάντηση. Ο αναλυτής αντί να είναι ο ακλόνητα
«γνωστικός», ο μη τρελός, θα μπορούσε να τοποθετείται κάποιες στιγμές στην θέση
του σαμάνου. Ο Λεβί-Στρως στο κείμενό του
για την επιτελεστικότητα των συμβόλων[1]
παραλληλίζει τη σαμανική θεραπεία με την ψυχαναλυτική, με τη διαφορά ότι ο
σαμάνος είναι ο αφηγητής και εκδραματιστής
ενός συλλογικού μύθου μέσα στον οποίο βρίσκει θέση η ατομική σωματική
οδύνη και θεραπεύεται. Σα να μοιράζεται με τον ασθενή ένας ενδιάμεσος χώρος
όπου ο κοινός νους είναι ξεγραμμένος, όπου ξεγράφεται συγχρόνως και η εκ του
ασφαλούς ιατρική στάση «το περιστατικό είναι ο άλλος» με τον αναλυτή να μένει
εκτός πεδίου. Γιατί «όταν μια ανάλυση προχωράει η ψευδαίσθηση γκρεμίζεται. Μια
μέρα ο ασθενής αντιλαμβάνεται ότι είμαστε αναλυτές ακριβώς επειδή δεν είμαστε
κανονικοί γιατροί, ακριβώς επειδή έχουμε μάθει να διαχειριζόμαστε τις αλλοτινές
ρωγμές μας.»
Η αντίθεση
αναλυτήóαναλύοντος
κλονίζεται οριστικά με την αποδόμηση της αντίθεσης αυτόχθοναóξένου.
Αυτή η κατάρριψη των βεβαιοτήτων δημιουργεί χώρο για την είσοδο ανησυχιών που
έχουν μπει στο αρχείο. Στη λεξιλογική περιδιάβαση στα γραπτά του Φρόυντ, η
Ζυγούρη δεν βρίσκει πουθενά τη λέξη «ξένος» με τη νομική σημασία του όρου. Μόνο
τη λέξη «Fremde» που σχετίζεται
με το παράξενο και την αποξένωση. Σε ένα κείμενό του τού 1919 για το «ανοίκειο»[2],
το παράξενο δεν είναι κάτι καινούργιο ή ξένο, αλλά «κάτι που ήταν από πολύ
παλιά οικείο στην ψυχική ζωή και που της έχει γίνει ξένο εξαιτίας της
διαδικασίας της απώθησης». Σε αυτό το κείμενο ο Φρόυντ, από τον Ό. Ρανκ
εμπνεόμενος, μελετά τη μορφή του σωσία ως μία από τις μορφές του ανοίκειου. Ο
σωσίας προσεγγίζεται εδώ ως μια αρχαϊκή μορφή του ναρκισσισμού αλλά και ως
κατασκευή του υποκειμένου που ωθεί έξω από τον ψυχισμό ό,τι θεωρεί επικίνδυνο
εντός του, γι αυτό και ενδύεται χαρακτηριστικά του ανοίκειου, ενός άλλοτε
«εντός». Εδώ γίνεται λόγος και για την επιστροφή των νεκρών και για τη
συνάντηση με το σωσία ως ξένο εγώ, «das Fremde Ich». Κάπως σαν την επιστροφή των νεκρών τα Ψυχοσάββατα, στο
καρναβάλι, με τις παραδοσιακά τρομαχτικές ζωόμορφες φιγούρες, το σαματά με τα
κουδούνια και τα χτυπήματα στον κόσμο την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς. Σαν
τις σύγχρονες τρομακτικές μορφές που μέρα μεσημέρι εισβάλλουν στις κεντρικές
λεωφόρους των άστεων στην παρέλαση για τη gay pride, τραβεστί και drag queens
και λεσβίες νταλικιέρηδες. Μορφές κατ’ εξοχήν εξόριστες από το εγώ ως
φυσιολογικό, το οποίο αναστατώνεται στη συνάντησή του με αυτές, με ένα έξωθεν
που, όπως και ο εφιάλτης, είναι ενδοψυχικό. Για να συγκροτηθεί το εγώ, λέει ο
Φρόυντ, το καλό ενδοβάλλεται και γίνεται μέρος του Εγώ, το κακό όμως πετιέται
έξω. Όχι όμως στο πουθενά. Συγκροτεί το Μη Εγώ, το ξένο για το Εγώ, «Ich Fremde». Εδώ περνά η Ζυγούρη,
ίσως εν αγνοία της, σε κάτι θεμελιώδες για την ανθρωπολογία από τη δεκαετία του
60. Στο καθαρό ως αντίθετο με το επικίνδυνο. «Purity & danger» τιτλοφορείται το πολυμεταφρασμένο
βιβλίο της ανθρωπολόγου Μary Douglas[3].
Αναλύει τις απαγορεύσεις των ιερών βιβλίων της εβραϊκής θρησκείας, Δευτερονόμιου
και Λευιτικού, ως απόσταση από επικίνδυνες οντότητες που δεν ανήκουν σε κάποια
από τις ταξινομήσεις του επιτρεπόμενου και του απαγορευμένου. Π.χ. ο χοίρος δεν
τρώγεται γιατί, ενώ έχει τον αριθμό οπλών που έχουν όσα μηρυκαστικά τρώγονται, δεν
είναι μηρυκαστικό. Είναι και δεν είναι δηλαδή. Έχει κάτι το μη ταξινομήσιμο και
προκαλεί απέχθεια γιατί δεν υπάγεται καθαρά σε καμία κατηγορία. Είναι ύλη εκτός
τόπου.
Η Ζυγούρη
παρουσιάζει την γενεαλογία της απέχθειας για τον ξένο/παράξενο. Το μωρό, λέει,
αρχικά χαμογελά σε κάθε ανθρώπινη μορφή. Με τον ίδιο τρόπο που μπορεί να προφέρει
τα φωνήματα όλων των γλωσσών. Δεν κρατάει όμως πολύ αυτή η περίοδος γιατί,
μόλις αρχίσει να αγαπά συγκεκριμένα την εικόνα του, εγκαινιάζεται και το άγχος
της απώλειας του εαυτού του. Παραδόξως λοιπόν, τη στιγμή που το παιδί βρίσκεται
όσο πιο κοντά γίνεται σε αυτό που λέμε ανθρώπινο είδος, τότε, για να μπορέσει
να γίνει πραγματικά υποκείμενο όπως συγκροτούνται τα υποκείμενα στις πατριαρχικές
κοινωνίες, με το οιδιπόδειο δηλαδή (έλευση του τρίτου όρου στη δυαδική σχέση
παιδιού και «μητέρας», που περιλαμβάνει όλον τον κόσμο), πληρώνει ως τίμημα της
διαδικασίας υποκειμενοποίησης την εγκατάλειψη της άμεσης πρόσβασης στο άλλο
ανθρώπινο πλάσμα ως όμοιό του. Αναγνωρίζοντας τον εαυτό του, το παιδί αναγνωρίζει
μόνο έμμεσα πια ότι ανήκει στο ανθρώπινο είδος. Αυτό το ανήκειν προϋποθέτει ένα
κλείσιμο, το οιδιπόδειο, όπου οι άλλοι γίνονται άνισοι μεταξύ τους για να
αναδειχθούν εξιδανικευμένες οι οικογενειακές φιγούρες με τις οποίες θα
ταυτιστεί. Έτσι χάνεται η αλληλεγγύη με το ανθρώπινο είδος. Θυσιάζεται για ένα
Ιδεώδες του εγώ που είναι και ένα ιδεώδες ομοιομορφίας,
μιας αρραγούς ταυτότητας, που
εισάγουν οι «πατέρες»/όροι του οιδιποδείου. Γνήσιος καθολικός, γνήσιος εβραίος
κ.λπ., βασιλική οδός προς το μίσος για τον άλλον. Ο πατρικός νόμος όμως, λέει η
Ζυγούρη, δεν είναι παντοδύναμος, και η πρόκληση για την ψυχανάλυση είναι να
αναλύσει το φόβο του πατέρα.
Ο ξένος λοιπόν
είναι μια λογική και ανεκτή μετάθεση εκείνου του αλλοτινού παράξενου οικείου,
το υπολειμματικό προϊόν μιας διαβατήριας τελετουργίας η οποία συγκροτεί το
υποκείμενο στις κοινωνίες μας. Πώς όμως να μιλήσει κανείς για κάτι που είναι
πριν από το εγώ, πριν από τη συγκρότησή του, που βασίζεται ακριβώς πάνω σε αυτό
το αποβληθέν κάτι, το απόβλητο; Είναι αυτό που η Julia Kristeva[4] ονομάζει abjet,
δηλαδή από-βλητο αλλά και απo-κείμενο, κάτι που περισσεύει από τη διαδικασία
συγκρότησης του υποκειμένου (sujet),
και που αποτελεί το καταστατικό εκτός του.
Η επιστροφή
αυτού που απωθήθηκε, που αποξενώθηκε, προκαλεί τρόμο. Αυτή η επιστροφή συχνά
γίνεται ψευδαισθητικά λένε ο Λακάν και η Ζυγούρη. Όπως με τα φαντάσματα. Η λέξη
ghost, φάντασμα, ομόρριζη
με τη λέξη guest,
συγγενεύει με το ost
και με το λατινικό hostis
εξ ού και hostel αλλά
και hospitality,
φιλοξενία. Φάντασμα, φιλοξενούμενος κι εχθρός[5].
Ας επανέλθουμε
σε αυτή τη γενεαλογία της απέχθειας για το(ν) ξένο που εκφράζεται άμα τη
εμφανίσει. Σε καταστάσεις κρίσης, λέει η Ζυγούρη το 1983. Ακραίες καταστάσεις
όπου οι εγωτικές αξίες υποχωρούν, και υπερισχύουν εκείνες της πρωταρχικής
κατάστασης του αβοήθητου, σε απόλυτη εξάρτηση από τους άλλους. Το άγχος λοιπόν
έρχεται με την επαναφορά καταστάσεων που έχουν απωθηθεί και που έχουν αποβληθεί
ως ένα εκτός που παράγεται συγχρόνως και αμοιβαία με το εντός του υποκειμένου. Η
Kristeva θα το έλεγε με αυτά τα λόγια: «αυτό το αποκείμενο από το οποίο
ασταμάτητα αγωνίζεται να διαχωριστεί είναι τελικά γι’ αυτόν μια γη της λήθης
διαρκώς αναθυμούμενη». Tου απωθημένου και αποξενωμένου οικείου που, όταν
επανακάμψει, γίνεται αντιληπτό ως απειλή, ως ανησυχητικά οικείο. Ο ξένος απευθύνεται στο ενδοψυχικό «ανοίκειο» και
εμφανίζεται ως ο σωσίας του. Οι λέξεις μαρτυρούν αυτή τη σχέση διπλότητας. Στα
γαλλικά «hôte », στα αρχαία ελληνικά «ξένος»,
είναι και ο οικοδεσπότης και ο φιλοξενούμενος. Η ίδια (η) λέξη αφήνει να φανεί
η πολλαπλότητα και η φασματικότητα των ταυτοτήτων. Χάρη στο παράξενο που μας
ενοικεί να μπορούμε να γινόμαστε άλλοτε γηγενείς άλλοτε ξένοι.
Η Κατερίνα
Μελισσινού είναι ανθρωπολόγος
[1]
Claude Lévi-Strauss, Δομική Ανθρωπολογία,
μτφ. Θ. Παραδέλλης, Κέδρος 2010
[2]
Sigmund Freud, Το ανοίκειο, μτφ. Ε.
Βαϊκούση, Πλέθρον 2009.
[3]
Μary Douglas, Καθαρότητα & Κίνδυνος, μτφ. Α. Χατζούλη, Πολύτροπον 2007.
[4]
Pouvoirs de l’horreur, Seuil, 1980.
[5]
Βλ. Αν Ντυφουρμαντέλ-Ντερριντά , Περί
φιλοξενίας, μτφ. Β. Μπιτσώρης, Εκκρεμές, 2006.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου