25/3/17

Το Εικοσιένα στην ελληνική πεζογραφία

Από το ενιαίο εθνικό αφήγημα στις πολλαπλές ανθρώπινες ιστορίες

Γιάννης Ψυχοπαίδης, Νικήτας Σταματελόπουλος (Νικηταράς)


ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΣΤΑΘΗ

Η επανάσταση του 1821 και η περίοδος της οθωμανικής κυριαρχίας στην ελληνική πεζογραφία δεν έχουν την ισχυρή παρουσία που θα ανέμενε κανείς, στο μέτρο που το Εικοσιένα συνιστά την κύρια ιστορική τομή και τη γενέθλια πράξη του ελληνικού έθνους-κράτους και της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Στις πρώτες μετεπαναστατικές δεκαετίες, πεζογραφήματα με θέματα από την προεπαναστατική και επαναστατική εποχή έχουν αξιοσημείωτη παρουσία· άλλωστε το Εικοσιένα αποτελούσε ακόμη κομμάτι της ατομικής βιωμένης μνήμης των ανθρώπων της εποχής. Ωστόσο, η νεοελληνική φιλολογία δεν αξιολόγησε θετικά αυτά τα πεζογραφήματα, αφενός λόγω της καθαρεύουσας γλώσσας τους, αφετέρου διότι θεώρησε ότι ήταν λογοτεχνικά πρωτόλεια. Αντίθετα αξιολόγησε θετικά την ποίηση της εποχής για το Εικοσιένα, κυρίως αυτή των Σολωμού και Κάλβου. Ορισμένα από τα σημαντικότερα πεζογραφήματα για το Εικοσιένα γράφτηκαν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα: ο Λουκής Λάρας του Δημήτριου Βικέλα, ο Χρήστος Μηλιόνης του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «Το Φίλημα» του Μιχαήλ Μητσάκη, τα σχετικά διηγήματα του Γιάννη Βλαχογιάννη και το διήγημα «Μεσολογγίτικα Χριστούγεννα» της Πηνελόπης Δέλτα. Στη μεταπολεμική περίοδο τα σημαντικότερα σχετικά μυθιστορήματα είναι η τριλογία Ο κοτζάμπασης του Καστρόπυργου, Αίμα χαμένο και κερδισμένο, και Τα στερνά του Μίχαλου του Μ. Καραγάτση, οι Μαυρόλυκοι και ο Ελληνικός όρθρος του Θανάση Πετσάλη-Διομήδη και Ο Δαίμονας και οι Σουλιώτες του Μιχάλη Περάνθη. Κατά τα άλλα, στη σχετική με το Εικοσιένα πεζογραφία του 20ού αιώνα κυριαρχούν οι μυθιστορηματικές βιογραφίες κλεφταρματολών και ηρώων της Επανάστασης. Σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, κοινό στοιχείο σε όλη αυτή λογοτεχνία περί το Εικοσιένα είναι η προσέγγιση της οθωμανικής περιόδου ως ενός διαρκούς αγώνα των υπόδουλων Ελλήνων απέναντι στους κυρίαρχους Τούρκους, αγώνα που οδηγεί κατά φυσικό τρόπο στην επανάσταση. Η ηρωοποίηση των αγωνιστών συνιστά επίσης φυσικό επακόλουθο αυτής της προσέγγισης.

Στη μεταπολίτευση, ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1980, το ιστορικό μυθιστόρημα απουσιάζει σχεδόν εντελώς από την ελληνική λογοτεχνία. Επανεμφανίζεται στη δεκαετία του 1990 ως απότοκο δύο παράλληλων διαδικασιών: αφενός της έξαρσης του εθνικισμού λόγω του Μακεδονικού ζητήματος και αφετέρου της προϊούσας κρίσης των ιδεολογιών μετά την κατάρρευση των καθεστώτων του ανατολικού μπλοκ και της απίσχνανσης της πασοκικής ιδεολογίας, την οποία δεν μπόρεσε να αναζωογονήσει το εγχείρημα του «σημιτικού» εκσυγχρονισμού. Έτσι η αδυναμία συγκρότησης μιας συνεκτικής ιδεολογίας που να συσπειρώσει ενεργητικά μεγάλα τμήματα του ελληνικού λαού (άλλωστε ο νεοφιλελευθερισμός που ηγεμόνευσε υπονομεύει τα συλλογικά εγχειρήματα) ευνόησε τη διόγκωση της ζήτησης της ιστορίας. Ώθησε στην επαναδιερεύνηση του εθνικού παρελθόντος, στο πλαίσιο μιας προϊούσας ανάγκης να επανεξεταστούν οι εθνικοί μύθοι και βεβαιότητες και να αναζητηθούν οι ιστορικές διαδρομές που οδήγησαν στη σημερινή ελληνική κοινωνία.
Σε αυτό το πλαίσιο αυξάνονται ραγδαία τα ιστορικά μυθιστορήματα, στην πλειονότητα τους με θεματικές που επικεντρώνονται στον 20ό αιώνα. Αυξάνονται όμως και τα μυθιστορήματα που αφορούν παλαιότερες εποχές όπως η οθωμανική περίοδος και η επανάσταση του 1821. Ορισμένα αποτελούν απλώς αισθηματικά ρομάντζα εποχής, τμήμα μιας διογκούμενης πεζογραφίας με στόχο ένα λαϊκό, κυρίως γυναικείο, αναγνωστικό κοινό. Πρόκειται για μια πεζογραφία που παλαιότερα περνούσε κυρίως μέσα από τα δημοσιευόμενα σε συνέχειες αναγνώσματα σε εφημερίδες και περιοδικά.
Εμφανίζονται όμως και μυθιστορήματα που επιζητούν να εισαγάγουν νέα στοιχεία στην αφήγηση της οθωμανικής και της επαναστατικής περιόδου, τόσο στην ιστορική προσέγγιση όσο και στους αφηγηματικούς τρόπους. Για παράδειγμα, εκδίδονται μυθιστορήματα με επίκεντρο γυναίκες του Εικοσιένα (τη Μπουμπουλίνα, τη Μαντώ Μαυρογένους, τη Δόμνα Βισβίζη ή την Ποθητή της Ελένης Σαραντίτη) τα οποία, ωστόσο, ελάχιστα ξεφεύγουν από την παραδοσιακή εθνική ηρωική οπτική. Άλλα στοιχεία αυτής της πεζογραφίας είναι η στροφή στην περιγραφή της καθημερινότητας ή/και των ερωτικών ηθών, και στην ανάδειξη της βίας με ρεαλιστικό τρόπο και χωρίς τον εξιδανικευτικό ηρωικό χαρακτήρα που διέπνεε την παλαιότερη πεζογραφία. Ορισμένα μυθιστορήματα, απαλλαγμένα από την παραδοσιακή εθνική οπτική, εξετάζουν με νέους όρους τους δρόμους διαμόρφωσης της εθνικής ταυτότητας και της επαναστατικής προοπτικής, επιμένοντας στη διερεύνηση των κοινωνικοοικονομικών και ιδεολογικών μεταβολών στις προεπαναστατικές δεκαετίες, ή επανεξετάζουν τις εμφύλιες αντιπαραθέσεις στην Επανάσταση υπό το πρίσμα των κοινωνικοπολιτικών αντιθέσεων που προκαλούν οι νέοι εθνικοί νεωτερικοί προσανατολισμοί της επανάστασης. Ενδεικτικά παραδείγματα: Το ρολόι της σκιάς του Θωμά Σκάσση, το Για μια συντροφιά ανάμεσα μας και Η αναχώρηση του Νίκου Θέμελη, Ο Καρτέσιος στην Τρίπολη του Κώστα Βούλγαρη, γραμμένο μάλιστα με τη μορφή κέντρωνα.
Η οικονομική κρίση και το προσφυγικό ζήτημα ανανέωσαν το ενδιαφέρον για την ιστορία με πολλαπλούς τρόπους. Τόσο στο ιστορικό μυθιστόρημα όσο και στο ιστορικό θέατρο, ένας συνήθης τρόπος είναι η διερεύνηση επώδυνων στιγμών του παρελθόντος μέσα από την αφήγηση ιστοριών ζωής (ένα είδος απολογισμών ζωής). Σε αυτά τα έργα, ο λανθάνων ή διακηρυκτικός διάλογος παρελθόντος - παρόντος αφενός λειτουργεί παραμυθητικά απέναντι στις σημερινές δυσκολίες, αφετέρου αντιπαρατίθεται εμμέσως στο ζόφο της απαισιοδοξίας που κυριαρχεί, υποδεικνύοντας ότι ο άνθρωπος με καθημερινό αγώνα μπορεί να διατηρήσει την αξιοπρέπεια του και να αντιμετωπίσει με επιτυχία τις μεγάλες ανατροπές που επέφερε η κρίση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η νουβέλα Βγερού γλυκά φανού του Γιώργου Χατζόπουλου (εκδ. Αιώρα, 2015) που συμπλέκει την αφήγηση μιας Χιώτισσας που επέζησε από την καταστροφή της Χίου του 1822 ξεπερνώντας χίλιες δυσκολίες, και μιας σύγχρονης γυναίκας που προσπαθεί να διαχειριστεί με αξιοπρέπεια την αποτυχία του γάμου της επανεξετάζοντας παράλληλα όλη την προηγούμενη ζωή της.
Στο μυθιστόρημα Φεύγω ξένη του Γιάννη Μπάρτζη (εκδ. Αντ. Σταμούλη 2014) το υποκείμενο της αφήγησης και του απολογισμού του βίου συνιστά νεωτερισμό για την ελληνική πεζογραφία με θέμα το Εικοσιένα: πρόκειται για την μουσουλμάνα Γκιουλχανούμ, σύζυγο του Κιαμήλ, τελευταίου οθωμανού μπέη της Κορίνθου. Η Γκιουλχανούμ θα χάσει τον σύζυγο της, τον πατέρα της, τον ένα της γιο, θα χάσει την περιουσία της και το 1823 θα αναγκαστεί να φύγει πρόσφυγας με τα δυο παιδιά που της απέμειναν σε άλλα οθωμανικά εδάφη. Ο συγγραφέας, μέσα από τη ματιά της Γκιουλχανούμ, παρουσιάζει μια ειδυλλιακή και προφανώς ανακριβή εικόνα για την προεπαναστατική κοινωνία της Κορίνθου, όπου μουσουλμάνοι και χριστιανοί, προεστοί και ραγιάδες ζουν εν πολλοίς αρμονικά μεταξύ τους. Πρόκειται για μια εικόνα εξίσου ανακριβή με την παραδοσιακή εθνική αφήγηση των Ελλήνων που υπέφεραν τα πάνδεινα από τους βάρβαρους Τούρκους. Ωστόσο, στηριζόμενος στην ανιστορική αυτή προσέγγιση, ο Μπάρτζης καταφέρνει να αναδείξει την άλλη πλευρά της επανάστασης: τα βάσανα και τις τραγικές ανατροπές που η Επανάσταση επέφερε στις ζωές των μουσουλμάνων της Πελοποννήσου οι οποίοι αισθάνονταν εξίσου ντόπιοι με τους χριστιανούς Μοραΐτες. Έτσι ο συγγραφέας θεματοποιεί τη βία, τον πόλεμο και την προσφυγιά ως κοινές πληγές σε όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως φυλής, θρησκείας και εθνικότητας.
Το μυθιστόρημα Μαύρο φυλαχτό. Από το Σούλι ως τους Κορφούς του Βαγγέλη Μπέκα (εκδ. Ψυχογιός, 2017) αφηγείται τον τελευταίο πόλεμο των Σουλιωτών με τον Αλή πασά που καταλήγει στην ήττα και την αναγκαστική προσφυγιά τους στην Κέρκυρα. Ο συγγραφέας στηρίζεται κυρίως στην Ιστορία του Σουλίου του Χριστόφορου Περραιβού (1η έκδ.: 1803) και στην εξαιρετική μελέτη της Βάσως Ψιμούλη, Σούλι και Σουλιώτες (2η έκδ.: Εστία, 2005). Όπως όμως γράφει στον πρόλογο, επιχείρησε να διατηρήσει «μια ισορροπία μεταξύ των “παραδοσιακών” και των κάπως πιο “προοδευτικών” ιστορικών εκτιμήσεων». Ωστόσο μολονότι ο Μπέκας εισάγει στην πραγμάτευση ορισμένα νεωτερικά στοιχεία, όπως π.χ. το ρόλο της βεντέτας και την κεντρική σημασία της φάρας για τη σουλιώτικη κοινωνία ή την αντίθεση μεταξύ της παραδοσιακής κουλτούρας των Σουλιωτών και της νεωτερικής που φέρνει η Γαλλική επανάσταση, η «ισορροπία» γέρνει προς την πλευρά των παραδοσιακών προσεγγίσεων. Η αντίθεση χριστιανών-μουσουλμάνων ταυτίζεται σε τελευταία ανάλυση με την αντίθεση Ελλήνων-Τούρκων και το Σούλι πέφτει εξαιτίας της διχόνοιας που διαίρεσε τους υπερασπιστές του.
Αυτό το τελευταίο συνιστά νομίζω την κυριότερη αδυναμία στα περισσότερα από τα πρόσφατα ιστορικά μυθιστορήματα για το Εικοσιένα: καθώς αδυνατούν να ενσωματώσουν τις σύγχρονες ιστοριογραφικές προσεγγίσεις για τον χαρακτήρα των πολιτικών αντιπαραθέσεων στη διάρκεια του Αγώνα (που οφείλονται εν ολίγοις στις αντιστάσεις των παραδοσιακών στρωμάτων στη συγκρότηση φιλελεύθερου συγκεντρωτικού νεωτερικού κράτους), οι συγγραφείς αποδίδουν τις εμφύλιες συγκρούσεις στη διχόνοια. Πρόκειται για μια ερμηνεία που, συνειδητά ή ασυνείδητα, εκβάλλει και στη σημερινή συγκυρία καθώς προβάλλει ως θεραπεία της κρίσης την ανάγκη ομόνοιας των κομμάτων, παραβλέποντας τις έντονες ιδεολογικές αντιθέσεις τους που εκπροσωπούν αντιπαρατιθέμενα κοινωνικά συμφέροντα.
Ένα δεύτερο κοινό πρόβλημα στα περισσότερα ιστορικά μυθιστορήματα, πρόσφατα και παλαιότερα, συνιστά η αναχρονιστική πραγμάτευση των ερωτικών σχέσεων και των σχέσεων μεταξύ των φύλων, πρόβλημα που καθίσταται εντονότερο καθώς αυτά τα ζητήματα απασχολούν τους συγγραφείς σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι παλαιότερα. Είναι ωστόσο απότοκο και της έλλειψης επαρκών, σχετικών με αυτά τα θέματα, σύγχρονων επιστημονικών μελετών για τις περιόδους προ της συγκρότησης του ελληνικού κράτους.

Ο Παναγιώτης Στάθης είναι ιστορικός

Δεν υπάρχουν σχόλια: