Το νέο έργο του Γιώργου Κουρουπού
Έργο του Μανώλη Μπαμπούση από την έκθεσή Something stupid |
ΤΟΥ ΘΑΝΟΥ ΜΑΝΤΖΑΝΑ
Για το πλέον πρόσφατο έργο του Γιώργου Κουρουπού, «Φωνή δρυός», είχα την
ευκαιρία να ακούσω όλα τα σχετικά με τη δημιουργία του από τον συνθέτη και τους
συνεργάτες του στη συνέντευξη Τύπου που προηγήθηκε της πρεμιέρας του. Κύρια
πηγή έμπνευσης του συγκεκριμένου έργου ήταν η ιερή βελανιδιά του Διός που
υπάρχει στην περιοχή του μαντείου της Δωδώνης, «απόγονος» της «κλασικής». Η διαδικασία
λειτουργίας του συγκεκριμένου μαντείου, του σημαντικότερου στον ελλαδικό χώρο
μετά από εκείνο των Δελφών, ήταν ότι αφού οι άνθρωποι υπέβαλλαν τα ερωτήματα
τους στον θεό, υπήρχε αναμονή μέχρι να φυσήξει άνεμος. Όταν συνέβαινε αυτό, μια
ιέρεια σε κατάσταση έκστασης, το ανάλογο δηλαδή της δελφικής Πυθίας,
«αποκρυπτογραφούσε» το θρόισμα των φύλλων, ίσως ακόμα και το τρίξιμο των
κλαδιών της ιεράς δρυός και χρησμοδοτούσε για το εκάστοτε ερώτημα. Ο Γιώργος
Κουρουπός πήγε αρκετές φορές στο σημείο και άκουσε τους ήχους που παράγει η
δρυς, πριν αρχίσει να συνθέτει το έργο, ενώ συμπληρωματική έμπνευση άντλησε από
τις πολλές μολύβδινες πινακίδες, με ερωτήσεις των πιστών οι οποίες βρέθηκαν
στην περιοχή, και όλα αυτά με την επιστημονική συμβολή και καθοδήγηση του
διευθυντή του μουσείου Ιωαννίνων και συμμετέχοντα στις ανασκαφές στη Δωδώνη
Κωνσταντίνου Σουέρεφ.
Πήγα στην πρεμιέρα αυτού του λυρικού τελετουργικού δράματος, όπως το
αποκαλεί ο δημιουργός του, στο Μέγαρο Μουσικής, όχι μόνο με την καλύτερη των
διαθέσεων αλλά και με αρκετά υψηλές προσδοκίες. Το φινάλε του όμως με βρήκε
ιδιαίτερα προβληματισμένο. Γιατί το έργο παρουσιάζει εγγενείς αδυναμίες, δομικά
αλλά ακόμα και μορφικά. Η απόφαση πριν από όλα του Γ. Κουρουπού να ονομάσει τα
τέσσερα μέρη του επεισόδια, δίνοντάς του έτσι κατά κάποιο τρόπο την μορφή
αρχαίας τραγωδίας, δεν δικαιολογείται από την ακρόαση του. Πώς μια θεατρική
δομή που άνθησε υπό συγκεκριμένες κοινωνικές, αλλά και υλικές ακόμα συνθήκες,
στην Αττική κατά την αρχαιότητα, μπορεί να αναπαραχθεί διαμέσου ενός σημερινού
μουσικού έργου; Με σύγχρονους όρους, το ίδιο το έργο δεν μπορούσε να αποφασίσει
αν είναι όπερα δωματίου, ορχηστρική σύνθεση με κάποια φωνητικά στοιχεία, ή
σκηνική καντάτα, και έστεκε μετέωρο στην περιοχή ανάμεσά τους.
Περνώντας στα επιμέρους, η οκταμελής χορωδία που, μοιρασμένη στις δύο άκρες
της σκηνής αριστερά και δεξιά της ορχήστρας, δίκην των αρχαίων ημιχορίων,
περισσότερο απήγγειλε παρά τραγουδούσε αποσπάσματα από τις προαναφερθείσες
μολύβδινες πινακίδες· ήταν ένα θεατρικό στοιχείο που πιο πολύ αποσπούσε την
προσοχή από το ακρόαμα παρά προσέθετε οτιδήποτε σε αυτό. Κατ’ αναλογία της
δομής του, το έργο είναι και συνθετικά μάλλον αμήχανο, ακολουθώντας αρκετά
διαφορετικά ύφη αλλά αδυνατώντας να βρει το δικό του. Για παράδειγμα, η «αναπαράσταση»
των ήχων της ιεράς δρυός. Τα πνευστά, που κανείς θα περίμενε να έχουν τον πρώτο
ρόλο, υποχρησιμοποιούνται, και εν συνόλω το έργο εκμεταλλεύεται σε πολύ μικρό
βαθμό τις τόσες δυνατότητες αλλά και δυναμικές μιας συμφωνικής ορχήστρας.
Ο μπάσος Τάσος Αποστόλου ως ιερέας, και ακόμα περισσότερο η σοπράνο Άρτεμις
Μπόγρη ως ιέρεια ήταν άριστοι· αλλά πόσον αξιοποιήθηκαν όσο τους άξιζε και,
ακόμα σημαντικότερο, ποια ακριβώς ήταν εντέλει η θέση τους μέσα στο έργο; Γιατί
μια λυρική ερμηνεύτρια, των σπανίων αληθινά δυνατοτήτων και ικανοτήτων της
Μπόγρη, θα έπρεπε ξαφνικά, σε ένα κατά τα άλλα συμφωνικό έργο, να αρχίσει να
άδει ένα δημοτικοφανές τραγούδι, με μόνο ένα ούτι για συνοδεία, ενώ η ορχήστρα
και ο μαέστρος απλά την παρακολουθούσαν; Ένα τραγούδι, μάλιστα, αν θέλουμε να
είμαστε σχολαστικοί, που παραπέμπει περισσότερο σε σμυρνέικο άσμα και όχι στην
περιοχή της Ηπείρου και τη λιτή μουσική της, τα φημισμένα μοιρολόγια και τις
άλλες εκφάνσεις της; Οι δύο φωνές πάντως, κυρίως κάθε μία σόλο αλλά και με
μερικές διφωνίες, εντάχθηκαν οργανικά στη σύνθεση μόνο στο τελευταίο μέρος, αναμφίβολα
το καλύτερο του έργου. Όχι συμπτωματικά, ήταν το πιο ξεκάθαρο ως προς τις
προθέσεις και την κατεύθυνσή του, υιοθετώντας, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό,
την οπερετική φόρμα, και μάλιστα με το πλέον εμπνευσμένο μουσικό θέμα καθ’ όλη
την διάρκεια του έργου.
Η ασάφεια του έργου επιτάθηκε από την «παράβαση» της Ιουλίτας Ηλιοπούλου,
την οποία αποτελούσαν σπαράγματα κειμένων των Ερμή του Τρισμέγιστου, Αισχύλου,
Πινδάρου, Ευριπίδη, Κικέρωνα, Πλούταρχου, Ιαμβλίχου, Διονυσίου Σολωμού και Οδυσσέα
Ελύτη, με συνδετικές εμβόλιμες δικές της φράσεις, που την απήγγειλε η ίδια. Εγώ
τουλάχιστον δεν κατάφερα να κατανοήσω με ποιον τρόπο επικοινωνούσε όχι μόνο με
την μουσική αλλά και με το πνεύμα, ακόμα και με την πηγή έμπνευσης του έργου.
Το ισχύει και για την σειρά προβολών (που επιμελήθηκε ο Τάκης Μαυρωτάς) έργων
σπουδαίων μεν ζωγράφων, τα οποία όμως δεν τα συνέδεε τίποτα πλην του γεγονότος
ότι οι δημιουργοί τους ήταν Έλληνες.
Η κυριότερη όμως ένστασή μου είναι ότι έχουμε να κάνουμε με ένα έργο το
οποίο δεν αγγίζει την διαχρονικά κοινή μεταφυσική αγωνία, η οποία προφανώς ήταν
η βαθύτερη πηγή έμπνευσής του. Αντ’ αυτού, το έργο συνιστά μια προσπάθεια
«αναβίωσης» του παρελθόντος, προσπαθώντας να το μεταφέρει, να το επαναλάβει και
εντέλει να το αναπαραγάγει στην τωρινή συγκυρία. Η «Φωνή δρυός», τόσο ως σύνολο
όσο και τα περισσότερα επιμέρους ετερόκλητα στοιχεία του, μου άφησε την αίσθηση
ότι, συνειδητά ή μη, επιδιώκει ακριβώς αυτό.
Αυτή η προδιάθεση είναι, κατά την γνώμη μου, η αιτία που
το εμποδίζει να απογειωθεί, αισθητικά αλλά και συναισθηματικά, και το κρατάει
δέσμιο και καθηλωμένο, μην επιτρέποντάς του να ολοκληρώσει τις προθέσεις του
άξιου και σοβαρού συνθέτη Γιώργου Κουρουπού. Για την διαπίστωση αυτή θα αρκούσε
η σύγκρισή του με το θαυμάσιο παλαιότερο έργο του δημιουργού «Οδύσσεια» (είχε
γραφτεί αρχικά για μπαλέτο του John Neumeier το 1995 και το επεξεργάστηκε εκ νέου
με τη μορφή συμφωνικής σουίτας) που ακούστηκε στο πρώτο μέρος της συναυλίας. Εκεί,
η υψηλότατη απόδοση της ΚΟΑ υπό την άψογη διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη ανέδειξε
ακόμα περισσότερο μια πολύ καλή μουσική «πρώτη ύλη». Αντίθετα, στη «Φωνή
δρυός», η υπέρβαση εαυτών που αληθινά έκαναν μαέστρος και ορχήστρα, μετά
δυσκολίας κατόρθωσε να διασώσει ένα πολλαπλά προβληματικό έργο, παραδίδοντάς μας
ένα τουλάχιστον ευπρεπές τελικό αποτέλεσμα.
Ο Θάνος Μαντζάνας είναι κριτικός μουσικής στην Αυγή, στο musicpaper.gr και
στο περιοδικό Ήχος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου